Πέντε μειώσεις και αναστολές εφαρμογής φόρων έχουν «κλειδώσει» μέχρι στιγμής για το 2020, σύμφωνα με πρωτοσέλιδο δημοσίευμα στην Καθημερινή της Κυριακής.
Κατά το ίδιο δημοσίευμα, ανοικτή παραμένει ακόμη η αναμόρφωση της φορολογικής κλίμακας, καθώς η διατήρηση του αφορολόγητου ορίου, σε συνδυασμό με τη μείωση κατώτατου συντελεστή από το 22% στο 9% έχει μεγάλο δημοσιονομικό κόστος.
Για το 2020 θεωρούνται δεδομένες: η μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων (ισχύει για τα κέρδη του 2019 αλλά επιβαρύνει τον επόμενο προϋπολογισμό), η μείωση του ΦΠΑ σε όλο το τουριστικό πακέτο, η έκπτωση από το φορολογητέο εισόδημα μέρους των δαπανών αναβάθμισης κτιρίων, ενώ αναστέλλεται η εφαρμογή του ΦΠΑ και του φόρου υπεραξίας στα ακίνητα.
Για το 2021 και μετά μετατίθενται η μείωση του ΦΠΑ και η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος και των ασφαλιστικών εισφορών. Επιπλέον, το 2020 θα αυξηθεί το κονδύλι για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα.
Το σχέδιο για τις ελαφρύνσεις που θα επιδιώξει η κυβέρνηση να εφαρμοστούν από το 2020 καταστρώνουν στο οικονομικό επιτελείο και στο Μέγαρο Μαξίμου, έτσι ώστε να υπάρχουν εναλλακτικές προτάσεις στην περίπτωση που οι συζητήσεις με τους θεσμούς δυσκολέψουν. Σε αυτή τη φάση ορισμένες εκ των φοροελαφρύνσεων που περιλαμβάνονται στο προεκλογικό πρόγραμμα της ΝΔ φαίνεται να είναι πιο ώριμες καθώς θεωρούνται αναπτυξιακές, άλλες ήδη έχουν μετατεθεί για το 2022 εξαιτίας του υψηλού κόστους που δημιουργούν στον προϋπολογισμό ενώ κάποιες σημαντικές που αποτέλεσαν έναν από τους λόγους που επλήγη ο ΣΥΡΙΖΑ και συγκεκριμένα οι ελαφρύνσεις στη φορολογική κλίμακα «παίζονται» στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους θεσμούς.
Σύμφωνα με την Καθημερινή της Κυριακής, όπως αναφέρει ανώτατος παράγοντας του οικονομικού επιτελείου, σε 15 μέρες θα έχουν ληφθεί οι οριστικές αποφάσεις για τις φοροελαφρύνσεις που θα συνοδεύσουν τον προϋπολογισμό του 2020 καθώς μέχρι τότε θα έχουν ολοκληρωθεί οι συζητήσεις με του θεσμούς για την ποιότητα των αλλαγών αλλά και αν υπάρχει ο δημοσιονομικός χώρος για να υλοποιηθούν οι σχεδιασμοί. Σημαντικός παράγοντας που θα καθορίσει το ύψος των ελαφρύνσεων είναι το πρωτογενές πλεόνασμα και αν η κυβέρνηση καταφέρει έστω και με έμμεσο τρόπο να κερδίσει από την Ευρώπη την ένταξη των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα που έχουν οι κεντρικές τράπεζες και τα οποία αποδίδονται στη χώρα μας, στον προϋπολογισμό – εξέλιξη που θα δημιουργούσε δημοσιονομικό χώρο της τάξεως της μισής ή μιας ποσοστιαίας μονάδας και θα επέτρεπε την υλοποίηση του προγράμματος της κυβέρνησης.
Ταυτόχρονα η κυβέρνηση έχει έτοιμο το σχέδιο για την ανακατανομή των δαπανών, που μπορεί να αποφέρει ακόμα και 2 δισ. ευρώ. Κυρίως όμως στηρίζεται στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα οδηγήσουν στη μεγέθυνση του ΑΕΠ. Μάλιστα από την κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι το όφελος τον πρώτο χρόνο από τη συρρίκνωση των καταναλωτικών δαπανών και τη βελτίωση των αποτελεσμάτων των ΔΕΚΟ θα φτάσει τα 600 εκατομμύρια ευρώ η 0,3% του ΑΕΠ και ενδεχομένως να προσεγγίσει το 1 δισ. ευρω.
Ήδη σύμφωνα με πληροφορίες έχει δοθεί εντολή στους φορείς της γενικής κυβέρνησης προκειμένου να συρρικνώσουν τους προϋπολογισμούς τους κατά 10% – 12%.
