Γράφει ο Γιάννης Πετρίδης:
Η εγκεφαλική μουσική του David Byrne και των Talking Heads
Ο David Byrne ανήκει σε μια σχετικά περιορισμένη ομάδα μουσικών από τον χώρο του ροκ, που κατάφεραν, παράλληλα με την πετυχημένη μουσική τους καριέρα, να κερδίσουν ένα τουλάχιστον βραβείο Οσκαρ και τη Χρυσή Σφαίρα.
Μάλλον δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό ότι ο Byrne έχει γεννηθεί στο Dumbarton της Σκωτίας και όταν ήταν 2 ετών οι γονείς του αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη Βρετανία και να δοκιμάσουν την τύχη τους στην Αμερική, αρχίζοντας από το Οντάριο του Καναδά και στη συνέχεια, όταν ο David έγινε 8 ετών, πήγαν στο Maryland των Ην. Πολιτειών.
Κυρίαρχη μορφή στο συγκρότημα των Talking Heads, που φτιάχτηκε στα μέσα της δεκαετίας του '70, ο Byrne κατάφερε να δημιουργήσει έναν ιδιαίτερο ήχο για το γκρουπ, που συνδύαζε την αμερικανική ποπ, ήχους από την Αφρική και το φανκ με το πανκ.
Ο Byrne έγραψε το πρώτο του τραγούδι με τίτλο Bald headed woman στο υπόγειο του σπιτιού του στη Βαλτιμόρη. Αυτό το τραγούδι όμως δεν τον άφησε ικανοποιημένο, έτσι το άκουγε μόνος του, χωρίς να το κάνει γνωστό στους φίλους του. Την ίδια περίοδο άρχισε να ενδιαφέρεται για τη μουσική της Ινδονησίας και της Ινδίας ακούγοντας δίσκους του Ravi Shankar.
Με τους Tina Weymouth και Chris Frantz συναντήθηκε στη σχολή καλών τεχνών του Rhode Island και το πρώτο τραγούδι που έγραψαν μαζί σαν αστείο ήταν το Psycho killer, γι' αυτό ο Byrne δεν μπορούσε να καταλάβει πώς εντυπωσιάστηκε ο κόσμος από αυτό.
Αμέσως μετά την κυκλοφορία του πρώτου τους άλμπουμ Talking Heads '77, στο οποίο οι ήχοι της Μοτάουν αναμειγνύονται με την buble gum της δεκαετίας του '60 και τους ρυθμούς από την Καραϊβική, το συγκρότημα συνεργάζεται για τα επόμενα 3 άλμπουμ του με τον Brian Eno, ο οποίος περίπου την ίδια περίοδο ολοκλήρωνε μία ακόμα τριλογία με τους 3 δίσκους που ηχογράφησε με τον David Bowie.
Ο Byrne είχε δώσει βέβαια με το Psycho killer από το πρώτο άλμπουμ ισχυρό δείγμα της μουσικής του κατεύθυνσης, αλλά ο Eno έριξε το βάρος στο μπάσο της Tina Weymouth και τα ντραμς του Chris Frantz. Από την πλευρά του, ο Byrne έδωσε μεγαλύτερη φαντασία στον στίχο των τραγουδιών κάνοντάς τα περισσότερο αποδεκτά από το πιο σκεπτόμενο κομμάτι της νεολαίας.
Στο πρώτο από τα τρία άλμπουμ της τριλογίας, που ήταν το More songs about buildings and food, το συγκρότημα χρησιμοποίησε υλικό που του είχε περισσέψει από το πρώτο άλμπουμ, μαζί με τη διασκευή τους στο Take me to the river του Al Green, που τους βοήθησε να ακουστούν στο ραδιόφωνο.
Το Fear of music του 1979, στο οποίο υπήρχαν τα Ι Zimbra και Life during the wartime, το συγκρότημα πλησιάζει περισσότερο τους ήχους από την Αφρική και τη μουσική συγκροτημάτων, όπως οι Sly and the family stone και Parlliament.
Η τριλογία ολοκληρώνεται με το Remain in light, το οποίο συνεχίζει κατά έναν τρόπο αυτό που είχε ξεκινήσει με το προηγούμενο άλμπουμ, συν του ότι οι στίχοι του Byrne γίνονται όλο και περισσότερο εγκεφαλικοί και προκαλούν, περισσότερο από τη μουσική, το ενδιαφέρον του ακροατή. Το Once in a lifetime, που ήταν το πρώτο τραγούδι που κυκλοφόρησε στα ραδιόφωνα, αρχικά πέρασε απαρατήρητο, αλλά στο πέρασμα του χρόνου έγινε κλασικό, κυρίως χάρη στην εντυπωσιακή παρουσία του στην ταινία του 1984 Stop making sence, όπως και στην ταινία του 1986 Down and out in Beverly Hills. Οι στίχοι στο Once in a lifetime, είναι γραμμένοι στο ύφος που μας έχει συνηθίσει ο Byrne, καταφέρνοντας πάντα να κεντρίζει το ενδιαφέρον του ακροατή με φράσεις όπως «Υπάρχει νερό κάτω από τον ωκεανό», που αρχικά ακούγονται σαν απλοϊκοί, αλλά έχουν πάντα αυτό το κάτι διαφορετικό και πρωτότυπο, που δεν είναι εύκολο να γράψει κάποιος. Πάνω απ' όλα εξάπτουν τη φαντασία του ακροατή που δίνει τη δικιά του ερμηνεία στο νόημά τους.
