Αμνηστία από την Αλβανία

Αμνηστία από την Αλβανία Facebook Twitter
Φωτό: Σπύρος Στάβερης.
0

Τον Μπουγιάρ Αλιμάνι τον είχαμε ξαναπαρουσιάσει στις σελίδες της LifΟ πριν από περίπου τρία χρόνια, όταν μαζί με άλλους έξι νέους σκηνοθέτες (τη Μαργαρίτα Μαντά, τον Άρη Μπαφαλούκα, τον Σύλλα Τζουμέρκα, τον Παναγιώτη Φαφούτη, τον Χρήστο Νικολέρη και τον Βαρδή Μαρινάκη) γύρισαν μια μεγάλου μήκους ταινία στο πλαίσιο του project «Generation Next» του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Από τότε αυτή η ομάδα νέων κινηματογραφιστών αποτέλεσε τον πυρήνα του «νέου ρεύματος» στον ελληνικό κινηματογράφο. Το θέμα της ταινίας ήταν η ανάδειξη αυτών των νέων δημιουργών τη στιγμή που οι ίδιοι ήταν στη διαδικασία δημιουργίας της πρώτης τους μεγάλου μήκους ταινίας. Τότε ήταν που ο Μπουγιάρ βρισκόταν στο στάδιο προετοιμασίας της Αμνηστίας και φέτος, εν έτει 2011, τα έχει ήδη καταφέρει!

Ο Μπουγιάρ είναι αλβανικής καταγωγής. Στα 22 του χρόνια, το 1992, ξεκίνησε να έρθει στην Ελλάδα με τα πόδια από την Αλβανία. Μέρες ολόκληρες κράτησε η μυθιστορηματική του απόδραση, αφού διέσχισε βουνά και δύσβατα μονοπάτια. Τελικά, έφτασε και έμεινε στην Ελλάδα πριν από 20 χρόνια, αν και αυτό δεν ήταν το αρχικό του πλάνο. «Είχα σκοπό να επιστρέψω. Τώρα, το πού θα επέστρεφα και τι θα έκανα δεν το ήξερα στα σίγουρα. Συχνά φτιάχνουμε μια πορεία στη ζωή μας και την έχουμε σαν χάρτη. Τον χάρτη αυτόν, όμως, φαίνεται ότι δεν τον ακολουθούμε ποτέ». Έχοντας σπουδάσει σκηνοθεσία θεάτρου και ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών των Τιράνων, ασχολήθηκε για αρκετά από τα πρώτα χρόνια της παραμονής του εδώ με διάφορες δουλειές (ξεφόρτωνε αμπάρια, σέρβιρε καφέδες). Από κάποια στιγμή κι έπειτα, όμως, ο κινηματογράφος τον κέρδισε ολοκληρωτικά. Το 1996 γνώρισε δύο σκηνοθέτες, τον Γιώργο Κόρρα και τον Χρήστο Βούπουρα, που ετοίμαζαν τότε το Μιρουπάφσιμ, και του πρότειναν να γίνει βοηθός σκηνοθέτη στην ταινία τους. «Δίπλα σε αυτούς τους ανθρώπους γνώρισα το σινεμά και τους θεωρώ δασκάλους μου. Πλάι τους ήταν σαν να φοίτησα στην καλύτερη ακαδημία κινηματογράφου», λέει ο Μπουγιάρ, ο οποίος αμέσως μετά γύρισε τρεις δικές του ταινίες μικρού μήκους που βραβεύτηκαν σε ελληνικά και ξένα φεστιβάλ: το Υγραέριο, την Πυξίδα και το Κατώι.

