Κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει, εν έτει 1998, όταν άνοιγε το μικροσκοπικό βιβλιοπωλείο Λεμόνι στη γειτονιά του Θησείου, πως είκοσι χρόνια μετά όχι μόνο θα υπήρχε ακόμα εκεί, ίδιο κι απαράλλαχτο, ζεστό και φιλόξενο, αλλά θα αποτελούσε και πυρήνα των βιβλιόφιλων της περιοχής και όχι μόνο.
Το Λεμόνι είναι 18 τ.μ. όλα κι όλα. «Δεν έχουμε ούτε αποθήκη» θα μου πει ο Σπύρος Ξένος, ο ιδιοκτήτης ή μάλλον βιβλιοπώλης του Λεμονιού όπως αποκαλεί ο ίδιος τον εαυτό του, ένα απόγευμα του Σεπτέμβρη καθώς κουβεντιάζουμε καθισμένοι στο τραπεζάκι με τις καρέκλες που υπάρχει μονίμως έξω από το βιβλιοπωλείο επί της οδού Ηρακλειδών.
Το κάθε βιβλίο είναι σχεδόν μοναδικό εδώ μέσα και αν κάποιος το αγοράσει θα πρέπει κατευθείαν να αντικατασταθεί από τον ίδιο ή από τον συνεργάτη του Αυγουστίνο Γαρουφαλλή. «Στην αρχή αυτός ο τόσο μικρός χώρος με είχε προβληματίσει. Όμως αυτή η μικρή κλίμακα (του χώρου) διευκόλυνε τα πράγματα διότι κατάλαβα γρήγορα πως τελικά θα έβαζα στα ράφια του μόνο όσα βιβλία θεωρούσα σημαντικό να μπουν. Είπα ότι θα είναι σαν την προσωπική μου βιβλιοθήκη η οποία θα έπρεπε να έχει μόνο τα πιο εκλεκτά».
Στα ράφια του Λεμονιού βρίσκεται, ομολογουμένως στριμωγμένος, ο αφρός της ελληνικής αλλά και ξένης λογοτεχνίας. Βιβλία λιγότερο εμπορικά αλλά επιλεγμένα με μεγάλη προσήλωση στην ποιότητα, και από την άποψη του κειμένου αλλά και της έκδοσης.
Στα ράφια του Λεμονιού βρίσκεται, ομολογουμένως στριμωγμένος, ο αφρός της ελληνικής αλλά και ξένης λογοτεχνίας. Βιβλία λιγότερο εμπορικά αλλά επιλεγμένα με μεγάλη προσήλωση στην ποιότητα, και από την άποψη του κειμένου αλλά και της έκδοσης. Ποίηση, φιλοσοφία, δοκίμια, θέατρο, βιβλία και περιοδικά τέχνης όπως και DVD με χορό, χοροθέατρο και θεατρικές παραστάσεις από το εξωτερικό, αλλά και CD κλασικής κυρίως μουσικής.
Ο Σπύρος Ξένος γεννήθηκε στην Αίγινα αλλά μεγάλωσε στις δυτικές συνοικίες της Αθήνας. Η οικογένειά του δεν είχε μεγάλη σχέση με τα βιβλία κι έτσι από πολύ μικρός είχε κι ο ίδιος λιγοστά. «Όμως αυτά τα λίγα ήταν και πολύτιμα. Θυμάμαι τον εαυτό μου σαν μικρό παιδί να φτιάχνω συνεχώς τη βιβλιοθήκη μου, να αλλάζω θέσεις στα βιβλία, να τα ταξινομώ, να τα βάζω σε κατηγορίες. Αυτά τα λιγοστά».
Αργότερα, αφού εργάστηκε για χρόνια σε μεγάλη πολυεθνική εταιρεία που ειδικευόταν στον κλάδο των ηλεκτρονικών υπολογιστών, ξεκίνησε να αισθάνεται ένα κενό. Η δουλειά δεν τον γέμιζε καθόλου σε αντίθεση με τα βιβλία που εξελίχθηκαν να είναι το πάθος του, καθώς απολάμβανε την ανάγνωση και την ανακάλυψη νέων κειμένων ολοένα και περισσότερο. «Με το που πληρωνόμουν χαλούσα όλο μου τον μισθό σε βιβλία» λέει. «Ή έκανα ταξίδια στο Παρίσι όπου χωνόμουν με τις ώρες μέσα στα μικρά παριζιάνικα βιβλιοπωλεία».
