Μέχρι περίπου τα 7, νόμιζα ότι λεωφορεία ήταν τα ταξί, γιατί η μάνα μου, παρότι φιλότιμη και καλοπροαίρετη, ήταν ταυτόχρονα καλομαθημένη και με μια βαθιά αίσθηση ότι άξιζε περισσότερα από αυτά που η πραγματικότητα τής έδινε το δικαίωμα να διεκδικεί. Στεκόταν, λοιπόν, κάθε φορά, μετά τα ψώνια στα μαγαζιά, στη στάση και ανακοίνωνε πως τώρα θα περιμένουμε το λεωφορείο για να γυρίσουμε σπίτι. Πέντε (επτά, το πολύ) λεπτά αργότερα βρισκόμασταν καθισμένοι στο πίσω κάθισμα του πρώτου ταξί που είχε περάσει από μπροστά μας - μια παράκαμψη από το αρχικό πλάνο που πάντα έμενε ασχολίαστη από τη μαμά, εξού και η χρόνια περιέργειά μου για το πώς λέγονται αυτά τα μπλε μακρινάρια στους δρόμους, που μοιάζουν με τρόλεϊ χωρίς κεραίες. Μη γελάς, λεφτά δεν είχαμε για το ρεύμα, αλλά η μάνα μου κυκλοφορούσε πάντα με ταξί.
Στα 11 την πήραν οι δικοί της και πήγαν διακοπές στην Αίγινα. Είχανε φτύσει αίμα όλο τον χειμώνα, αλλά από λεφτά τίποτα κι εκείνοι, οπότε έπρεπε να βρουν ένα μέρος απ’ όπου, στην ανάγκη, να γυρίζεις και κολυμπώντας. Η μάνα μου έφτασε σαν έτοιμη από καιρό. Ήταν το μοναχοπαίδι που κοιμόταν αγκαλιά με τον Θησαυρό της Βαγίας κι ύστερα έβλεπε όνειρο ότι έτρωγε ντομάτες γεμιστές και ώριμα σύκα, μαυρισμένη γκάγκανο, σε μια αυλή με κληματαριά. Κι ύστερα πηδούσε απ’ το παράθυρο, μέσα στο λιοπύρι, για να βρει την παρέα που την περίμενε, γιατί μόνο εκείνη μπορούσε να διαβάσει τον χάρτη για το σεντούκι με τον θησαυρό.
Ένα μεσημέρι τον βρήκαν. Η μάνα μου, φυσικά, δεν ήταν γκάγκανο, ήταν απλώς κατακόκκινη και καμένη - όπως και κάθε καλοκαιρινή μέρα, μέχρι τη χρονιά που αποφάσισε ότι το κάτασπρο δέρμα της δεν θα κόντραρε ποτέ ξανά τον ήλιο. Και ο θησαυρός δεν ήταν σε σεντούκι, ήταν ξαπλωμένος στο χώμα, στο ξεροχώραφο με τις φιστικιές, όπου έπαιζε με τα τρία αγόρια που είχε μαζέψει από τα πρωινά μπάνια στην Αγία Μαρίνα. Είχε χωθεί με το έτσι θέλω ανάμεσά τους, εκεί που έπαιζαν μπάλα με τέρμα από μπουκάλια της κόκα-κόλα στην παραλία. Τη δεύτερη μέρα τούς άλλαξε τους κανόνες του παιχνιδιού και την τρίτη αποφάσισε ότι είχε ερωτευτεί τον μεγαλύτερο από τους τρεις, τον Παντελή, ένα 12χρονο με τσακισμένα καλάμια που σίγουρα δεν είχε μυαλό τότε για κορίτσια, αλλά ήξερε ν’ αναγνωρίζει ένα καλό τάκλιν.
Η μάνα μου κλότσαγε κι εκείνος έτρεχε σαν παλαβός, περισσότερο για να τη ρίξει κάτω από θυμό, παρά για να την αγκαλιάσει. Εκείνο το μεσημέρι, αφού πήδηξαν οι τέσσερις τον φράχτη με τα σκουριασμένα σύρματα, γλιτώνοντας με μερικές γρατζουνιές, την είδαν. Μια τρίαινα, κανονική, λοξά ριγμένη στη μέση του χωραφιού, με ξύλινο κοντάρι και μακριά σιδερένια δόντια που φαίνονταν πια φτιαγμένα περισσότερο από σκουριά παρά από μέταλλο. Οι παρατρεχάμενοι του Παντελή, ο ένας αδερφός του, έτρεξαν σαν συνεννοημένοι, την άρπαξαν από δυο μεριές και προσπάθησαν να τη σηκώσουν από το χώμα, σκορπίζοντας δεξιά κι αριστερά τις πέτρες που είχαν αρχίσει να τη σκεπάζουν. Οι άλλοι δύο ακολούθησαν κατά πόδας, εκείνη μπροστά, ο άλλος πίσω, κι έφτασαν στο σημείο ακριβώς τη στιγμή που τα δόντια ξεκόλλαγαν από το έδαφος, σαν χέρι του Ποσειδώνα-Ρόμποκοπ που είχε έρθει να ξεκαθαρίσει την κατάσταση στα παλιά του λημέρια. Τη στιγμή, δηλαδή, που οι μπόμπιρες, μετά βίας ενήλικοι και οι δύο μαζί, συνειδητοποιούσαν ότι το εγχείρημα τούς ξεπερνούσε σε δύναμη και σε βάρος κι ετοιμάζονταν ν’ αφήσουν το εύρημα να πέσει ξανά στη γη - Κύριος οίδε προς ποια πλευρά και με πόση δύναμη.
