«Πολύ καλά νέα απ’ τη πατρίδα. Είναι παρήγορο που μέσα σ αυτούς τους μαύρους καιρούς, υπάρχουν άνθρωποι που προσπαθούν να σώσουν τον πολιτισμό του τόπου…
Πάνε πολλά χρόνια που φιλοξενήθηκα στην Αλκυονίδα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον αγαπητό μου εν ζωή μα και τώρα, Βασίλη Ραφαηλίδη. Θα σας επισκεφθώ μόλις έρθω στην Ελλάδα, γράφει ο Κώστας Γαβράς, μόλις πληροφορήθηκε την επαναλειτουργία της Αλκυονίδας.
Με πρόγραμμα από το πρωί μέχρι το βράδυ, 365 μέρες το χρόνο, με πολλαπλές κινηματογραφικές προβολές ανά εβδομάδα, με πρωτοπόρες θεατρικές παραστάσεις, με μουσικές βραδιές και επιλεγμένες βιβλιοπαρουσιάσεις, με θεματικά αφιερώματα και με εκδηλώσεις εναλλακτικές, που θα καλύπτουν όλο το φάσμα των Τεχνών
Από αυτή την εβδομάδα, η Αλκυονίς, ο ιστορικός κινηματογράφος, ανακαινισμένος, επιστρέφει στην πόλη. Το σχέδιο είναι φιλόδοξο: Με πρόγραμμα από το πρωί μέχρι το βράδυ, 365 μέρες το χρόνο, με πολλαπλές κινηματογραφικές προβολές ανά εβδομάδα, με πρωτοπόρες θεατρικές παραστάσεις, με μουσικές βραδιές και επιλεγμένες βιβλιοπαρουσιάσεις, με θεματικά αφιερώματα σε σπουδαίους δημιουργούς και κινηματογραφικές προτάσεις και από άλλους πολιτισμούς, και με εκδηλώσεις εναλλακτικές, που θα καλύπτουν όλο το φάσμα των Τεχνών, η Αλκυονίδα επιστρέφει στην περιοχή με την οποία έχει άρρηκτα συνδεθεί για να επαναφέρει δείγματα υψηλής αισθητικής στο κοινό και ελεύθερης γραφής στους δημιουργούς. Μια ολοκληρωμένη πρόταση στην υπηρεσία των σινεφίλ.
Αλκυονίς- το σπίτι των σινεφίλ
Το 1969 μια νέα κινηματογραφική αίθουσα κάνει την εμφάνισή της επί της οδού Ιουλιανού 42, κοντά στην πλατεία Βικτωρίας. Χρειάστηκαν λίγοι μήνες και η Αλκυονίς έγινε όχι μόνο το κέντρο του ενδιαφέροντος του κινηματογραφόφιλου κοινού και πολύ περισσότερο, το κέντρο της ανεξάρτητης κινηματογραφικής δημιουργίας. Η δημιουργία της ήταν αποτέλεσμα της απόφασης του πολιτικού μηχανικού Βαγγέλη Σιδέρη να λειτουργήσει ως κινηματογραφική αίθουσα το ιδιόκτητο ισόγειο της νεόδμητης τότε πολυκατοικίας. Τη διεύθυνση ανέλαβε ο φίλος του, οικονομολόγος Μίμης Μανωλάκος και την επιλογή των ταινιών ο νεαρός δημοσιογράφος/κριτικός κινηματογράφου της εφημερίδας «Θεσσαλονίκη», Χρίστος Χριστοδούλου. Μετά τα πρώτα δειλά βήματα, αποφασίζεται η Αλκυονίς να οδηγηθεί σ’ ένα πρόγραμμα ταινιών ακραιφνώς καλλιτεχνικού περιεχομένου. Οι ευρωπαϊκές ταινίες των μεγάλων δημιουργών κυριάρχησαν στα δύο πρώτα χρόνια λειτουργίας της: Μπέργκμαν, Αντονιόνι, Γκοντάρ, Φελλίνι, Τρυφό, Ρόζι, Παζολίνι, Ντράγερ, Βισκόντι κ.α. Η Αλκυονίς, όμως, αποφασίζει να μην προβάλλει μόνο ταινίες από τα τότε γνωστά γραφεία εισαγωγής και διανομής ταινιών, αλλά να εισάγει και η ίδια ταινίες, που θα προορίζονταν για αποκλειστική προβολή στην αίθουσα της. Έτσι, το νεότερο αθηναϊκό κοινό γνωρίζει τον Αϊζεστάιν από τις ταινίες «Ιβάν ο Τρομερός», «Αλέξανδρος Νιέφσκι» που προβάλλονται για πρώτη φορά, τον Μίκλος Γιάντσο στις ταινίες «Νικημένοι», «Ο ήχος της σιωπής», τον Ναγκίσα Οσίμα με την «Τελετή» και άλλους σπουδαίους σκηνοθέτες, άγνωστους όμως στο κοινό της πρωτεύουσας. Διακριτή, ωστόσο, ήταν και η παρουσία του ελληνικού κινηματογράφου, που από αυτή την εποχή αρχίζει να εμφανίζει έργο ανάλογο μ’ αυτό του καλλιτεχνικού ευρωπαϊκού κινηματογράφου.
