ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΤΩΡΑ

Να τι έγραψαν για την Αθήνα στα βιβλία τους!

Να τι έγραψαν για την Αθήνα στα βιβλία τους! Facebook Twitter
0
Να τι έγραψαν για την Αθήνα στα βιβλία τους! Facebook Twitter
Εικονογράφηση: Ατελιέ/ LIFO

Η Αθήνα της κρίσης, τυλιγμένη με φασματικές μορφές και με ανθρώπους στα όρια, διατρέχει σχεδόν κάθε γραμμή των Ελλήνων συγγραφέων που εμπνέονται από το σήμερα. Κι επειδή μια διόλου ελληνική, αλλά κινεζική παροιμία λέει «Είθε να ζήσεις σε ενδιαφέροντες καιρούς», οι οριακές στιγμές που ζούμε φαίνεται πως καθορίζουν με τρόπο πολλαπλό το συγγραφικό σύμπαν στην περίπτωση του Μένη Κουμανταρέα και τον Θησαυρό του Χρόνου (Πατάκη) –το αθηναϊκό τοπίο ανατέμνεται με τρόπο νοσταλγικό απ' άκρη σ' άκρη–, ενώ στο βιβλίο της Μαρίας Μήτσορα, μια συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο Από τη μέση και κάτω (Πατάκη), η εμπύρετη γραφή απογειώνει τις αθηναϊκές στιγμές, ειδικά στην ιστορία της που εντοπίζεται στην καρδιά του κέντρου. Από κει κι ύστερα υπάρχει η απειλητική διάσταση της Αθήνας που δεν μπορεί να απαλύνει τις εσωτερικές συγκρούσεις, όπως συμβαίνει με τους αντι-ήρωες του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη και του Μάκη Τσίτα. Στο βιβλίο Η πόλη και η σιωπή του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη (Καστανιώτης) ο πρωταγωνιστής περιπλανιέται σε μια Αθήνα ρημαγμένη και πληγωμένη από την κρίση, ενώ τα αντίστοιχα ψυχικά αδιέξοδα στα οποία έχει περιέλθει ο αντι-ήρωας του Τσίτα στο Μάρτυς μου ο Θεός (Κίχλη) επανέρχονται δυναμικά κάθε φορά που έρχεται αντιμέτωπος με συγκεκριμένα περιβάλλοντα. Ευχάριστο διάλειμμα, βγαλμένο από μια Αθήνα άλλης εποχής –μνήμες, εικόνες, αισθήσεις– που έρχεται να υπενθυμίσει τη σθεναρή αντίσταση μιας πόλης ως ζωντανού οργανισμού, είναι η Αθήνα της μιας διαδρομής του Πέτρου Μάρκαρη (Γαβριηλίδης), ένα βιβλίο που εκδόθηκε πριν από τέσσερα χρόνια στα γερμανικά και τώρα κυκλοφορεί και στη χώρα μας. Άλλωστε, ο Μάρκαρης είναι ο συγγραφέας που μίλησε όσο κανείς στα τελευταία του αστυνομικά μυθιστορήματα για την Αθήνα της κρίσης και μια πόλη που παλεύει να αντέξει, επιδεικνύοντας τις αταβιστικές της συνάφειες και το παλιό της κλέος. Η Αθήνα, τουλάχιστον, αντιστέκεται ακόμη μέσα από τις σελίδες.

