Έλειπαλέει καιρό από την Ελλάδα. Τόσονκαιρό που, ενώ έπινα τσάι στις Πόρτεςτου Ψυχικού, ρώταγα το γκαρσόνι να μουεξηγήσει τα νομίσματα.
Ξεκίνησαμετά από το Φάρο με τα πόδια να πάω στοσπίτι, ψηλά στο λόφο του Παλιού Ψυχικού.Τρία χιλιόμετρα δρόμος, κρατούσα καικάτι σακούλες. Όταν ξεκίνησα έπεφτεο ήλιος, όταν έφτασα ήταν μαύρη νύχτα.
Τοσπίτι, στην ίδια θέση, δεν ήταν αυτό πουμένω τώρα. Ήταν μονοκατοικία. Έμοιαζεμε το σπίτι της Εκάλης, όπου έζησα τηδεκαετία του ‘70,αλλά χτισμένο με πέτρα σαν το εξοχικόστα Κιούρκα. Στο σκοτάδι έψαχνα να βρωτην κλειδαριά.
Καιξαφνικά ο χώρος γύρω μου γέμισε γάτες.Δεν ήταν μόνον αυτές που έχω τώρα -αλλά όλες οι γάτες της ζωής μου. Ο Μούψης,το Νίνι, το Γατσί, γάτες χαμένες εδώ καιδεκαετίες, παλιές και σημερινές, τηςΑθήνας, της Εκάλης, του Ψυχικού και τωνΚιούρκων και μερικές που δεν τιςαναγνώριζα.
Τρίβοντανστα πόδια μου χαρούμενες γουργουρίζονταςκαι με είχαν ακινητοποιήσει στο προαύλιο.Δεν μπόρεσα να μπω στο σπίτι.
Ξύπνησαευτυχισμένος και χορτάτος από αγάπη.Ύστερα θυμήθηκα το τελευταίο ποίημααπό «ΤοΒιβλίο των Γάτων»:
ΜΕΤΑ
Άραγεθα είναι εκεί;
Άραγεθα είναι όλοι εκεί;
Μεόρθιες ουρές θα έρθουν
νατριφτούνε στα πόδια μου;
Θα χουρχουρίσουνστα γόνατά μου;
Αυτοί, που μου λείπουνκάθε μέρα,
θα είναι εκεί;
Αν ο Θεόςείναι
αν είναι Πανάγαθος,
θα φτιάχνειγια τον καθένα
τονδικό του Παράδεισο.
Άραγε θα είναιόλοι εκεί;
Στονύπνο μου είχα πάρει μία πρόγευση απόΠαράδεισο. Τον δικό μου Παράδεισο, μετα μόνα πλάσματα που δεν με πρόδωσανούτε με απογοήτευσαν ποτέ.
Καιμε αυτή την αισιόδοξη προοπτική,σας εύχομαι Καλό Πάσχα.
σχόλια