Από το 1971 και μέχρι την πτώση της δικτατορίας το 1974, γεγονότα αποτέλεσαν οι προβολές ελληνικών ταινιών, με αντισυμβατική γραφή και περιεχόμενο, ως σχεδόν πολιτική πράξη απέναντι στη δικτατορία
Φτάνουμε στο 1971. Μία χρονιά που καταγράφεται μία πολύ μεγάλη επιτυχία στην αίθουσα: κατ’ αποκλειστικότητα προβάλλεται η «Αναπαράσταση» του Θ. Αγγελόπουλου, που αγγίζει τα 11.000 εισιτήρια μόνο την πρώτη εβδομάδα προβολής της. Ανάλογο αριθμό επέτυχαν το «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο» του Παζολίνι και ο «Ιβάν ο Τρομερός» του Αϊζενστάιν. Από την περίοδο αυτή και μέχρι την πτώση της δικτατορίας το 1974, γεγονότα αποτέλεσαν οι προβολές ελληνικών ταινιών, με αντισυμβατική γραφή και περιεχόμενο, ως σχεδόν πολιτική πράξη απέναντι στη δικτατορία: «Κρανίου Τόπος» του Αριστόπουλου, «Μέρες του ‘36» του Αγγελόπουλου, «Άσπρο Μαύρο» των Ρεντζή και Ζερβού, οι οποίες πυροδότησαν κλίμα έντονα αντιδικτατορικό, εντός της αίθουσας, με κορύφωση την προβολή της, δύο φορές κομμένης από τη λογοκρισία, ταινίες «Ο Βαρθολομαίος» του Μανούσου Μανουσάκη (χαμένης σήμερα) και με άδεια για προβολή σε μία μόνο αίθουσα. Η Αλκυονίδα γέμισε από κόσμο, όπως όμως και όλη η Ιουλιανού, όπου το τραγούδι του Γιάννη Μαρκόπουλου «Μπήκαν στην πόλη οι εχθροί», ως υπόκρουση της ταινίας, ακούγονταν από όλους και δονούσε κτήριο και δρόμο. Εξού και το ανέκδοτο της εποχής: «Γιατί οι ασφαλίτες μετέρχονται άλλον τρόπον και δεν εισβάλλουν ένα βράδυ στην Αλκυονίδα, για να έχουν στο χέρι τους όλους τους αντιστασιακούς μαζεμένους;».
Σ’ αυτή την πρώτη περίοδο, δεν απουσιάζουν και οι κλασικοί του αμερικανικού κινηματογράφου. Σχετικά αφιερώματα γίνονται στο γουέστερν, στον Ελία Καζάν, στο φιλμ νουάρ.
Με την πτώση της Χούντας και την υποχώρηση της αυστηρής λογοκρισίας παρουσιάζεται το σύνολο σχεδόν της πρωτοπορίας του Σοβιετικού κινηματογράφου. Αϊζενστάιν, Μπουτόβκιν, Ντοβζένκο. Κόπηκαν 15.000 εισιτήρια στην πρώτη εβδομάδα προβολής της ταινίας του, «Η γη», Βερτόφ, καθώς και σκηνοθέτες της επόμενης γενιάς. Ντουσκόι, Κόζιτσεφ, Ρομ κ.α, όλοι με σχετικά αφιερώματα. Συνεχίζεται δε η παρουσίαση των νέων τάσεων του παγκόσμιου κινηματογράφου: Ουμπέρτο Σόλας, Αλέα, Λίτιν κ.α. Ταυτόχρονα, το ελληνικό πρόγραμμα, καθ’ όλη τη λειτουργία της Αλκυονίδας, πάντα κατείχε το 1/3 του συνόλου των προβολών, για κάθε χρονιά.
