> Γεννήθηκα στη Βέροια κι έμεινα εκεί μέχρι τα 18. Η μάνα μου είναι Κύπρια και ο πατέρας μου από τη Βέροια, με καταγωγή από την ανατολική Ρωμυλία. Άρα, είμαι Βουλγαροκύπριος. Στην Αθήνα ήρθα το 2008 και έκατσα μέχρι το 2009. Έμενα στην Κυψέλη. Αυτό είναι η Αθήνα μου.
> Ανεβοκατεβαίνω πάρα πολύ συχνά. Την αγαπούσα πάρα πολύ την Αθήνα μικρότερος. Τώρα μου βγάζει μια αποστροφή. Όποτε έρχομαι, ό,τι καλό σκέφτομαι για τον εαυτό μου διαγράφεται κατευθείαν. Επέρχεται ένα χάος. Αυτές οι επαφές που κάνω στην Αθήνα με τρώνε. Με πιάνουν όλα τα κόμπλεξ που είχα από παιδί. Ότι με κοιτάνε κάπως, ότι τους κοιτάω κάπως.
> Στη Βέροια είναι ο κύκλος μου. Δείχνει ο ένας στον άλλο το αυτοκίνητό του, τα πλακάκια στο σπίτι του, την γκόμενά του. Ως εκεί. Μετά μετράμε ποιος έξυσε πιο πολύ τ’ αρχίδια του. Ενώ εδώ θα πας να μιλήσεις με κάποιον και θα σου πάει αμέσως κόντρα. Έχω κι εγώ τις ανασφάλειές μου. Ήμουν στη Βέροια χθες κι ένιωθα ότι γαμάω και ήρθα εδώ και είμαι ποταπός. Αλλά θα ήθελα να μείνω εδώ. Στην Κυψέλη πάλι.
> Η Βέροια είναι το χειρότερο μέρος του σύμπαντος. Είναι ζοφερά. Αλλά την αγαπάω. Η Βαρκελώνη, πάλι, που έμεινα για λίγο καιρό, δεν είναι η φάση μου. Προτιμώ το Μιλάνο. Βιομηχανίλα, σκοτεινιά και δύο πάρκα να πας να τρέξεις. Αυτό το πράγμα με τη Βαρκελώνη, που πρέπει να είσαι όλο έξω, να πίνεις χόρτα, να γαμάς και να σε γαμάνε από το πρωί μέχρι το βράδυ και μετά να νιώθεις θεός... Ο Σκαρίμπας έμεινε για πάντα στη Χαλκίδα και δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από άλλους ποιητές.
> Αν κάτι άλλαξε στη ζωή μου έξω, ήταν ότι ο κόσμος δεν είχε την αίσθηση της μονιμότητας σε αυτό που έκανε. Π.χ. ξεκίναγαν από βοηθοί ιατρού, μετά έκαναν ένα master, δούλευαν σε εφημερίδα, μετά γνώριζαν μια γκόμενα και πήγαιναν να δουλέψουν σε μια ταβέρνα και ήταν το πιο φυσικό πράγμα. Εδώ δεν γίνεται αυτό. Ξεκινάς, κάνεις κάτι και πρέπει εκεί να δείξεις τα credentials σου. Κάνεις κάτι επί είκοσι πέντε χρόνια συνέχεια. Οι ζωές των ανθρώπων είναι πολύ random. Το πιο πιθανό στη ζωή είναι να πεις μια μέρα «βαρέθηκα».
> Μικρός μ’ έστειλε ο πατέρας μου να κάνω αρμόνιο και από εκεί ξεκίνησαν όλα. Το πρώτο σοκ το έπαθα με τους Nirvana. Δεν νιώθω ότι είχα κάνα ταλέντο, απλά ασχολήθηκα. Μετά από καιρό κατάλαβα πως αυτά που άρεσαν στον πατέρα μου ήταν μαλακίες και αυτά που δεν του άρεσαν ήταν ωραία. Είχε τα στάνταρ, Pink Floyd, Beatles, Uriah Heep. Το καλό που μου έχει κάνει ήταν ότι είχε δίσκους του Lucio Battisti. Ζήλευα πάρα πολύ τα παιδιά στο σχολείο που είχαν αδέρφια και αυτά τους μάθαιναν μουσική. Μου έχουν μείνει πολλά κόμπλεξ από τότε.
> Πού βρίσκεις τον Larry Gus ανάμεσα στα samples; Τελευταία διαβάζω Μπόρχες. Έχει ένα κείμενο που μιλάει για έναν συγγραφέα ο οποίος θέλει να γράψει τον Δον Κιχώτη, και τι κάνει; Πάει να ζήσει τη ζωή του Θερβάντες. Όταν συνειδητοποιεί ότι δεν γίνεται αυτό, αντιγράφει ακριβώς τον Δον Κιχώτη. Και μετά ο Μπόρχες αραδιάζει δύο ίδιες παραγράφους, και σου λέει: είναι ξεκάθαρο πως η δεύτερη παράγραφος είναι καλύτερη. Όλα τα πράγματα αλλάζουν ανάλογα με τις εποχές και τις συνθήκες. Γι αυτό βλέπεις τώρα και τον Gonjasufi να έχει σουξέ, κάνοντας ένα rewriting των παλιών επιτυχιών που απλά τα έβαλε σε μια ταιριαστή σειρά. Είναι τέλειο αυτό. Στο «Entroducing» ο DJ Shadow τον λέει ξεκάθαρα: «Δεν είμαι εγώ που παίζω τη μουσική, αλλά η μουσική βγαίνει από εμένα. Δηλαδή, εγώ έχω περάσει μια ζωή και ακούω δίσκους και βγαίνουν αυτά από μόνα τους».
