ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ

ΒΓΑΛΕ ΑΠΟ ΜΕΣΑ ΣΟΥ Ο,ΤΙ ΚΡΥΒΕΙΣ Ή ΦΟΒΑΣΑΙ ΝΑ ΠΑΡΑΔΕΧΤΕΙΣ.
 
 

Όλοι έχουμε πράγματα που θέλουμε να τα βγάλουμε από μέσα μας. Αλλά διστάζουμε να τα παραδεχτούμε ακόμα και στους πιο κοντινούς μας ανθρώπους. Όμως, αμαρτία εξομολογημένη, αμαρτία δεν είναι...

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΣΕ ΙΑΤΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ Ή ΕΙΝΑΙ ΕΚΤΟΣ ΤΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΤΗΣ ΣΤΗΛΗΣ ΔΕΝ ΕΓΚΡΙΝΟΝΤΑΙ
ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΟΥ
20.6.2019 | 14:50

Αυτό ήταν όλο, τελικά.

Το κεφάλι μου είναι καζάνι. Βράζει, βράζει, βράζει..Σκέφτομαι, αναλύω, σκάει η ψυχή μου. Μιλάω μόνη μου, γιατί όταν ακούγονται αυτά που σκέφτεσαι, καμιά φορά ελαχιστοποιούνται.'Εχω ένα μικρό κόμπο στο στομάχι, προσπαθώ να τον λύσω, παίρνοντας αναπνοές, ακούγοντας τη μουσική που γαληνεύει το πνεύμα μου.Χωρίσαμε. Σκέφτομαι και ξανασκέφτομαι για να ηρεμήσω το κεφάλι μου, πως ναι, οι άνθρωποι χωρίζουν. Πεθαίνουν κιόλας.Ηρεμώ. Για λίγο. Έχω κατανοήσει πολύ καλά τους λόγους που δεν είσαι πλέον στη ζωή μου. Ναι, εσύ. Ό,τι πιο όμορφο ξεκίνησε στο 2019. Έριξα γερό αγώνα για να καθαρίσω το χώρο μέσα μου, για να υποδεκτώ το καινούριο μιας και η τελευταία μου Πριγκίπισσα, μου κάρφωσε το γοβάκι στην πλάτη φεύγωντας μετά από χρόνια συμβίωσης.Το τότε μου στοίχησε. Μου πήρε, ξεκάθαρα, όλα τα καλά μου στοιχεία, τον αυθορμητισμό μου, το χαμόγελό μου, μου στέρησε κομμάτια του εαυτού μου που ακόμα προσπαθώ να φέρω πίσω και εκείνα μου κάνουν νάζια. Το χειρότερο, είναι πως ό,τι μας συμβαίνει είναι επειδή το αφήσαμε να συμβεί. Είτε το πήραμε πρέφα και εθελοτυφλούσαμε μέχρι να τυφλωθούμε, είτε γιατί η εκάστοτε Πριγκίπισσα ήταν ό,τι πιο χειριστικό υπήρξε και εσύ, απλά ηλίθια.Μετά από μήνες που άρχισα να στέκομαι στα πόδια μου, που άρχισαν οι ανάσες μου να συμβαδίζουν με τη ζωή, που το κεφάλι μου δεν κρεμόταν συνέχεια κάτω, αποφάσισα να το σηκώσω...Εκεί, σε έναν καφέ αρχές του χρόνου, σήκωσα το βλέμμα μου και είδα το δικό σου φως. Θαμπό λίγο, ετερόφωτο. Αλλά, φως.Μαζί με δύο μάτια, ειλικρινά πανέμορφα και βαθιά. Και μεγάλα. Μεγάλα.Φοβόμουν τόσο πολύ το φως. Τόσα χρόνια στο σκοτάδι με αποκορύφωμα το σκοτεινότερο χρώμα του χωρισμού και ό,τι επιφέρει.