Το Νέο Φάληρο του Κουμανταρέα


«Το θυμάσαι καθόλου το σπίτι της γιαγιάς στο Νέο Φάληρο; Για την ακρίβεια –ναι, ναι ακριβώς– στις Τζιτζιφιές, τότε που η προβλήτα έμπαινε στη θάλασσα κι ήταν το αγαπημένο μέρος όπου ο καλός κόσμος έκανε την promenade του. Οι κυρίες με φορέματα τσάρλεστον και ομπρελίνα σε κάθε χρώμα, έτσι που σχημάτιζαν ένα πολύχρωμο μωσαϊκό. Αλλά και τους χειμώνες υπήρχαν χειμερινοί περιπατητές με καπέλο και ρούχα σαν βελάδες, κι η αλισάχνη σηκωνόταν από τα νερά, τυλίγοντάς τους σε μυθιστορηματική ομίχλη. Δίπλα ακριβώς ήταν χτισμένο το θερινό θεατράκι όπου θριάμβευαν οι παραστάσεις επιθεώρησης αλλά και οπερέτες που ξετρέλαιναν τους πάντες, εννοείται τον "καλό κόσμο" πάντα. Το σπίτι ήταν βαμμένο ώχρα με πράσινα παντζούρια, δίπατο, μ' έναν τρούλο βαμμένο γκρίζο, όπως γινόταν η θάλασσα το φθινόπωρο. Υπήρχαν ολόγυρα ψηλά δέντρα που κάποτε ξεπερνούσαν με το μπόι τους το σπίτι, ευκάλυπτοι που είχαν τη μαγική δύναμη να διώχνουν τα κουνούπια, γι' αυτό και οι κουνουπιέρες μέσα στο σπίτι έπαιζαν ρόλο μάλλον διακοσμητικό. Σαν κουνουπιέρες ντύνονταν τότε και οι γυναίκες, με αραχνοΰφαντα φορέματα που έκρυβαν τον ποδόγυρο και γάντια λευκά ως τον αγκώνα, ενώ οι άνδρες φορούσαν άσπρες σαντακρούτες, γκέτες και ψάθινα καπέλα. Καμία σχέση με το ξεγύμνωμα της σημερινής εποχής».

Το Κολωνάκι του Τζαμιώτη


«Μια κούρσα για την Αγία Γλυκερία στο Γαλάτσι, μια δεύτερη για Άνω Κυψέλη και μια τρίτη λίγο μετά, μπροστά από τις εγκαταστάσεις του Πανελληνίου για το νοσοκομείο Ευαγγελισμός κατάφεραν να μετριάσουν κάπως τη στενοχώρια του για το πρόστιμο, έπειτα όμως η τύχη τον εγκατέλειψε ξανά. Για λόγους οικονομικούς στο καύσιμο, αλλά και γιατί ήταν αποκαρδιωτικό να τριγυρνά άσκοπα, αποφάσισε, μια και ήταν εκεί κοντά, να σταθεί στην πιάτσα της πλατείας Κολωνακίου. (...) Ούτε αυτή η ακριβή γειτονιά είχε καταφέρει να μείνει αλώβητη απ' την εντύπωση καταστροφής που σκίαζε ολόκληρη τη χώρα. Έστω κι αν δεν ήταν ο κανόνας, συναντούσες και εδώ μαγαζιά κλειστά, ο κόσμος που την επισκεπτόταν για να ψωνίσει ήταν εμφανώς μειωμένος απ' ό,τι παλιότερα, όσο για τα καφέ και τα εστιατόρια της πάνω πλευράς, που άλλοτε τέτοιαν ώρα ήταν κατάμεστα, έδειχναν να μην πηγαίνουν και τόσο καλά. Και τα πρόσωπα των ανθρώπων επίσης είχαν αλλάξει: τα πρόσωπα των ανθρώπων έμοιαζαν κι αυτά μουδιασμένα. Συνέχιζαν, φυσικά, να κουβαλούν εκείνον τον αέρα της επιτηδευμένης κατά το πλείστον ξιπασιάς για την οποία φημίζονταν οι κάτοικοι και οι θαμώνες της περιοχής, μα αναμφίβολα επρόκειτο για σκέτο θέατρο. Η αλλοτινή βεβαιότητα, αυτή η αυθεντική αλαζονεία που χαρίζει κάποιο είδος μεγαλοπρέπειας ακόμη και στις πιο εξωφρενικές συνήθειες, εξέλιπε. Προφανώς, ούτε εδώ οι άνθρωποι αισθάνονταν πλέον άτρωτοι».

Κατέβαιναν την Ευριπίδου, που μύριζε μπαχαρικά, κι όποιος τους έβλεπε θα νόμιζε ότι είναι δυο πολύ ωραία αδέλφια ή ένα ζευγάρι τρελά ερωτευμένο που γυρεύει καταφύγιο για τη νύχτα στα σκοτεινά δρομάκια του Κέντρου.

Το Μοναστηράκι της Μήτσορα


«Ο Γιάννης έφτασε στον Κρίνο σε σαράντα λεπτά ακριβώς. Φορούσε τώρα τα ρούχα του, αλλά είχε κρατήσει το κόκκινο σκουφάκι στο κεφάλι. Τον περίμενε απέξω.


"Με λένε Γιάννη" της είπε.


"Κι εμένα Γιάννα" γέλασαν αμήχανα. "Πρώτη φορά μού κλείνει το μάτι ο Αϊ-Βασίλης".