Η μάνα μου διηγείται πάντα τι συνέβη, στάζοντας μέλι από τα μάτια. Ο πατέρας μου την ακούει με χαμηλωμένο κεφάλι και με μια έκφραση απόγνωσης που είναι πια αργά και δεν μπορεί ν’ αλλάξει την κουβέντα. «Ο πατέρας σας», λέει η μαμά, «κατάλαβε ότι η τρίαινα θα έπεφτε να με πλακώσει κι έτρεξε να την πιάσει από τα χέρια τους για να με σώσει. Όμως την ίδια ώρα τρόμαξαν οι άλλοι δύο ότι θα τον έβρισκαν στο μάτι και την πέταξαν προς την αντίθετη μεριά, εκεί ακριβώς που στεκόμουν». Στο σημείο αυτό ο πατέρας μου πάντα έχει γείρει και λαγοκοιμάται ροχαλίζοντας επιδεικτικά και μόνο ο θείος Νώντας, όποτε βρίσκεται μπροστά, σηκώνει το κεφάλι και την κοιτάζει με ειλικρινή απορία. «Ξύπνα, μωρέ Λυδία. Να σώσει το τομάρι του έτρεχε ο προκομμένος, γιατί μια χαρά είχε δει πού θα έπεφταν τα δόντια». Κι η μάνα μου χαμογελάει.
Γι’ αυτήν, εκείνο το μεσημέρι ανάμεσα στις φιστικιές, της σημάδεψε, εκτός από το πρόσωπο (η χαρακιά ξεκινάει πάνω από την εξωτερική άκρη του δεξιού φρυδιού και φτάνει ως τα χείλη, χαϊδεύοντας την άκρη του ματιού, για να της θυμίζει πάντα πόσο τυχερή στάθηκε, να βλέπει τα παιδιά της) και το στήθος (λίγο δεξιότερα και θα ‘βρισκε την καρδιά, είπαν οι γιατροί στον πατέρα της, που έχασε εκείνο το απόγευμα δέκα χρόνια από τη ζωή του κι άλλα δέκα από τη σύνταξη, για να πληρώσει τους καλύτερους γιατρούς και να μηνύσει τον ιδιοκτήτη του χωραφιού, που το ‘χε ξέφραγο αμπέλι) και ολόκληρη τη ζωή της.
Τις μέρες που ακολούθησαν, είτε ξαπλωμένη στο φορείο του Κέντρου Υγείας του νησιού, είτε μετά, στο κρεβάτι του νοσοκομείου στην Αθήνα, μετά την πρώτη, δεύτερη, τρίτη πλαστική, κράταγε το χέρι του πατέρα μου, με τα τσακισμένα καλάμια, και του χαμογελούσε με όλο της το είναι, σαν να του έλεγε, μέρα και νύχτα, «σ’ ευχαριστώ». Την ίδια ώρα οι γονείς της ευχαριστούσαν τον Θεό που είχε σωθεί το παιδί τους, οι γονείς του ευχαριστούσαν τον Γιαχβέ που είχαν γλιτώσει τα παιδιά το έγκλημα εξ αμελείας και όλοι μαζί έβγαιναν καλόβολα από το δωμάτιο όποτε εκείνος εμφανιζόταν, πότε με τριαντάφυλλα και πότε με παγωτό, να της κάνει παρέα και να την ακούσει άλλη μια φορά να του λέει «εσύ είσαι ο ήρωάς μου, πάντα εσύ».
Το πίστευε και του το έλεγε τόσο καθαρά, με τόση βεβαιότητα πως έτσι είχαν έρθει τα πράγματα κι έτσι της άξιζαν, που στο τέλος το πίστεψε κι αυτός.
Μπορεί όχι τελείως, μπορεί όχι για τότε, αλλά πάντως αρκετά ώστε ν’ αποφασίσει ότι αφού δεν τα κατάφερε εκείνη τη φορά, θα το ‘κανε για όλη την υπόλοιπη ζωή τους...
σχόλια