Μιλήσαμε, με αναστάτωσες. Με ανακάτεψες. Σαν τις μπογιές που έχουμε χρόνια στην αποθήκη μήπως χρειαστεί να βάψουμε κάποιο σημείο του τοίχου που θα ξεφτίσει και όταν τις ανοίγεις, έχει διαχωριστεί το λάδι τους και το χρώμα έχει πετρώσει στον πάτο. Έτσι ήμουν και εγώ. Μιλούσαμε, είχα ξεχάσει πώς μπορείς να επικοινωνήσεις με έναν άλλον άνθρωπο που δε θύμιζε καθόλου τον άνθρωπο που είχες στη ζωή σου τόσα χρόνια. Με ανακάτεψες.Ήμουν τόσο τρομοκρατημένη μα το κρατούσα για την ψυχή μου. Αλλά συνάμα και τόσο θετικά αναστατωμένη. Καιρό είχα να νιώσω έτσι. Έκανα τόσο αργά βήματα, με έβλεπα πως έκανα βήματα γιατί το χεράκι σου το είχες στρέψει προς τα εμένα και εγώ δειλά δειλά το ακολουθούσα.Βγαίναμε, μιλούσαμε όλη μέρα, σε ρουφούσα και με ρουφούσες σαν να ήμαστε από άλλο πλανήτη και ένιωθα την κάψα στο στέρνο μου, πως θέλω να μάθω κι άλλα από σένα..κι' άλλα..κι' άλλα..Ένα μήνα πήγαινες με τα νερά μου, δεν με πίεσες ποτέ, μου έπιανες το χέρι, το έβαζες στην τσέπη του μπουφάν σου για να μην κρυώνω, έλεγες και μου το έσφιγγες και εγώ έγερνα το κεφάλι μου στον ώμο σου και κάναμε για ώρα βόλτα στην πόλη, με ζεστό καφέ στο χέρι και ας είχε παγωνιά..Είχα χρόνια να νιώσω πως είναι να λιώνουν δυο μάτια για μένα, να μιλάω να μιλαώ και να με κοιτάνε σαν παιδί και να μου λένε "Μη σταματάς, πες μου κι' άλλα.."Σου δώθηκα ολόκληρη μετά από δύο μήνες της γνωριμίας μας. Θυμάμαι ακόμα πόσο παιδικά και υπέροχα αισθάνθηκα όταν μου ζήτησες να γίνω το κορίτσι σου με αργές κινήσεις, καρφωμένα μάτια και μία αγκαλιά στο τέλος. Σαν έφηβη ένιωθα. Ξανάνιωθα, κυριολεκτικά.Και περνούσανε οι μέρες και γέμιζαν από σένα. Από τις στιγμές μας. Από τις συζητήσεις μας. Από το πανέμορφο σπίτι σου, από τα μέρη που στιγματίστηκαν και κάθε φορά που τα περνάω νιώθω ανατριχίλα. Ένιωθα τόσο οικεία. Ξάπλωνα στο στέρνο σου και ο ύπνος με έπαιρνε στο δευτερόλεπτο. "Πώς διάολο το κάνεις αυτό; Δεν έχω συναντήσει άνθρωπο που τον ύπνο τον έχει τόσο στο τσεπάκι του." ρωτούσες."Με ηρεμείς." απαντούσα.Που να ήξερες πως πρώτη φορά με νανούριζε χτύπος καρδιάς τόσο μελωδικά και πως εγώ με τον ύπνο δεν το έχω και ιδιαίτερα εύκολα.Μαγειρεύαμε μαζί και με φιλούσες στην κουζίνα, γελούσες τόσο δυνατά κάθε φορά που σκόνταφτα στο σπίτι σου, κάθε φορά που τρόμαζα από το αναθεματισμένο Airwick, από το θυροτηλέφωνο που κάθε πρωί ήταν ο ταχυδρόμος. Βάζαμε μουσική και χορεύαμε ημίγυμνες και γελούσες με το πόσο άθλια μπορώ να χορέψω, έκλεινες την τηλεόραση κάθε φορα που ήμουν στο μπάνιο και τραγουδούσα και όταν έβγαινα καθόσουν οκλαδόν