"Πότε έπαψες να πιστεύεις ότι υπάρχει;"


"Όταν ήμουν πολύ μικρή και μου διαβάσανε το Κοριτσάκι με τα Σπίρτα, το παραμύθι του Άντερσεν. Όταν, δηλαδή, κατάλαβα πως την ίδια μέρα που γιορτάζεται μια γέννηση, άλλοι μπορεί να πεθαίνουν από την πείνα και το κρύο".


"Δεν θα μπούμε μέσα; Δεν θα καθίσουμε;". Όλο να ρωτάει ήθελε ο Γιάννης, για ν' ακούει τη φωνή της.


"Όχι" είπε εκείνη σχεδόν αγχωμένη. "Σε παρακαλώ, προτιμώ να περπατήσουμε". Ευτυχώς, δεν φοράει τακούνια, σκέφτηκε ο Γιάννης, γιατί οι γυναίκες που φορούν τακούνια μου δίνουν την εντύπωση ότι σνομπάρουν τη γη.


Κατέβαιναν την Ευριπίδου, που μύριζε μπαχαρικά, κι όποιος τους έβλεπε θα νόμιζε ότι είναι δυο πολύ ωραία αδέλφια ή ένα ζευγάρι τρελά ερωτευμένο που γυρεύει καταφύγιο για τη νύχτα στα σκοτεινά δρομάκια του Κέντρου. Αν όμως τους έβλεπε ένας αστρονόμος, θα έλεγε: "Να δυο άγνωστα αστέρια, που, τι παράξενο, κινούνται μαζί και περιηγούνται το σύμπαν!".


Είχανε φτάσει στο Μοναστηράκι και περπατούσαν αμίλητοι για λίγο πλάι στις γραμμές του τρένου. Μετά, στην αρχή της Αποστόλου Παύλου, για μια στιγμή μόνο κοντοστάθηκαν κάτω από το εκθαμβωτικό νεογέννητο φεγγάρι, το φως του ψυχρό, αλλά μόνο για εκείνους θερμό. Στους πάγκους των πλανόδιων στον πεζόδρομο ο Γιάννης όλο σταματούσε να χαζέψει. Στο τέλος τής αγόρασε ένα ζευγάρι φωτεινά πράσινα σκουλαρίκια, μ' έναν κεφάτο κινέζικο δράκο σκαλισμένο στο κέντρο. Η Γιάννα τα φόρεσε διστακτικά, ενώ προσπερνούσαν τις καφετέριες του Θησείου. Είχανε πάρει τώρα την Ακάμαντος και στρίβοντας αριστερά είχαν αρχίσει να ανεβαίνουν τον περιφερειακό του Φιλοπάππου. Κάγκελα τους σταμάτησαν και για μια στιγμή η Γιάννα ανησύχησε μπροστά στους σκοτεινούς όγκους των δέντρων».

Τα καφέ και οι οίκοι ανοχής του Τσίτα


«Σήμερα το απόγευμα στο "Νέον" παρήγγειλα γιαούρτι με σαντιγί και τρούφα. Ο μπουφετζής με κοίταξε περίεργα. "Με πάει;" με ρώτησε. Κι αν δεν πάει; Είναι σαν να μου λες ότι ένα παγοθραυστικό δεν μπορεί να ταξιδέψει σε μια θάλασσα γαλήνια που δεν έχει πάγους. Το παγοθραυστικό πάει παντού κι εμείς πρέπει να τα τρώμε όλα γιατί είμαστε φτωχοί. Ο φτωχός θέλει δυο πράγματα: ψυχή και αιδοίο, κι αυτό θέλω να το θυμούνται όλοι για πάντα. Ψυχή και αιδοίο.
Παλιά είχα φτιάξει έναν χάρτη με όλα τα μπουρδέλα της Αθήνας, για να μπορώ να τα εντοπίζω εύκολα. Διότι χανόμουν από την αφηρημάδα που μου γεννούσαν οι τύψεις. Μέχρι τα τριάντα έξι-τριάντα οχτώ πήγαινα στάνταρ δύο φορές την εβδομάδα – δούλευα, είχα λεφτά και τα ακουμπούσα. Βέβαια, δεν με είχε χτυπήσει και το σάκχαρο επιθετικά, ούτε η πάρεση που μ' έκανε χάλια. Τώρα όμως γιατί τα σκέφτομαι όλα αυτά και αμαρτάνω συνέχεια; Φοβάμαι μήπως είναι κανένας πειρασμός και ξανακυλήσω στα ίδια».

Η Κεντρική Αγορά του Μάρκαρη

«Η Κεντρική Αγορά είναι μια "χερσόνησος": έχει πρόσβαση από την Αθηνάς, και από τις δύο πλάγιες οδούς, τη Σοφοκλέους και την Ευριπίδου. Αντίθετα, η οδός που βρίσκεται πίσω της, η Αιόλου, είναι ένα είδος "ενδοχώρας" με μαγαζιά που ακολουθούν τη γραμμή της Ερμού και όχι της Αθηνάς. Η "χερσόνησος" καθόρισε τη δραστηριότητα και των δύο κάθετων δρόμων προς την Αθηνάς: της Σοφοκλέους και της Ευριπίδου. Από το ύψος της Αιόλου, από το σημείο δηλαδή που αρχίζει η "χερσόνησος", η Σοφοκλέους είναι μια "οδός τροφίμων". Εδώ βρίσκεις τυριά, αλλαντικά, είδη μπακαλικής και απέναντι, στην είσοδό της, ένα μαγαζάκι με έναν ηλικιωμένο ιδιοκτήτη που πουλάει μπαχαρικά και άλλα καρυκεύματα. Το ίδιο συμβαίνει και στην οδό Ευριπίδου, πάλι από το ύψος της Αιόλου, όπου υπερτερούν τα τυροκομικά. Κάποτε, πριν σπάσει το κέντρο και αρχίσει η εισβολή των σούπερ μάρκετ, οι Αθηναίοι κατέβαιναν στην Ευριπίδου για να ψωνίσουν εκλεκτά τυριά, που δεν τα έβρισκαν στον μπακάλη της γειτονιάς τους.
Είναι το μόνο σημείο της Αθήνας στο οποίο ξαναβρίσκω τις μυρουδιές των παιδικών και νεανικών μου χρόνων, κυρίως στην οδό Ευριπίδου. Γιατί στη Σοφοκλέους, μετά την οδό Αθηνάς, τα καταστήματα τροφίμων αρχίζουν να αραιώνουν. Σ' αυτό το κομμάτι του δρόμου συναντάει κανείς και καταστήματα που πουλάνε χαρτικά και οικιακά σκεύη. Αντίθετα, στην Ευριπίδου τα τρόφιμα φτάνουν ως την οδό Πειραιώς. Ένας δεύτερος λόγος για τις οικείες μυρουδιές είναι το μαγαζί του Μιράν στη μέση της Ευριπίδου, στο κομμάτι μεταξύ Αθηνάς και πλατείας Κουμουνδούρου. Ο παππούς Μιράν ήρθε πρόσφυγας από τη Μικρασία και άνοιξε μια βιομηχανία που έφτιαχνε παστουρμά και σουτζούκι. Και τα δύο ήταν τότε άγνωστα στην Ελλάδα. Σήμερα τα βρίσκεις σε όλα τα σούπερ μάρκετ. Οι μυρουδιές, ωστόσο, υπάρχουν μόνο στο μαγαζί του Μιράν. Τα σούπερ μάρκετ είναι, ως γνωστόν, άοσμα».

Διάφορα
0

ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΤΩΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Δ. Πολιτάκης / Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Μπορεί να έχει άμεση ανάγκη κάποιου είδους ανάπλασης η Πλατεία Εξαρχείων, το τελευταίο που χρειάζεται όμως είναι ένα μίζερο χριστουγεννιάτικο δέντρο με το ζόρι.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Β. Βαμβακάς / Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Οποιοσδήποτε απολογισμός της είναι καταδικασμένος στη μερικότητα, αφού έχουν συμβεί άπειρα γεγονότα που στιγμάτισαν τις ζωές όλων μας ‒ δύσκολο να μπουν σε μια αντικειμενική σειρά.
ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΜΒΑΚΑ
Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Β. Στεργίου / Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Αντί να βλέπουμε τη χώρα σαν άδεια πισίνα όπου πρέπει να γυρίσουν τα ξενιτεμένα της μυαλά για να γεμίσει, ας αλλάξουμε τα κολλημένα μυαλά σ' αυτόν εδώ και σε άλλους τόπους.
ΤΗΣ ΒΙΒΙΑΝ ΣΤΕΡΓΙΟΥ