Η συνεργασία του με τον Brian Eno θα συνεχιστεί και σε πιο προσωπικό επίπεδο με την κυκλοφορία του άλμπουμ My life in the bush of ghosts, στο οποίο θα χρησιμοποιήσουν ήχους από τη Μέση Ανατολή. Οι επιρροές αυτού του άλμπουμ θα επεκταθούν αρκετά αργότερα, φτάνοντας μάλιστα και μέχρι τις μέρες μας, στον χώρο του χιπ χοπ. Οι δύο μουσικοί θα επαναλάβουν τη συνεργασία τους το 2008 με το άλμπουμ Everything that happens will happen today.
Στα επόμενα χρόνια και μετά την κυκλοφορία μερικών ακόμα άλμπουμ με τους Talking Heads, όπως το Speaking in tongues, στο οποίο υπάρχει το Burning down the house με το συγκρότημα των Talking Heads, ο Byrne θα συνεχίσει την προσωπική του καριέρα, που είχε αρχίσει το 1981 με τη μουσική για το μπαλέτο The Catherine Wheel και το βραβευμένο με Οσκαρ για τη μουσική του φιλμ του Bernardo Berolucci Ο τελευταίος αυτοκράτορας, ενώ παράλληλα θα δημιουργήσει και τη δικιά του δισκογραφική εταιρεία με το όνομα Luaka Bop, μέσω της οποίας θα κυκλοφορεί συνήθως μουσική από τη Νότια Αμερική από γνωστούς και άγνωστους καλλιτέχνες.
Εκτός από το Last emperor, έχει γράψει μουσική για το True stories του 1986, στο οποίο είναι και ο σκηνοθέτης. Δύο χρόνια πριν, εκτός από τη μουσική στο Stop making sense του 1984, είχε κάνει τα σκηνικά και τις χορογραφίες. Στην ίδια δεκαετία, το ορχηστρικό του άλμπουμ The forrest χρησιμοποιήθηκε από τον σκηνοθέτη Robert Wilson σαν μουσική επένδυση θεατρικής παράστασης που δόθηκε το 1988 στο Βερολίνο. Για τον ίδιο σκηνοθέτη ο Byrne έγραψε μουσική για την όπερα The Knee Plays, που αναφέρεται στον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο.
Το 1990 θα κυκλοφορήσει το προσωπικό άλμπουμ Rei Momo, στο οποίο θα συνεχίσει να χρησιμοποιεί ήχους από τη Βραζιλία, όπως είχε κάνει το 1988 με το άλμπουμ των Talking Heads Naked. Το ίδιο θα κάνει και το 1992 στο άλμπουμ Uh Oh, όπου οι λατινικοί ρυθμοί κυριαρχούν για ακόμη μία φορά.
Από το 2005 ο Byrne έχει τον δικό του ραδιοφωνικό σταθμό στο Internet και κάθε μήνα επιλέγει μια λίστα από μουσική και τραγούδια από όπερες, μουσική από ιταλικές κινηματογραφικές ταινίες, αμερικανική κάντρι και σύγχρονη μουσική από χώρες όπως η Αφρική.
Σε μία από τις συναντήσεις που είχα μαζί του, με είχε εντυπωσιάσει με τις γνώσεις του για την ιταλική μουσική και το ενδιαφέρον που είχε δείξει για τη λαϊκή μας μουσική, ξεχωρίζοντας μάλιστα τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση από αυτούς που του έπαιξα.
Ο Byrne, που σύμφωνα με δηλώσεις του έγραφε το 75% των τραγουδιών των Talking Heads, είχε χαρακτηριστεί ως αυτός που έφερε την αναγέννηση στον χώρο του ροκ από το περιοδικό Time. Ανάλογη εκτίμηση του έχουν και οι Κουβανοί που ζουν στις ΗΠΑ για την πετυχημένη προσπάθειά του να φέρει, μέσω της εταιρείας του Luaka Bop, ξανά στη μουσική επικαιρότητα τη μουσική της Κούβας, η οποία περίπου για 20 χρόνια ήταν απαγορευμένη.
Οι επιρροές της μουσικής του είναι σημαντικές σε ονόματα όπως οι REM, Beck, Big Audio Dynamite και βέβαια σε κάποια περίοδο των Clash, ειδικά στο άλμπουμ του 1982 Compat Rock.
Ο Byrne, ο οποίος σε δύο χρόνια θα πλαισιώσει και αυτός τη γενιά των πετυχημένων καλλιτεχνών που έχουν συμπληρώσει τα 60 χρόνια σε ηλικία, σίγουρα έχει ακόμα πολλά να προσφέρει στην παγκόσμια μουσική χάρη στην ποικιλία των δραστηριοτήτων του.