Η Αμνηστία έχει γυριστεί σε συνεργασία με τον Θάνο Αναστόπουλο (Φαντασία Οπτικοακουστική) και τον Γάλλο Guillaume de Seille (Arizona Films). Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ο Μπουγιάρ Αλιμάνι και η κόρη του είχαν κάποιους ρόλους στην ταινία του Αναστόπουλου Διόρθωση, η οποία έκανε επίσης τη διεθνή της πρεμιέρα στο Φόρουμ του Φεστιβάλ Βερολίνου το 2008. H ταινία του έχει συνολικό προϋπολογισμό 800.000 ευρώ και ενισχύθηκε από το Αλβανικό Κέντρο Κινηματογράφου, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Eurimages. Να σημειωθεί ότι αρχικά είχε κοπεί -και μάλιστα δύο φορές- από το Αλβανικό Κέντρο Κινηματογράφου. «Θυμάμαι χαρακτηριστικά, όταν περπατούσα κάπως πεσμένος ένα απόγευμα στους δρόμους των Τιράνων, τη δεύτερη φορά που κόπηκε η ταινία, να με πιάνει ο Αναστόπουλος από τους ώμους και να μου λέει: "Μη φοβάσαι, αυτό σημαίνει ότι θα γίνει μια πολύ καλή ταινία"», εκμυστηρεύεται ο Μπουγιάρ που δεν τα έβαλε κάτω και τον τελευταίο καιρό έχει γίνει το πρόσωπο της ημέρας στη χώρα του, αφού όλη η Αλβανία νιώθει ιδιαίτερα περήφανη -και δικαίως- για τη συμμετοχή της ταινίας του στην Μπερλινάλε.

«Αυτό που με χαροποιεί περισσότερο απ' όλα», λέει ο Μπουγιάρ, «είναι ότι η Αμνηστία έχει εμπνεύσει τη νέα γενιά των Αλβανών σκηνοθετών γιατί τους έχει δώσει ελπίδα ότι και εκείνοι μπορούν να τα καταφέρουν. Εγώ έγινα σκη- νοθέτης στην Ελλάδα και ανήκω σε αυτήν τη νέα γενιά των Ελλήνων σκηνοθετών που πολύ γρήγορα κατάφεραν και έκαναν την πρώτη τους ταινία».

Την ιδέα για την ταινία την είχε όταν διάβασε σε αλβανική εφημερίδα ότι βάσει ενός καινούργιου νόμου επιτρεπόταν για πρώτη φορά ερωτική επαφή ανάμεσα σε συζύγους στις φυλακές των Τιράνων. Κάπως έτσι, λοιπόν, δημιούργησε ένα ανορθόδοξο love story. Οι δύο πρωταγωνιστές της Αμνηστίας είναι η Έλσα και ο Σπετίμ, οι οποίοι επισκέπτονται τους συζύγους τους στις φυλακές. Η Έλσα είναι μια μοναχική γυναίκα με δύο παιδιά και ο Σπετίμ είναι ένας τύπος που δεν κάνει τίποτ' άλλο από το να δουλεύει και να περνά τον ελεύθερο χρόνο του βλέποντας τσόντες και πίνοντας κονιάκ. Γνωρίζονται στις φυλακές, όπου επισκέπτονται τους συζύγους τους, και αναπτύσσεται ανάμεσά τους μια ερωτική και ζεστή σχέση. «Η Έλσα και ο Σπετίμ κουβαλάνε τις ιστορίες πολλών ανθρώπων που γνώρισα στην πατρίδα μου. Οι ήρωες προέρχονται από το βαθύ περιθώριό της, εκεί όπου οι άνθρωποι αγαπούν, πονάνε, ταξιδεύουν», λέει ο Μπουγιάρ. «Και οι δυο τους έχουν κάθε λόγο να μην είναι μαζί και όλους τους λόγους να είναι μαζί. Η γυναίκα προσπαθεί να αναγεννηθεί μέσα από τον έρωτα και ο άντρας να βρει τον χαμένο του εαυτό. Η παλιά Αλβανία συγκρούεται με την καινούργια και το ηθικό παλεύει με το πάθος».