Η Αλκυονίδα αρχίζει αυτή την εποχή συνεργασία με πρεσβείες χωρών (που θα συνεχιστεί μέχρι τέλους) των οποίων ο κινηματογράφος δεν ήταν ευρέως γνωστός στην Ελλάδα. Έτσι, κάθε χρονιά έχουμε δύο τουλάχιστον αφιερώματα σε εθνικές κινηματογραφίες: Μεξικού, Πορτογαλίας, Βουλγαρίας, Τσεχοσλοβακίας, Πολωνίας, Αργεντινής, Κούβας. Εν τω μεταξύ, στα μέσα του ’70, αναλαμβάνει υπεύθυνος για την επιλογή των ταινιών ο Ζήνος Παναγιωτίδης, φοιτητής τότε της φιλοσοφικής σχολής.
Η λειτουργία μεταμεσονύκτιας ζώνης, κάθε Σάββατο, με ταινίες αντισυμβατικής φόρμας και περιεχομένου σταμάτησε μετά από μία επεισοδιακή βραδιά, αφιερωμένη στον ερωτισμό.
Η Αλκυονίδα συνεργάζεται (1978-1981) με τον κριτικό κινηματογράφου Διαμαντή Λεβεντάκη, ο οποίος διαχειρίζεται ένα μεγάλο αριθμό ταινιών του νέου ελληνικού κινηματογράφου και κάθε Κυριακή πρωί, τις παρουσιάζει με αναλυτική εισαγωγή, ενώ ακολουθεί συζήτηση με το σκηνοθέτη.
Από τα ξεχωριστά γεγονότα της δεκαετίας του ’80, η παρουσίαση μέσα σε τρία χρόνια των περισσότερων ταινιών του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, η λειτουργία απογευματινής ζώνης κάθε Σάββατο και Κυριακή, με τίτλο «Ζήτω οι επαναλήψεις», όπου επανήλθαν στην επικαιρότητα, ταινίες ξεχασμένες των εταιρειών διανομής, η λειτουργία μεταμεσονύκτιας ζώνης, βασισμένη πάνω σε ιδέα του Γιάννη Σολδάτου, κάθε Σάββατο, με ταινίες αντισυμβατικής φόρμας και περιεχομένου. Χαρακτηριστικό είναι πως η ζώνη αυτή σταμάτησε τις προβολές της μετά από μία επεισοδιακή βραδιά, αφιερωμένη στον ερωτισμό, με καλεσμένους τους Νίκο Κούνδουρο, Γιάννη Τσαρούχη, Γιώργο Βέλτσο και συντονιστή το Γιάννη Σολδάτο. Μία βραδιά που, πολύ απλά, δεν άρχισε ποτέ! Ο κόσμος είχε ασφυκτικά γεμίσει την αίθουσα, καθώς και όλη την Ιουλιανού, μεταξύ Αριστοτέλους και Φυλής. Η αστυνομία ήρθε και διακριτικά διεμήνυσε να μη συνεχιστούν οι μεταμεσονύκτιες προβολές. Το γεγονός ήταν στις κύριες ειδήσεις των καλλιτεχνικών στηλών στις εφημερίδες της επόμενης μέρας. Στην Αλκυονίδα πρότειναν ταινίες, έγραφαν εισαγωγικά και αφιερώματα οι θεωρητικοί του κινηματογράφου Βασίλης Ραφαηλίδης, Ν. Φ. Μικελίδης, Ανδρέας Τύρος.
Όμως στις αρχές του ’90, η πολιτική των γραφείων διανομής αλλάζει και η Αλκυονίδα αδυνατεί να προβάλει τις ταινίες που θέλει. Έτσι, ο ιδιοκτήτης της αποφασίζει να μην αλλάξει τη φιλοσοφία λειτουργίας της, ακόμη και με το κλείσιμό της ως κόστος. Τα επόμενα χρόνια λειτούργησε ως θέατρο, μέχρι τώρα, που κάνει πρεμιέρα με το εμβληματικό έργο του Ζαν Ρενουάρ Η Χρυσή Άμαξα ("Le carrosse d'or") με πρωταγωνιστές τους : Anna Magnani, Odoardo Spadaro, Duncan Lamont.
σχόλια