Μυστική χρηματοδότηση του πρακτορείου Reuters από την βρετανική κυβέρνηση, τις δεκαετίες 1960 και 1970, αποκαλύπτουν αποχαρακτηρισμένα κυβερνητικά έγγραφα.
Η κυβέρνηση της Βρετανίας χρηματοδοτούσε το πρακτορείο Reuters, στο πλαίσιο μιας οργανωμένης αντισοβιετικής προπαγάνδας, όπως προκύπτει από τα σχετικά αρχεία. Για να αποκρύψει την ροή του χρήματος, η Βρετανία χρησιμοποιούσε ως ενδιάμεσο προκάλυμμα συνδρομές του BBC προς το Reuters. Το σχέδιο είχε συλληφθεί από το Τμήμα Πληροφοριών και Ερευνών (IRD), έναν σκιώδη κλάδο του υπουργείου Εξωτερικών της Βρετανίας, που είχε δημιουργηθεί το 1948, για την αντιμετώπιση της προπαγάνδας της Σοβιετικής Ένωσης και δημιουργούσε κρυφά αντι-κομουνιστικό υλικό.
Τα χρήματα δίνονταν μέσω συνδρομών στο Reuters από το BBC και χρησιμοποιήθηκαν για την δημοσιογραφική κάλυψη του Reuters σε Λατινική Αμερική και Μέση Ανατολή. Το σχέδιο είχε εγκριθεί από τον Σερ Τσαρλς Κούραν, τότε επικεφαλής των Υπηρεσιών Εξωτερικού του BBC και αργότερα γενικό διευθυντή της εταιρείας. Μόνο δύο υψηλόβαθμα στελέχη του προσωπικού γνώριζαν για τον πραγματικό σκοπό πίσω από την παχυλή συνδρομή του BBC στο Reuters.
Το BBC θα πλήρωνε το Reuters και θα αποζημιωνόταν για αυτό από το κρατικό θησαυροφυλάκιο. O Σερ Τσαρλς είχε προειδοποιήσει το υπουργείο Εξωτερικών ότι οποιοδήποτε ποσό άνω των 30.000 λιρών ετησίως θα φαινόταν ύποπτο. Ωστόσο το BBC συμφώνησε τελικώς να καταβάλει 350.000 λίρες σε βάθος τεσσάρων ετών. Σε διαβαθμισμένο έγγραφο του 1969 αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Είμαστε πλέον στη θέση να συνάψουμε μια συμφωνία παροχής διακριτικής κυβερνητικής στήριξης στις υπηρεσίες του Reuters στη Μέση Ανατολή και στη Λατινική Αμερική». Το έγγραφο είχε τον χαρακτηρισμό του «Απόρρητου» με τίτλο «Χρηματοδότηση του Reuters από την HMG (σ.σ Μεγαλειοτάτη)».
Το 1969 Reuters χρειαζόταν ρευστό για να επεκταθεί στην Μέση Ανατολή σε μία ιστορική συγκυρία που η Βρετανία επιδίωκε να ενισχύσει την επιρροή της ενάντια στην Σοβιετική Ένωση, με ειδησεογραφικές υπηρεσίες σε όλον τον κόσμο. Μέχρι το 1969 η κρυφή χρηματοδότηση άγγιζε τις 245.000 και την διετία 1969 - 1970 έλαβε επιπλέον 100.000 λίρες.
«Η νέα σχέση που εγκαθιδρύθηκε με το Reuters στη Μέση Ανατολή και τη Λατινική Αμερική μπορεί να οδηγήσει σε πολύτιμη εύνοια και συνεργασία με το πρακτορείο σε παγκόσμια κλίμακα», σημείωνε στο έγγραφο ο Τζον Πεκ, πρώην επικεφαλής του IRD. Αν και το τμήμα δεν έκανε άμεσες παρεμβάσεις στο υλικό, με την χρηματοδότηση ήταν βέβαιο πως θα αποκτούσε την απαραίτητη επιρροή.
Η ροή του χρήματος είχε επισημανθεί και σε ένα ιστορικό βιβλίο του 1992 με τίτλο: «Η Δύναμη των Ειδήσεων: Η Ιστορία του Reuters». Τα έγγραφα αναφέρουν ότι το Reuters «θα μπορούσε να παρέχει και θα παρείχε» τα ζητούμενα από την βρετανική κυβέρνηση.
«Πολλοί ειδησεογραφικοί οργανισμοί λάμβαναν κάποιας μορφής κρατική επιχορήγηση μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο», τόνισε ο Ντέιβιντ Κρούντγουελ, δήλωσε νωρίτερα εκπρόσωπος του Reuters. «Ωστόσο η συμφωνία του 1969 δεν ήταν σε εναρμόνιση με τις Αρχές Εμπιστοσύνης που έχουμε και δεν θα το κάναμε αυτό σήμερα», παραδέχτηκε, διαβεβαιώνοντας πως παρότι το Reuters προσφέρει μέχρι και σήμερα τις υπηρεσίες του επ' αμοιβή ακόμα και σε κυβερνήσεις, καμία δεν ασκεί τον παραμικρό έλεγχο στο υλικό του.
Εκπρόσωπος του BBC περιορίστηκε στο να σχολιάσει πως «το καταστατικό του BBC εγγυάται συντακτική ανεξαρτησία ασχέτως του αν η χρηματοδότηση προέρχεται από την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ή εμπορικές πηγές», ενώ εκπρόσωπος της βρετανικής κυβέρνησης αρνήθηκε να κάνει κάποιο σχόλιο μετά τις αποκαλύψεις.
Το Reuters, ιδρύθηκε στο Λονδίνο το 1851 και πλέον έχει περάσει στην ιδιοκτησία της Thomson Reuters με έδρα το Τορόντο.
Με πληροφορίες από BBC και Reuters
σχόλια