Στα τέλη της δεκαετίας του 70, ένας ιδιοκτήτης κινηματογράφων, της Ριβιέρας και του Βοξ, ο Θόδωρος Ρίγγας, βλέπει στην οδό Χάρητος 50, στο Κολωνάκι, ένα άχτιστο οικόπεδο γεμάτο σκουπίδια και ψόφιες γάτες. Αποφασίζει και το κάνει θερινό κινηματογράφο. Αυτή σε δυο γραμμές είναι η ιστορία της γέννησης της Αθηναίας, ενός ιστορικού, αστικού, τυπικού κινηματογράφου της θερινής πόλης, που φέτος κλείνει τα 35 της χρόνια. Ο Ρίγγας φτιάχνει μέσα στο οικόπεδο μια μικρογραφία της Ριβιέρας, έναν κινηματογράφο-κήπο με λίγες σχετικά θέσεις, μόνο 250. Έχει συντριβάνια και λεύκες και αναρριχητικά και γιασεμιά και μυρωδικά φυτά που μοσχοβολούν. Τα παλιά της προγράμματα είχαν δυο κολώνες από τους στύλους του Ολυμπίου Διός.
Η ιστορία της ζωής του Θόδωρου Ρίγγα, όπως την μας αφηγείται η κόρη του Πέγκυ Ρίγγα, σημερινή ιδιοκτήτρια των κινηματογράφων, είναι μια ιστορία ανάλογη με αυτή του πρωταγωνιστή στην ταινία «Σινεμά ο παράδεισος», μόνο που ο Ρίγγας δεν έγινε σκηνοθέτης αλλά αιθουσάρχης. Ξεκίνησε από μικρό παιδί να δουλεύει μέσα στο σινεμά πρώτα πουλώντας τσιγάρα κι αναψυκτικά στο διάλειμμα, μετά ρίχνοντας τίτλους στις ταινίες. Τότε οι τίτλοι δεν ήταν ενσωματωμένοι στην κόπια και έπρεπε κάποιος με μια μίνι ας πούμε μηχανή προβολής να ρίχνει τους τίτλους στην οθόνη. Ένα τέτοιο μηχάνημα υπάρχει ακόμα και σήμερα στο σινεμά Ααβόρα. Στη συνέχεια δούλεψε σαν βοηθός μηχανικού, ώσπου πήρε και ο ίδιος το δίπλωμα. Δούλεψε σε διάφορες αίθουσες της Αθήνας αλλά φυσικά αυτό δε του έφτανε και άρχισε με πολύ κόπο και ελάχιστα χρήματα να κάνει τις δικές του αίθουσες.
Προς χάριν της ιστορίας, μια από τι μεγαλύτερες επιτυχίες του Θόδωρου Ρίγγα ήταν η προβολή της ταινίας «Σινεμά ο παράδεισος» του Τορνατόρε. Η ταινία βγήκε πριν από τα Χριστούγεννα τη δεκαετία του 80, σε μια εποχή του χρόνου που ο κόσμος περίμενε να δει τα «παιδικά». Πήγε ‘απατη στην αρχή, αλλά ο Ρίγγας που είχε αγαπήσει την ταινία, ενώ είχε κατέβει από τους κινηματογράφους σε μια εβδομάδα, την κράτησε παρά τα ελάχιστα εισιτήρια που έκοβε. Η ταινία μαθεύτηκε από στόμα σε στόμα, έγινε τεράστια επιτυχία και παιζόταν αποκλειστικά στην Ααβόρα για τους επόμενους έξι μήνες. Έκανε χιλιάδες εισιτήρια.
Η ιστορία της Αθηναίας ενός από τους επιτυχημένους κινηματογράφους της Αθήνας είναι περιπετειώδης. Σχεδόν από την αρχή της λειτουργίας του άρχισαν τα προβλήματα με τους περίοικους για τον ήχο. Πολλές γενιές μεγαλώσαμε με τον ήχο σχεδόν στο 0 στις βραδινές προβολές.
Οι δικαστικές διαμάχες κράτησαν περίπου 15 χρόνια και ο ιδιοκτήτης του κινηματογράφου δικαιώθηκε. Οι προβολές συνεχίζονται κανονικά ενώ για τη σωτηρία του κινηματογράφου είχαν υπογράψει τότε χιλιάδες Αθηναίοι, και ανάμεσά τους πανεπιστημιακοί, πολιτικοί και άνθρωποι της τέχνης, οι οποίοι ζητούσαν τα χαρτιά να υπογράψουν ακόμα και στη μια τη νύχτα μετά το τέλος της βραδινής προβολής.