Η κυβέρνηση όπως όλα δείχνουν έχει συμφωνήσει με τους θεσμούς για τις παρεμβάσεις που μπορούν να δώσουν ώθηση στην οικονομία σε μια περίοδο μάλιστα που η οικονομία στην Ευρώπη αλλά και παγκοσμίως αναμένεται να κινηθεί πτωτικά συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια. Σε αυτές περιλαμβάνονται οι μειώσεις στη φορολογία επιχειρήσεων καθώς και όσες σχετίζονται με την τόνωση της οικοδομικής δραστηριότητας.
Συγκεκριμένα
1. Μειώνεται από το 28% στο 24% ο φορολογικός συντελεστής στα επιχειρηματικά κέρδη του 2019. Ωστόσο το κόστος θα επιβαρύνει τον προϋπολογισμό του 2020. Επίσης για το 2021 προβλέπεται η μείωση του συντελεστή στο 20%. Ταυτόχρονα μειώνεται ο φόρος στα διανεμόμενα κέρδη στο 5% από 10% που είναι σήμερα.
2. Μειώνεται ο ΦΠΑ σε όλο το τουριστικό πακέτο στο 13%.
3. Αναστέλλεται ο ΦΠΑ στην οικοδομική δραστηριότητα για τρία χρόνια.
4. Αναστέλλεται ο φόρος υπεραξίας για ακόμη τρία χρόνια.
5. Έκπτωση 40% των δαπανών ενεργειακής, λειτουργικής και αισθητικής αναβάθμισης των ακινήτων από το φορολογητέο εισόδημα.
Το αφορολόγητο
Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων βρίσκεται η διατήρηση του αφορολογήτου ορίου στις 8.636 ευρώ καθώς το κόστος του ανέρχεται σε 1,9 δισ ευρώ. Το σενάριο που επεξεργάζονται στελέχη του υπουργείου Οικονομικών προβλέπει σταθερό αφορολόγητο όριο 6.500 το οποίο θα φτάνει στις 8.636 ευρώ εφόσον ο φορολογούμενος παρουσιάσει στην εφορία πρόσθετες ηλεκτρονικές συναλλαγές. Δηλαδή για να επωφεληθεί ο φορολογούμενος από το προσαυξημένο αφορολόγητο θα πρέπει να έχει περισσότερες ηλεκτρονικές συναλλαγές από όσες προβλέπονται σήμερα. Με τον τρόπο αυτό υπολογίζουν στο οικονομικό επιτελείο ότι δεν θα διαταραχθεί η ισορροπία του προϋπολογισμού, εκτιμώντας ότι έτσι θα μπορούν να πείσουν τους θεσμούς για τη διατήρησή του στα σημερινά επίπεδα, συρρικνώνοντας ταυτόχρονα τη φοροδιαφυγή, κυρίως στον τομέα του ΦΠΑ, που ξεπερνάει τα 6 δισ ευρώ ετησίως.
Σε δύσκολο γρίφο έχει αναδειχθεί για την κυβέρνηση η νέα φορολογική κλίμακα καθώς η διατήρηση του αφορολογήτου σε συνδυασμό με τη μείωση του εισαγωγικού συντελεστή μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια εσόδων. Με τις αλλαγές που εξετάζονται ο μειωμένος από το 22% στο 9% κατώτατος συντελεστής φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων θα ισχύσει για εισοδήματα μέχρι 10.000 ευρώ. Για όσους έχουν παιδιά, το αφορολόγητο όριο θα προσαυξάνεται κατά 1.000 ευρώ. Πρόθεση της κυβέρνησης είναι η νέα φορολογική κλίμακα να εφαρμοσθεί από το 2020 ωστόσο το μεγάλο κόστος που επιφέρει στον προϋπολογισμό δεν αποκλείεται να μεταθέσει για το 2021 τις αλλαγές στη φορολογική κλίμακα.
Στα επόμενα χρόνια
– Μείωση του ΦΠΑ με καθιέρωση δύο συντελεστών, 11% και 22%, από 13% και 24% σήμερα. Οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι κάθε μονάδα μείωσης του ΦΠΑ κοστίζει στον προϋπολογισμό περίπου 0.5% του ΑΕΠ. Το μέτρο δεν αναμένεται να εφαρμοσθεί πριν το 2022.
– Κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος. Και το μέτρο αυτό θα εφαρμοσθεί σταδιακά από το 2021 και μετά.
– Σταδιακή κατάργηση της έκτακτης εισφοράς αλληλεγγύης, η οποία καθιερώθηκε με το άρθρο 29 το ν. 3986/2011 στα εισοδήματα άνω των 12.000 ευρώ των φυσικών προσώπων και η οποία θα έπρεπε να έχει καταργηθεί στα τέλη του 2014. Η σταδιακή μείωση θα ξεκινήσει από το 2021 και μετά