στο πάτωμα με τσιγάρο και με άκουγες. Πόσο συζητούσαμε στις αρχές, ακόμα και η μουσική μας ενοχλούσε. Έπιανα πως φωτογράφιζες με τα μάτια σου, το πρόσωπό μου κάθε φορά που με φώτιζε το ημίφως από τα κεριά. Και ενώ μιλούσα και γελούσα και σου έλεγα ιστορίες, πολλές φορές δεν με άκουγες και σαν παιδί άγγιζες με το ακροδάχτυλο σου τα λακάκια μου. Σιωπηλή. Μα με τόσα λόγια χωρίς ήχο. Στήναμε το σπίτι σου μαζί, πόσο γέλιο κάναμε όταν ήσουν σκαρφαλωμένη στη σκάλα για να βάλουμε αυτές τις κουρτίνες. Μα πόσο χαρούμενη ήσουν όταν τις πήραμε. Πόσο, Χριστέ μου.Ανοιγόμουν μέρα με τη μέρα όλο και πιο πολύ.Γινόμουν ο εαυτός μου. Γελούσα με την ψυχή μου, χωρίς δεύτερες σκέψεις. Έκανα σχέδια, για εκδρομές, για διακοπές. Δεν άφηνα στιγμή να πέσει κάτω που μην ξέρεις πόσο όμορφη είσαι. Πόσο ωραίο είναι το καινούριο σου μπλουζάκι. Δεν άφηνα στιγμή να μην σου θυμίζω πως όλα θα πάνε καλά με τα άγχη σου. Πως ο κόσμος και η ζωή είναι δύσκολη. Πως όλα έχουν τίμημα και πως αν το θέλεις πραγματικά, μαζί θα τα περάσουμε όλα. Περνούσε ο καιρός..Άρχιζα να καταλαβαίνω πως ήσουν τόσο κλειστή. Τόσο μοναχική. Τόσο εγωίστρια. Ζύγιζες την κατάσταση και τότε μου έδινες ένα τυράκι. Να χαρώ. Είναι δύσκολο να κάνεις τα συναισθήματα σου λέξεις και γι' αυτό είμαι , το λιγότερο, περήφανη για μένα. Θέλει αρχίδια. Άρχισα να βλέπω πως μόνο όταν γούσταρες θα μου έκανες τη χάρη να ανοιχτείς. Πως τα έβλεπες όλα σαν παιχνίδι λέξεων και κερδίζει αυτός που θα πει τις λιγότερες. Έχανα. Έχασα πανηγυρικά.'Οταν με χρειαζόσουν, όταν ένιωθα πως κάτι σου στερεί το γέλιο, ήμουν διατεθειμένη να φτάσω μέχρι τον Άρη για να σε βρω. Δεν ήθελα να μου πάθεις τίποτα. Δεν θέλησα να μαυρίσεις ποτέ σου. Το ήξερες.Ω, Θεέ μου, όχι απλά μόνο το ήξερες...Και αν δεν έτρεξα..και αν δεν έφαγα ήττες όταν ήσουν στις μαύρες σου.Και ξαφνικά, το χρώμα σου άλλαξε. Και οι μαύρες σου έγιναν μόνιμες.Προσωπικά ζητήματα, άνευ συζητήσεως, σιωπηλή για ώρες, χαμένη στα μηνύματα, καμία προσπάθεια για να γίνεις κάλυτερα. Κάπου εκεί μέσα χάθηκα. Μου άφησες το χέρι και με ρούφηξε η καθημερινότητα σου, τα χρήματα που ήταν λίγα, η δουλειά που ήταν πιεστική και και και.Ήμουν απλώς ένας άνθρωπος ακόμα, που τον ξεχώριζε μονάχα το "μωρό μου" σε κανά μήνυμα.Μάζευα καιρό, τα πονεμένα μου, για να μην ενοχλήσω τις μαυρίλες σου.Έκανα τον καραγκιόζη, προσπαθούσα να σε βοηθήσω με πρακτικά πράγματα μιας και με τα συναισθηματικά, δε θέλησες ποτέ σου εμένα πραγματικά για βοήθεια.