Η Μελίνα Μερκούρη ήταν μια πολύτιμη συμπαραστάτης σε αυτή την ιστορία, όταν κήρυξε διατηρητέα κάμποσα θερινά σινεμά που κινδύνευαν από την μπουλντόζα. Επίσης φρόντισε να πεζοδρομήσει τους δρόμους στους οποίους υπήρχαν οι κινηματογράφοι Ριβιέρα, Βοξ και Αθηναία. Η πεζοδρόμηση της Χάριτος μεταμόρφωσε οριστικά αυτό τον μικρό άσημο δρόμο σε έναν από τους πιο διάσημους πεζόδρομους της Αθήνας για τη νυχτερινή ζωή του, καθώς γύρω του αναπτύχθηκαν ένα σωρό καινούργια μαγαζιά.
Στην Αθηναία πήγαινε κάποιος και για έναν ακόμα λόγο: την τυρόπιτα. Η αγαπημένη κυρία Ελένη, έφτιαχνε τη διάσημη χειροποίητη τυρόπιτα για την οποία υπήρχαν πάντα ουρές μεγάλες όσο και των ταμείων. Οι γείτονες έκαναν «προκράτηση» στις τυρόπιτες, περαστικοί περνούσαν και ρωτούσαν αν μπορούν να αγοράσουν χωρίς εισιτήριο, ήταν μερικά από αυτά που έβλεπες όταν στεκόσουν στην μεγάλη ουρά. Για προληπτικούς λόγους, πάντα αγόραζες και μια παραπάνω από αυτές που ήθελες. Η περίφημη τυρόπιτα η οποία σήμερα από μια άλλη Ελένη, νεώτερη, συνεχίζει την ένδοξη πορεία της έφτασε να γίνει από τον ΚΥΡ γελοιογραφία. Σε αυτό τον μεσοαστικό κινηματογράφο, πάντα συναντάς παλιούς Αθηναίους και πιτσιρίκια σινεφίλ, ηλικιωμένες κυρίες με τις κόρες τους, παρέες που συχνά και σταθερά, επιλέγουν τον κλειστό απομονωμένο κήπο.
Η Αθηναία μετράει μεγάλες επιτυχίες με μεγαλύτερη ίσως την ταινία «Σημασία έχει ν΄αγαπάς» με τη Ρόμι Σνάϊντερ. Ήταν τόσο μεγάλη η ζήτηση των εισιτηρίων, που ο Θόδωρος Ρίγγας και ο μηχανικός του κινηματογράφου κράτησαν κρυφά τα εισιτήρια της πρώτης εβδομάδας για να τα πουλήσουν στην πόρτα και άρχισαν να προπωλούν τα εισιτήρια της δεύτερης. Το «Καμπαρά» παιζόταν δεκαπενταύγουστο με ορθίους, ενώ "Η Τροτέζα" ή το "Ανάλυσέ το", παίζονταν για 6 εβδομάδες.
Η Αθηναία, η βενιαμίν των επιχειρήσεων αποδείχτηκε θαυματουργή. Μερικές από τις ταινίες που έκαναν μεγάλη επιτυχία είναι:
«Το κεντρί» (1973), «Η ωραία της ημέρας» (1980), «Επαναστάτης χωρίς αιτία» (1981), «Ρεπόρτερ» (1982), «Κάτια» (1983),«Το γλυκό πουλί της νιότης» (1984), «Ο συλλέκτης» (1985), «Ένα καπέλο γεμάτο βροχή» (1986), «Υποψίες» (1987), «Μπλόου απ» (1988), «Ο διαβολάκος» (1989), «Η διεφθαρμένη» (1990), «Μόνος στο σπίτι» (1991), «Κάπταιν Χουκ» (1992), «Τζένιφερ 8» (1993), «Επικίνδυνη γυναίκα» (1994), «Ένας μεγάλος έρωτας» (1995), «Μια αγάπη γεμάτη λουλούδια» (1996), «Η φάρμα της μαύρης συμφοράς» (1997), «Ο δρόμος του παραδείσου» (1998), «Το χρώμα του ψέματος» (1999), «Ονειρεύτηκα την Αφρική» (2000), «Το μυστικό της» (2001), «Μια νύχτα με τη Μοντ» (2002), «Ο Μπαλζάκ και η μικρή Κινέζα ράφτρα» (2003), «Τι έκανες στον πόλεμο μπαμπά» (2004), «Οι εντιμότατοι φίλοι μου» Νο 2 (2005).
σχόλια