Ο Μ. Καραγάτσης δεν είναι από τους συγγραφείς που διδάσκεσαι στο σχολείο, ούτε καν σε μορφή αποσπάσματος: είναι αυτός που πάντα έκρυβες κάτω από τα σεντόνια, που χαιρόσουν γιατί απελευθέρωνε τον φόβο σου για το διάβασμα, που σε έβαζε σε δρόμους παράφορους και απαγορευμένους. Κυρίως, όμως, αυτό που σου θυμίζουν τα βιβλία του κορυφαίου Έλληνα λογοτέχνη –μαζί με τα πρώτα τσιγάρα που κάπνισες κρυφά και τα πρώτα ψηλαφίσματα πάνω στο ίδιο σου το σώμα– είναι αυτή η υπερβολή του έρωτα που καίει τα σωθικά και σε κάνει ταυτόχρονα πανίσχυρο και τρωτό. Στη Μεγάλη Χίμαιρα, το πιο ερωτικό μυθιστόρημα του Μ. Καραγάτση (πρωτογράφτηκε το 1936 ως Χίμαιρα και εκδόθηκε ως Μεγάλη Χίμαιρα το 1953), η άμεση σύνδεση θανάτου και σεξουαλικού ενστίκτου είναι περισσότερο έντονη από ποτέ, όπως και η ερωτική επιβεβαίωση είναι υπέρτερη και από την ίδια την ανάγκη του βίου. Αυτή η ζωτική ορμή που αποδεικνύει τη δύναμη της φύσης πάνω στον πολιτισμό είναι που κέντρισε το ενδιαφέρον του Δημήτρη Τάρλοου και τον οδήγησε να επιλέξει το συγκεκριμένο έργο για την ομώνυμη παράσταση που θα ανεβάσει στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Στο κάτω-κάτω, η σκηνοθεσία του, εκτός από έμπνευση, είναι και θέμα γονιδιακό, αφού ο γνωστός σκηνοθέτης είναι εγγονός του αλησμόνητου πεζογράφου.
Εξού και το βιολογικό στοιχείο που διαπερνά τις σχέσεις αλλά και τις κοινωνικές και πολιτισμικές συνάφειες είναι κάτι που ο σκηνοθέτης επαναφέρει δυναμικά στο επίκεντρο της δικής του προσέγγισης. Όπως ο παππούς του, έτσι και ο Τάρλοου θέλει να δει έως πού φτάνουν «τα βιολογικά όρια των πρωταγωνιστών του» γι’ αυτό και ερμηνεύει τις ακραίες αντιδράσεις τους ως αποτέλεσμα μιας παράδοξης «βιοποικιλίας». Και προφανώς δεν έχει άδικο. «Η Ελλάδα είναι το νέο και οριστικό βιοτικό μου πλαίσιο» λέει η ηρωίδα του Καραγάτση στη Μεγάλη Χίμαιρα Μαρίνα Μπαρέ-Ρεϊσί, η οποία μεταβαίνει από τη Γαλλία στην αστική Σύρο, εγκαταβιώνοντας σε ένα σπίτι συντηρητικό και στείρο που καταπιέζει την ίδια της τη φύση. Σε αντίθεση με την ίδια, που είναι γεμάτη σεξουαλισμό και όλο ζωή, το συντηρητικό περιβάλλον και ο περίγυρος του ναυτικού άνδρα της δεν επιτρέπουν πειραματισμούς και ελευθερίες. Οι οικονομικές του περιπέτειες, όμως, προμηνύουν ένα άνοιγμα και σε άλλα ψυχικά σκοτάδια, με αποτέλεσμα το ερωτικό ατόπημα της συζύγου ένα βράδυ, στο λιμάνι, να οδηγήσει τελικά στον θάνατο της κόρης της και στην καταστροφή. «Με τραβάει σαν μαγνήτης ο κατάμαυρος ρομαντισμός, ο καλά κρυμμένος κάτω από τον μανδύα του κυνισμού ή ακόμα και της ωμότητας» ομολογεί ο Τάρλοου, ο οποίος, εκτός από τις φροϋδικές εμμονές του προγόνου του, στο βιβλίο του βλέπει και τη σύγκρουση ανάμεσα στους δύο πολιτισμούς (της Ανατολής με τη Δύση, της εκκοσμικευμένης Ευρώπης με τα ελληνικά χριστιανικά ήθη).
Δεν είναι τυχαίο ότι η Μεγάλη Χίμαιρα θεωρείται πλέον ένα αστικό μυθιστόρημα με φόντο την κοσμοπολίτικη Σύρο, με πρωταγωνιστές μέλη μιας εφοπλιστικής οικογένειας και κεντρική ηρωίδα μια απελευθερωμένη Γαλλίδα – ιδού, λοιπόν, το τότε άνοιγμα του επίσης αστού συγγραφέα στον εκσυγχρονισμό (της γενιάς του ’30 κι όχι μόνο). Ίσως γι’ αυτό το εξίσου γοητευτικά αποστασιοποιημένο βλέμμα του Τάρλοου –όπως του παππού του–, αποτέλεσμα μιας αστικής παιδείας, να μπορέσει να ανασυστήσει ιδανικά την ατμόσφαιρα του βιβλίου. Πρόθεση του σκηνοθέτη είναι να μείνει πιστός στο κλίμα της εποχής και να μην πειραματιστεί με σύγχρονες εκδοχές και μετατοπίσεις (στην προκειμένη συγκυρία βασικό ρόλο έχει διαδραματίσει η πρόσφατη, πετυχημένη κινηματογραφική εκδοχή του Μικρά Αγγλία). Στο πλευρό του ο Τάρλοου έχει τον ποιητή Στρατή Πασχάλη, ο οποίος έχει αναλάβει τη θεατρική διασκευή, εντάσσοντας, όσο μπορεί, κινηματογραφικές εικόνες στο ανέβασμα του έργου. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο η Αλεξάνδρα Αϊδίνη μαζί με τους Νίκο Ψαρρά, Όμηρο Πουλάκη και Σοφία Σεϊρλή. Η παράσταση είναι συμπαραγωγή του Φεστιβάλ Αθηνών και του θεάτρου Πορεία, με την υποστήριξη του Γαλλικού Ινστιτούτου.
σχόλια