Τη λευκή γιαγιά του Ροντρίγκο δεν προλαβαίναμε να τη δούμε γιατί φύγαμε ξαφνικά για Ελλάδα. Αυτή είναι η πλούσια γιαγιά. Μένει σε έπαυλη με άλογα και πισίνες. Είχα φτιάξει πλάνο για να με συμπαθήσει. Είχα κάνει πρόβες εκείνο το κομμάτι της Gwen Stefani που λέει What an amaaazing time, what a faaamily να της τραγουδήσω. Γιατί οι βραζιλιάνες γιαγιάδες δεν ξέρουν αυτή τη συγκινητική παράδοση των Ελληνίδων, να κάνουν το περίττωμά τους παξιμάδι για να περάσουν φίνα τα παιδιά.
Αν με έβλεπε όμως έτσι, με το ειδικό για συνάντηση με γιαγιάδες μακρύ λευκό μου φόρεμα και τα στρασάκια-αστέρια χωμένα στα μαλλιά να της τραγουδάω, ε, δεν μπορεί, κάτι θα άφηνε στον Ροντρίγκο, που πήρε τέτοια κοπέλα. Εν ανάγκη, έβγαζα και δίσκο μετά το τραγούδι. Η γιαγιά όμως λέει ότι μόνη της τα έβγαλε τα φράγκα, μετά το θάνατο θα πάνε σε ιδρύματα για τα παιδιά του δρόμου - όχι από φιλανθρωπία, αλλά γιατί δεν θέλει να μετατρέψει καμιά εγγονή της σε κοινωνικό φως (κοινωνικό φως: Εκείνες οι γυναίκες πλουσίων που δεν έχουν άλλη ειδικότητα αλλά με αυτές ασχολούνται οι κοσμικές στήλες. Το τοπ της καριέρας τους είναι όταν παντρεύουν τα σκυλιά τους με κανονική τελετή και γκλαμουράτη δεξίωση.)
Το πιο κοινό είδος Βραζιλιάνων βέβαια δεν είναι το κοινωνικό φως αλλά ο αρουραίος της παραλίας (αρουραίοι της παραλίας ή ratos da praya: αυτοί οι τύποι που έχουν ριζώσει στην Κοπακαμπάνα και σε κάνουν να αναρωτιέσαι - δουλειά δεν έχουν; Δάνειο; Κοινόχρηστα έστω;) Αλλά, σου λένε οι αρουραίοι, χάλια είναι οι μισθοί, πάμφτωχοι θα πεθάνουμε, άρα γιατί να αγχωνόμαστε; Οπότε κοιτάζουν να περάσουν καλά με αυτά που έχουν - ήλιο, έρωτα, χορό· και πραγματικά, δεν ξέρεις τι παίρνουν κι είναι τόσο χαρούμενοι.
Κι ο Έλληνας ήταν κάποτε φτωχός. Αλλά του έκαναν πλύση εγκεφάλου ότι δουλεύοντας σκληρότερα και ξεχρεώνοντας δάνεια θα γίνει πλούσιος, ίσως και πιο ευτυχισμένος. Αρχίδια κιβώτιο... Μόνα τους, στοιβαγμένα. Αυτό που τα συνόδευε έπεσε.
Ο Ροντρίγκο δεν ήθελε να γυρίσουμε στην Ελλάδα. «Μα όλοι γκρινιάζουν. Είναι δύσκολοι όσο κι η γλώσσα τους» (οι Βραζιλιάνοι λένε «ελληνικά μιλάς;»). Τελικά καταλήξαμε να ζούμε μισό χρόνο στην Ελλάδα και μισό στη Βραζιλία. Τη βραδιά του αποχαιρετισμού ο Ράππα μού τραγουδούσε ένα κομμάτι των Ο'Rappa, για να καταλάβω τη φιλοσοφία του Βραζιλιάνου. Για να καταλάβω τον άντρα μου. Το τραγούδι λέει:
«Αν θέλω να καπνίσω καπνίζω / Αν θέλω να πιω πίνω (σ.σ.: απλά είναι τα πράγματα) / Πληρώνω όλα όσα καταναλώνω / με τον ιδρώτα της δουλειάς μου. Μια μέρα θα φτιάξω τη ζωή μου (σ.σ.: μια μέρα, κάααποτε, δεν αγχώνομαι...) / Μπορώ να έχω τρυφερότητα μόνο με όποιον με κάνει να θέλω να τον χαϊδεύω» (σ.σ.: η ομορφιά είναι το ιδανικό) / Όπως το βαμπίρ κι η νυχτερίδα, έτσι μοιάζουν μεταξύ τους ο άντρας κι η γυναίκα (σ.σ.: είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που ακούμε ότι τα δυο φύλα μοιάζουν, άρα πρέπει να είναι πολύ απλό στην πραγματικότητα να τα φτιάξουν) / Η γλώσσα μου είναι η μητρική, δεν μιλάω ελληνικά (σ.σ.: την περίπλοκη γλώσσα) / Έχω αγάπες και φίλους πραγματικούς / Όπου πάω είμαι άνετος (σ.σ.: για την ακρίβεια, τρεις λαλούν και δυο χορεύουν είμαι) / Όχι γιατί έχω πιει, όχι γιατί έχω καπνίσει για να μιλήσω για τις ζωές των άλλων / Αλλά, το λέω ειλικρινά, το πιο άσχημο στη ζωή / Είναι οι άνθρωποι που ζουν κλαίγοντας με την κοιλιά γεμάτη (σ.σ.: μπηχτή)».
Ο μπαμπάς μου πάντα μού έλεγε «παπούτσι απ' τον τόπο σου». Πολλές φορές σήμερα αναρωτιέμαι πώς θα ήταν η ζωή μου με έναν Μigato. Σίγουρα θα παίρναμε στεγαστικό. Τα σαββατοκύριακα θα τρώγαμε με το σόι του. Όλα του τα αδέλφια θα ήταν απ' τον ίδιο πατέρα. Η μάνα του δεν θα χόρευε ξυπόλητη σάμπα ολημερίς και δεν θα συνωμοτούσα με τον τελευταίο της γκόμενο να τη μαζέψω για να τον παντρευτεί. Τα σαββατοκύριακα θα φεύγαμε Μύκονο. Θα πληρώναμε είκοσι ευρώ την ξαπλώστρα και πάλι δεν θα μπορούσαμε να βρούμε τι ήταν αυτό που μας έκανε να ερωτευτούμε. Θα πληρώναμε μια καλή ασφάλεια ζωής. Στα πενήντα θα το γυρίζαμε στο σαδομαζό, σε μια ύστατη προσπάθεια να ζήσουμε με ρίσκο...
Έτσι την έπαθε μια γνωστή. Καριερίστα διαφημίστρια. Πάνω στην κλιμακτήριο ξύπνησε ξαφνικά, κι είδε ότι είχε ζήσει προβλέψιμα, βολικά. Όλες οι επιλογές της, από τους άντρες μέχρι τις διακοπές, ήταν προδιαγεγραμμένες. Ούρλιαξε ότι εκείνη έφηβη ήθελε να ζήσει με ρίσκο. Αλλά δε θυμόταν πια τι σήμαινε αυτό. Οπότε άρχισε απλά να τρώει ληγμένα γιαούρτια.
σχόλια