To βράδυ της Δευτέρας μετά τη δυνατή μπόρα πήγαμε στον Μπομπ Γουίλσον. Παρουσίασε σε παγκόσμια πρώτη ένα έργο στηριγμένο στην ποίηση του Ρουμί. Η παρατεταμένη αργία μάς είχε μαλακώσει. Αποβραδίς το είχαμε κάψει στα κωλόμπαρα της Αχαρνών. Κάψει, τρόπος του λέγειν. Μετά από 3-4 μπίρες κάναμε βόλτες στα στενά, ένα γύρω, και χαζεύαμε τα ανοιχτά παράθυρα, τους τύπους που κάπνιζαν ψηλά στα δώματα, τα λίγα άχτιστα χωράφια, τα διανυκτερεύοντα βενζινάδικα.
- Κοίτα πόσο όμορφα είναι, είπα στο φίλο μου, αλλά δεν μπορείς πια να μιλάς γι' αυτά, ακούγεσαι σαν τον Χρονά και τους Στέρεο Νόβα. Έχουν κατοχυρώσει αυτές τις εικόνες. Αλλά οι εικόνες αυτές δεν έχουν τελειώσει, συνεχίζονται αλλιώς, και κανείς δεν έχει το σθένος να τις δει εκ νέου.
Σε ένα μπαλκόνι της Αχαρνών ένα μεθυσμένο κορίτσι τραγουδούσε και κουνιόταν επιδεικτικά, έξω φωνή, σα να έκανε καμάκι στους περαστικούς, μαύρη νύχτα στην άδεια Αθήνα του τριήμερου. Ένας Πακιστανός με ένα σάκο καθόταν στη στάση και μας ζήτησε τσιγάρο. Εκλιπαρούσε να τον πάρουμε στο σπίτι μας. Η αναδουλειά είχε σαλτάρει τους ταξιτζήδες, σχεδόν πέφτανε πάνω σου να σε πατήσουν, όχι φίλε, βαδίζω και παραμιλώ.
Ήθελα όμως να πω για τον Γουίλσον. Μου άρεσε. Είχε μια λεπτότητα που είναι σπάνια, με τα ελάχιστα έφτιαξε έναν κόσμο βαθύ και όμορφο. Δεν ξέρω την ποίηση του Ρουμί (ένας φίλος μου λέει ότι κλασική θεωρείται η οχτάτομη αγγλική μετάφραση του Nicholson), αλλά οι λίγοι στίχοι που μας μοίρασαν στο πρόγραμμα έχουν τη μυστική πυκνότητα του χρησμού και της θρησκείας. Νά μόνο οι τίτλοι τους:
- Μη νομίζεις ότι είσαι κάποιος άλλος και μην εγκαταλείπεις τον εαυτό σου
- Όταν με πήγαν στην άλλη πλευρά, κοίταξα τον εαυτό μου, αλλά δεν μπόρεσα να τον δω
- Ονειρεύτηκα χθες βράδυ την ανυπαρξία
- Όταν μαραθεί το ρόδο και περάσει η εποχή του δεν μπορείς να ακούσεις καμία περιπέτεια από το αηδόνι
Ως συνήθως στην έξοδο ένα σωρό άσκημοι κι άσχετοι άνθρωποι έκαναν αυστηρή κριτική: «Ακόμα μια αρπαχτή του μαιτρ! ...Αυτά δεν είναι για το ελληνικό κοινό! ...Ήταν μακρόσυρτα τα ιντερμέδια με την οθωμανική μουσική!». Και τα λοιπά και τα λοιπά. Με ρώτησαν τη γνώμη μου κι έκανα το μαλάκα. Όλοι έχουμε πια γνώμη. Κι όλοι έχουμε κοινό. Σε κάθε ανοησία, αντιστοιχεί ένα κοινό - είναι μάταιο να διαφιλονικείς πια για ζητήματα αισθητικά. Απλώς προσπαθείς να σχετίζεσαι με εκείνους που δεν σε καθυστερούν αδίκως.
Προσωπικώς, δεν μπορώ να φανταστώ ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν σπάει η καρδιά τους στην τελική σκηνή, με τους δερβίσηδες να στροβιλίζονται στη μέση ενός κλοιού από κάτοπτρα που περιστρέφονται κι αυτά. Και ο κυματισμός της μουσικής γίνεται βουή, σεισμός, καθώς ο έρωτας του μοναχού ενώνεται με το θεό. Αυτό, τέλος πάντων, που εννοούν θεό. Κι όμως υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι. Τυχαίνει και να τους έχουμε ερωτευτεί παλιά! Κατηφορίζουν δίπλα μας, προς τα μπαράκια, πίνουν μαζί μας, αύριο θα έρθουν στο γραφείο μας και θα μιλήσουμε για δουλειές.
Συμφιλιώνομαι όσο μπορώ. Και πάω κι εγώ. Κατηφορίζω. Όπως όλοι. Προς τα μπαράκια. Προς τη νύχτα. Καλοκαιράκι μάς χαϊδεύει εκ νέου - και χαμογελάς.
σχόλια