Το κίνητρο είναι σοφά μετρημένο: ένα κείμενο όπου ο σκηνοθέτης μπορεί να βρει πράγματα που αφορούν τον εαυτό του στην παρούσα φάση. Και όχι Σοφοκλής ή Αισχύλος, αλλά μικρά βήματα που επιτρέπουν στέρεο πάτημα. Κάπως έτσι ο Θωμάς Μοσχόπουλος επέλεξε να σκηνοθετήσει για το Εθνικό Θέατρο στην Επίδαυρο την Άλκηστη του Ευριπίδη, ένα κείμενο που δεν το λες τραγωδία αλλά σίγουρα ούτε και κωμωδία. Εντέλει, είναι ένα λίγο σαρκαστικό, λίγο πικρό σχόλιο για το δίπολο που περιγράφει τη ζωή μας. Γι' αυτό αποφάσισε να πατήσει ακριβώς στην ισορροπία που φέρει το κείμενο: «Κρατώ το εναγώνιο ζύγισμα του ανθρώπου μεταξύ του κωμικού και του δραματικού στο θέμα του θανάτου. Η ιστορία της ζωής του καθενός μας είναι αυτή: πώς και με ποιον τρόπο προσπαθεί να αποφύγει ή να αντιμετωπίσει την ιδέα του θανάτου και, κυρίως, το φόβο του θανάτου.»
Η ιστορία της Άλκηστης που προθυμοποιείται να πεθάνει στη θέση του Άδμητου (το μεγαλείο του όποιου ηρωισμού καταργείται αυτομάτως από τον όρο της: να μην υπάρξει άλλη γυναίκα στη ζωή του) υπογραμμίζει την έννοια της αμφισημίας σήμερα. «Για κάποιον λόγο την αναγνωρίζω στη ζωή μου και στη ζωή γύρω μου. Έχουμε τη μεγάλη ανάγκη εξιδανίκευσης των πραγμάτων, προσπαθούμε να φτιάξουμε ένα παραμύθι διαφορετικό από τη ζωή μας και να το υπηρετήσουμε. Δεν μπορούμε όμως να το ζήσουμε και έτσι έχουμε την ανάγκη να το ανακατασκευάσουμε». Στην Άλκηστη, αντιμέτωποι είναι ο Απόλλωνας και ο θάνατος, ο μόνιμος διάλογος για το τέλος. Το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά όταν εγκαινιάστηκε ο Παρθενώνας, λίγο πριν τον Πελοποννησιακό Πόλεμο και, προφανώς, έχει και πολιτικό θέμα, τη δημοσιοποίηση της ιδιωτικής ζωής του ηγέτη: «Ο Άδμητος είναι ένας άνθρωπος διαλλακτικός, που ζει με άξονα την αρμονία, είναι φιλικός προς τους ξένους, ταυτίζεται με την προσωπικότητα του Περικλή. Και ξαφνικά, όταν του χτυπά την πόρτα το δίλημμα να πεθάνει αυτός ή κάποιος άλλος, γίνεται εγωιστής, αδύναμος, μικρόψυχος, αποκαθηλώνεται πλήρως».
Ο Θωμάς Μοσχόπουλος εξελίσσει ουσιαστικά το ιδίωμα που απέκτησε πέρσι με τις Βάκχες και έχει το χώρο να το κάνει καθώς συνεργάζεται με ηθοποιούς που γνωρίζει καλά όπως η Μαρία Σκουλά, ο Αργύρης Ξάφης, ο Χρήστος Λούλης, η Μαρία Πρωτόπαππα κ.ά. Οδηγήθηκαν σε μια εκλεπτυσμένη φόρμα, χρησιμοποιώντας τους κώδικες του αρχαίου δράματος αλλά και εισάγοντας μια διάθεση εφευρετικότητας, όπως, για παράδειγμα, με τα προσωπεία που φορούν οι ήρωες (όχι ακριβώς μάσκες). Μια άλλη δύναμη που ορίζει την παράσταση είναι η μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή, που έδωσε το ρυθμικό τέμπο για το «κούρδισμα» της παράστασης. Άλλωστε, η πρώτη σκηνή είναι τραγουδισμένη σχεδόν σαν όπερα. «Συνυπάρχει το ρεαλιστικό στοιχείο, μαζί με αυτό το βήμα που κάνει ο Ευριπίδης προς το ρεαλισμό, σε μόνιμη σύγκρουση με μια άκαμπτη φόρμα. Υπάρχει μόνιμα μια αναίρεση, σαν να προσπαθούμε να φτιάξουμε τα ιδανικά αγάλματα που έφτιαχναν οι Αθηναίοι στον 5ο αιώνα π.Χ. Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι οι Αθηναίοι δεν είχαν τέτοιους κοιλιακούς...». Γελάμε καθώς χρησιμοποιεί το παράδειγμα, για να δείξει πως την ίδια στιγμή που οι Αθηναίοι αισθάνονταν το κέντρο του κόσμου, εμφανίστηκε μια νέα πραγματικότητα για να τους δείξει ότι δεν είναι. «Μια μικρή άνοιξη που δεν κράτησε αλλά την κουβαλάμε ακόμα στις αποσκευές μας».
σχόλια