Έσκασα. Στα είπα και βγήκα αχάριστη, εγωίστρια και πως πάντα θέλω να έχω δίκιο και πώς στο διάολο τολμάω να βάζω αυτά ως προς συζήτηση ενώ δεν είσαι καλά.Ήξερα πως ήρθε το τέλος μας. Το έβλεπα. Παρ' όλα αυτά ήμουν ακόμα εκεί. Στο θάνατο ενός αγαπημένου σου προσώπου, να είμαι 4 μέρες στο σπίτι σου, να σου βάζω πλυντήρια, να σου κάνω να φας, να σου μιλάω για άσχετα και να προσπαθώ να σε κάνω να δεις πως δεν είμαι διακοσμητική για τα σχετικά, αυτά που πονάνε. Με ζήτησες και τσακίστηκα. Και ήρθα.Τσακίστηκα γιατί μέσα μου ήξερα πως κανένας από αυτούς που επέλεγες για να σε μοιραστείς, δεν θα ερχόταν. Και είχα δίκιο. Μόνο εγώ φάνηκα.Ήρθε αυτή που έκανες στην άκρη τόσο δεξιότεχνα.Μόνο στον ύπνο σου με άγγιζες. Μου έσφιγγες το χέρι, κουλουριαζόσουν δίπλα μου από τους εφιάλτες και όταν το πήρα πρέφα το πρώτο βράδυ, έμενα κάθε βράδυ ξυπνητή για να μπορέσω να θυμάμαι πώς είναι η μυρωδιά σου και το άγγιγμα σου γιατί ήξερα πως το τέλος μου πλησίαζε.Και έτσι και έγινε.Δεν κατάλαβες ποτέ για ποιο λόγο σου άνοιξα συζήτηση και τα γκρέμισα όλα, τα αναίρεσα όλα, όπως είπες.Δεν έβλεπες την αλλαγή σου. Δεν έβλεπες πως δεν με έβλεπες.Δεν ήθελες να κάτσεις να σκεφτείς για ποιο λόγο υποφέρω, γιατί δεν είχες χώρο για μας, άλλο.Ήθελες μόνο να μην έχεις άδικο. Ήθελες μόνο να μη φταις.Και όταν σου είπα πως με πλήγωσες, γέλασες.Γιατί εσύ, δεν πληγώνεις ποτέ σου.Όχι, από ένα σημείο και μετά, σου έδινα τον εαυτό μου και μακάρι να ήξερες πόσο δύσκολο μου ήταν μέχρι να γίνει.Είχες την προσοχή μου, το χάδι μου, την πιο γλυκιά μου κουβέντα.Είχες όσα ήθελες. Και αυτό, το ξέρεις.Κατάφερες να με ανοίξεις μέσα σε τόσους μήνες, κατάφερες να με κάνεις να εμπιστευτώ ξανά, να μη φοβάμαι να είμαι ο εαυτός μου. Να παλεύω για ό,τι νιώθω και να μιλάω για ό,τι αισθάνομαι. Μου θύμισες πως ήμουν και γι' αυτό σ' ευχαριστώ.Μου έμαθες όμως, να φοβάμαι και λίγο παραπάνω. Πως υπάρχουν άνθρωποι που όταν σοβαρεύει το πράγμα κοιτάνε τον κώλο τους.Πως δεν πρόκειται να σε ακούσουν όταν έχουν αποφασίσει προ πολλού πως είναι άγγελοι επί γης και δεν κάνουν λάθη και πως έχουν δίκιο σε όλα.Μου έμαθες και εσύ πως δεν πρέπει να συμβιβάζομαι με τίποτα λίγοτερο του αμοιβαίου.Μα πάνω απ' όλα, αγάπη μου, μου θύμισες πως ο άνθρωπος στο φευγιό του φαίνεται.Όπως πριν, όπως τώρα, όπως πάντα.
1
 
 
 
 
σχόλια

ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΤΩΡΑ

Scroll to top icon