Σκέφτηκε λοιπόν να κάνει κάτι δικό του, παρόμοιο με αυτά που έβλεπε στα ταξίδια του. «Σε μια από τις περιπλανήσεις που έκανα στο κέντρο της πόλης ανακάλυψα αυτόν τον μικρό χώρο στην οδό Ηρακλειδών. Μου άρεσε η αίσθηση της γειτονιάς που βρήκα εδώ αν και δεν είχα καμία σχέση με την περιοχή. Ήμουν εντελώς ξένος και δεν ήξερα κανέναν. Είναι όμως από αυτά τα ρίσκα που παίρνεις καμιά φορά όταν είσαι νέος και λες ότι "αυτό το βήμα πρέπει να το κάνω γιατί είναι ίσως για μένα". Είναι μια διαίσθηση που πρέπει να ακολουθήσεις».
Όταν πρωτομπήκε στον χώρο, παρότι ήταν απεριποίητος και χρειαζόταν επισκευή και ανακαίνιση, ένιωσε ένα πολύ ωραίο και ζεστό συναίσθημα. «Θυμάμαι να στέκομαι στο πίσω μέρος όπου τότε υπήρχε μια σιδερένια πόρτα και ένα παράθυρο. Ανοίγοντάς το, είδα πως υπάρχει ένα όμορφο κηπάκι με δυο λεμονιές. Μου έκανε εντύπωση πως μέσα σε εκείνη την ερήμωση που εμφάνιζε ο χώρος υπήρχε τόση κρυμμένη ομορφιά. Το έβαλα πείσμα να μεταμορφώσω τον χώρο». Και μόλις το κατάφερε άρχισε να γεμίζει τα ράφια του με τα βιβλία που είχε διαβάσει και αγαπήσει ο ίδιος.
«Μάλιστα όταν ξεκίνησα να το λειτουργώ δεν ήξερα ότι τα βιβλιοπωλεία στις προθήκες βάζουν τις νέες κυκλοφορίες για να ενημερώνονται οι πελάτες. Στην αρχή έβαζα αυτά που αρέσανε σε εμένα – κυρίως ποίηση. Στην πορεία κατάλαβα τι έπρεπε να κάνω».
Τελικά, αυτός ο πολύ μικρός χώρος φάνηκε να βοηθά και τους αναγνώστες οι οποίοι αγκάλιασαν το Λεμόνι. Ίσως στα μεγάλα βιβλιοπωλεία χάνεται κανείς στο ψάξιμο, στη «μετάφραση».
«Αυτό που απαιτεί το βιβλίο είναι η συγκέντρωση και ο μικρός μας χώρος βοήθησε να συγκεντρωθούμε στα ουσιώδη που βρίσκονται στα ράφια του βιβλιοπωλείου μας» λέει ο κ. Ξένος. «Πάντα απορούσα γιατί να μην έχουν οι συνοικίες της Αθήνας το δικό τους βιβλιοπωλείο. Αυτό ήταν το σκεπτικό μου. Δεν ήθελα να ανοίξω άλλο ένα βιβλιοπωλείο στο κέντρο της πόλης αλλά το βιβλιοπωλείο της γειτονιάς του Θησείου».
Το Λεμόνι φυσικά και έχει πολλούς και μόνιμους πελάτες με τους οποίους έχει αναπτυχθεί μια βαθιά φιλία και μια προσωπική σχέση με τους δύο βιβλιοπώλες. «Θυμάμαι για παράδειγμα έναν κύριο που πλέον έχει αποδημήσει –μια ιδιαίτερη, εκκεντρική και κάπως ποιητική φυσιογνωμία– ο οποίος ζούσε σε ένα μικρό διαμέρισμα στα Πετράλωνα γεμάτο με βιβλία. Ήταν τόσα πολλά που κάθε τόσο έπεφτε και κάποιο βιβλίο στο κεφάλι του κι εκείνος το θεωρούσε σημάδι. Θυμάμαι τον έβρισκα να με περιμένει έξω από το βιβλιοπωλείο το πρωί ζητώντας μου όλη τη βιβλιογραφία του εκάστοτε συγγραφέα».