> Όσο εκτιμώ τη μελωδία δεν πρόκειται να εκτιμήσω τίποτα. Η κιθάρα της Τζόνι Μίτσελ ή το σαξόφωνο του Κολτρέιν είναι ό,τι ανώτερο. Όμως, γιατί δεν είναι ωραίο αυτό που θα κάνει κάποιος που δεν είναι μουσικός; Είναι όπως η δουλειά του μεταφραστή. Όταν μεταφράζεις Προυστ, εκείνη τη στιγμή είσαι ο Προυστ.
> Έχω περάσει από όλα τα στάδια, αλλά με αυτό που έχω δέσει περισσότερο είναι να παίρνω τα samples και να κάνω κάτι με αυτά. Έχω περάσει και τη φάση να γράφω τα δικά μου, αλλά δεν μου πήγαινε τόσο καλά. Για τον τελευταίο δίσκο έγραψα 3.500 samples και τα έβαλα από εδώ και από εκεί. Και μετά, κάποια στιγμή, λες «είναι δημιουργικό αυτό ή δεν είναι;». Είναι πολύ στενά τα όρια μεταξύ της τέχνης και της επιστήμης, μεταξύ του σημείου που εκφράζεσαι και δεν εκφράζεσαι.
> Με τη δουλειά γίνεσαι καλός. Το μόνο που κάνω τελευταία είναι να δουλεύω. Δεν κάνω τίποτα άλλο. Αν αφιερώσεις όλο σου τον χρόνο στη δουλειά, σκέφτεσαι πως όταν φτάσεις σε ένα σημείο, αυτό θα είναι αληθινό. Ως εκεί σε πήγε η δουλειά. Και στη μουσική μπορείς να έχεις τις γνωριμίες σου ή να σε ευνόησε η συγκυρία, αλλά η καλή μουσική φτιάχνεται από κάποιον που έχει καεί για να την κάνει. Εσύ μπορείς να πιάσεις τώρα το Appleton σε ένα PC, να γράψεις ένα κομμάτι και να «κλάσειu187 » το σύμπαν, αλλά η διάρκεια είναι μόνο θέμα δουλειάς. Όπως με τις ταινίες του Γούντι Άλεν: μπορεί να μη σου αρέσουν, αλλά δεν μπορείς να πεις ότι ο άνθρωπος δεν δουλεύει. Οι Animal Collective, σου αρέσουν δεν σου αρέσουν, κάθε χρόνο βγάζουν ένα άλμπουμ, ο Caribou αλλάζει διαρκώς το στυλ του.
> Θα ήθελα να έχω την εικόνα του τρελού καλλιτέχνη ή επιστήμονα. Μου αρέσει να έχω την εικόνα του ανθρώπου που ξέρει τι κάνει και ζω πολύ πεζά: ξυπνάω το πρωί, τρώω πρωινό, πάω να δουλέψω, πάω με το ποδήλατο μια βόλτα, τρώω με τη μάνα μου και μετά ξανακάθομαι να δουλέψω. Και διαβάζω. Έχω φτάσει σε ένα σημείο που νομίζω πως μόνο οι λογοτέχνες και οι συγγραφείς υπάρχουν.
> Δεν ξέρω αν είμαι εναλλακτικός. Λένε ότι χίπστερ είναι αυτός που λέει ότι δεν είναι χίπστερ. Ζηλεύω αυτούς που έχουν κλασική παιδεία. Αυτούς που έμαθαν γαλλικά και έχουν διαβάσει χιλιάδες βιβλία. Ζηλεύω τους μορφωμένους ανθρώπους. Νιώθω πολύ μοναξιά. Ειδικά μερικές φορές πάνω στη σκηνή, όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά. Νιώθω ότι αν είχα κάποιον άλλο μαζί μου, αυτό το βάρος της σκατίλας θα είχε διασκορπιστεί πολύ καλύτερα.
> Μόνο η λογοτεχνία με επηρεάζει στη μουσική. Διάβασα το Ζωή: Οδηγίες Χρήσεως του Ζορζ Περέκ, που έχει ως κεντρικό θέμα μια πολυκατοικία και αναφέρεται σε κάθε διαμέρισμά της και στο πώς σχετίζεται αυτό με τον πρωταγωνιστή. Είναι ο κόσμος όλος. Είναι το άπειρο εκεί μέσα. Υπάρχει αντιστοιχία σε αυτό που κάνω και σε αυτό που διαβάζω. Γιατί έχω μαζέψει μικρά ηχάκια από δω και από εκεί και τα χρησιμοποιώ όπου μπορώ. Και μετά ήρθε ο Μπόρχες και είπε ότι αν ένας άνθρωπος ζούσε για πάντα, θα έκανε τα πάντα. Θα είχε γράψει και την Οδύσσεια και τον Οδυσσέα. Όταν γράφω νιώθω ότι πρέπει να εξαντλήσω τις επιλογές μου, ώστε να ξέρω ότι έκανα όσο περισσότερα πράγματα μπορούσα. Δεν γίνεται αυτό, αλλά έχεις την ψευδαίσθηση ότι γίνεται. Με έχει κάψει η λογοτεχνία.
σχόλια