Ο Μπουγιάρ ως καλλιτέχνης συγκινείται από τις ιστορίες καθημερινών ανθρώπων και στις ταινίες του αποφεύγει τα τεχνάσματα. Πιστεύει στην απλότητα και λέει ότι «μέσα στη ταινία φαίνεται η Αλβανία, μια χώρα που αυτήν τη στιγμή προσπαθεί να ορθοποδήσει από την κατάρρευση του κομμουνισμού και ζει μεγάλες αλλαγές. Δεν προσπάθησα καθόλου να ωραιοποιήσω τη κατάσταση». Παρότι η ταινία είχε πολλές δυσκολίες, καθώς μερικά από τα γυρίσματα έγιναν σε φυλακές υψίστης ασφαλείας της χώρας, κατάφερε να την ολοκληρώσει μέσα σε μόλις 28 μέρες γυρισμάτων, διάστημα ρεκόρ για τα αλβανικά δεδομένα και όχι μόνο. «Πιστεύω σε αυτό που λέει και ο Γκοντάρ: "μια ταινία πρέπει να τελειώνει". Ο Winterbottom πώς κάνει δηλαδή έντεκα ταινίες μέσα σε εννιά χρόνια! Από αυτά θέλω να παραδειγματίζομαι, κι ας λένε ότι θέτω ψηλά τον πήχη». Επιμένει να γυρίζει σε φιλμ 35mm και όχι ψηφιακά, κι ας ορκίζεται ότι δεν ξέρει πώς βιδώνεται μια κάμερα και τις διαστάσεις των φακών.

Οι συντελεστές της ταινίας είναι στην πλειοψηφία τους Αλβανοί αλλά και Έλληνες, με διευθυντή φωτογραφίας τον Ηλία Αδάμη. Η πρωταγωνίστρια της Αμνηστίας είναι η Λούλι Μπίντρι, που είναι ηθοποιός του θεάτρου και μετανάστρια στο Τορίνο, ο πρωταγωνιστής είναι ο Καραφίλ Σένα, που ζει στην Ελλάδα και έχει παίξει στο θέατρο του Νέου Κόσμου. Ιδιαίτερα συγκινητική είναι η συμμετοχή του ηθοποιού της επιθεώρησης Τόντι Χούτσι, ο οποίος παίζει για πρώτη φορά σε κινηματογραφική ταινία.

Για το πόσο δύσκολο ήταν για έναν μετανάστη από την Αλβανία να καταφέρει να έχει μια καλλιτεχνική πορεία στην Ελλάδα ο Μπουγιάρ λέει: «Το πόσο δύσκολα πέρασα ως μετανάστης το ξέρω μόνο εγώ. Έχω ζήσει μέσα στην αγωνία της παράνομης διαμονής, έχω κοιμηθεί για μέρες σε παγκάκι έξω από τον Ηλεκτρικό του Πειραιά. Ένα πράγμα που μου έκανε εντύπωση όταν είχα πρωτοέρθει στην Ελλάδα ήταν η ταχύτητα των ανθρώπων. Είναι απίστευτο, νομίζεις ότι κάποια στιγμή κάποιος θα σταματήσει να σε κοιτάξει και αυτό δεν συμβαίνει ποτέ. Κι αυτό γιατί πρέπει κι εσύ να μπεις σε αυτό το ταξίδι των ανθρώπων και σε αυτήν τη ταχύτητα. Μόνο έτσι γίνεσαι συνοδοιπόρος. Αυτό το κατάλαβα ευτυχώς γρήγορα». Ο Μπουγιάρ τα τελευταία 12 χρόνια δουλεύει στο θέατρο Χώρα ως φροντιστής και τεχνικός.

Διάφορα
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Δ. Πολιτάκης / Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Μπορεί να έχει άμεση ανάγκη κάποιου είδους ανάπλασης η Πλατεία Εξαρχείων, το τελευταίο που χρειάζεται όμως είναι ένα μίζερο χριστουγεννιάτικο δέντρο με το ζόρι.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Β. Βαμβακάς / Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Οποιοσδήποτε απολογισμός της είναι καταδικασμένος στη μερικότητα, αφού έχουν συμβεί άπειρα γεγονότα που στιγμάτισαν τις ζωές όλων μας ‒ δύσκολο να μπουν σε μια αντικειμενική σειρά.
ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΜΒΑΚΑ
Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Β. Στεργίου / Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Αντί να βλέπουμε τη χώρα σαν άδεια πισίνα όπου πρέπει να γυρίσουν τα ξενιτεμένα της μυαλά για να γεμίσει, ας αλλάξουμε τα κολλημένα μυαλά σ' αυτόν εδώ και σε άλλους τόπους.
ΤΗΣ ΒΙΒΙΑΝ ΣΤΕΡΓΙΟΥ