«Είναι μια σχέση αμφίδρομη αυτή με τους αναγνώστες» μου εξηγεί ο κ. Ξενος. «Μιλάμε, συζητάμε και μαθαίνουμε ο ένας από τον άλλο. Όταν μιλάμε με τους πελάτες δεν νιώθω βιβλιοπώλης αλλά αισθάνομαι ότι είμαστε δύο αναγνώστες που συνομιλούμε. Αυτό είναι που κάνει το μικρό βιβλιοπωλείο τόσο ελκυστικό».
Αν και όλη η Αθήνα φαίνεται να είναι σε μια μόνιμη κίνηση και αλλαγή, η περιοχή του Θησείου κρατάει ακόμα κάτι από την παλιά γειτονιά. Βέβαια η άνοδος της Αirbnb έχει ξεκινήσει να διώχνει τους κατοίκους και εδώ. «Η περιοχή είχε και παλιότερα το τουριστικό στοιχείο αλλά τώρα αυτό έχει γίνει πιο έντονο. Φυσικά έχω και ξένους τίτλους γιατί έχω και ξένους πελάτες» λέει, ενώ λίγο αργότερα ομολογεί πως το Λεμόνι έχει γίνει κάτι σαν ατραξιόν.
«Κάθε τόσο στέκονται και φωτογραφίζονται οι τουρίστες μπροστά στο βιβλιοπωλείο γιατί μάλλον τους κάνει εντύπωση που είναι τόσο μικρό και μετά μπαίνουν μέσα και χαζεύουν τους ξένους τίτλους».
Τον ρωτάω ποια είναι η δική του αίσθηση σχετικά με την υπερπληθώρα των τίτλων που εκδίδονται κάθε χρόνο στη χώρα μας, σε συνάρτηση με το γεγονός ότι οι Έλληνες δεν διαβάζουμε πολύ.
«Έχω την αίσθηση ότι οι περισσότεροι εκδοτικοί οίκοι βγάζουν πολλά αλλά και πολύ καλά βιβλία τα τελευταία χρόνια ενώ παλαιότερα δεν συνέβαινε αυτό. Όσο περνούν τα χρόνια εκδίδονται ολοένα και πιο σημαντικοί τίτλοι, εξαιρετικές μεταφράσεις και βιβλία υψηλής αισθητικής. Έχουν ξεπεταχτεί και μικροί εκδοτικοί οίκοι και συναντάς συχνότερα νέα παιδιά που ασχολούνται με τον χώρο της έκδοσης, της συγγραφής αλλά και τον χώρο του βιβλίου γενικότερα, οι οποίοι κάνουν αυτή τη δουλειά με ιδιαίτερο μεράκι. Όμως ζούμε σε μια χώρα ξελογιάστρα. Έχουμε τέτοιο ήλιο και τόση ομορφιά που σου παίρνουν τα μυαλά και δεν σε αφήνουν να συγκεντρωθείς. Και το βιβλίο θέλει συγκέντρωση».
Όμως τον κ. Ξένο δεν τον απασχολεί ιδιαίτερα να καλύπτει ολόκληρη την εγχώρια βιβλιογραφία. «Όταν τρέχεις ένα μικρό, ανεξάρτητο βιβλιοπωλείο και οι καινούριοι τίτλοι βγαίνουν με μεγάλη ταχύτητα, προφανώς και δεν θα τους προλαβαίνεις. Γιατί δεν είναι αυτό το νόημα τού να έχεις ένα μικρό, ανεξάρτητο βιβλιοπωλείο».
Info
Στο Λεμόνι γίνονται παρουσιάσεις ζωγραφικών και φωτογραφικών έργων μικρής κλίμακας, παρουσιάσεις βιβλίων ενώ φέτος θα ξεκινήσει και μια σειρά μηνιαίων παρουσιάσεων επιλεγμένων λογοτεχνών στον χώρο του Μουσείου Ηρακλειδών που βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής.