Τον Φλεβάρη του 1998 ήμουν μικρομάνα και αποφασισμένη να αλλάξω ζωή. Ήδη είχα αφήσει πίσω μου μια απαιτητική καριέρα, κάνοντας μεταφράσεις από το σπίτι, και με κρύα καρδιά συμμετείχα αραιά και πού στην αθηναϊκή νύχτα, της οποίας το πάρτι, όπως το είχα λατρέψει στα '80s, δεν μετέφραζε ακριβώς τη δική μου άποψη για το λήμμα «ξεσάλωμα».
Ο αδελφικός μου φίλος Εμμανουήλ (Κουτσουρέλης) με βρήκε πάνω που έφτιαχνα ένα μπριάμ, «στον δρόμο», μου λέει, «συνάντησα τη Νίκη (Γεωργοπούλου), ο άντρας της έχει έναν χώρο στου Ψυρρή και σκέφτεται να τον νοικιάσει». «Ποια είναι η Νίκη;» «Την ξέρεις, όλο και σε κάποιο πάρτι ή κλαμπ θα έχετε συναντηθεί».
Δεν θυμήθηκα ποτέ, τρεις μέρες μετά, όμως, βρεθήκαμε στο γραφείο του συζύγου, Ανδρέα (Σαράντη), να υπογράφουμε συμβόλαια και εταιρικά. Η Νίκη ήταν πανέμορφα σικ, εξωτικά απόκοσμη, φαν των πάρτι, είχε και μωρό στην ηλικία του δικού μου. Δεν χρειαζόμουν άλλη εγγύηση για να φορέσω πάραυτα το μαγιό μου για τη μεγάλη βουτιά σε μια φρέσκια περιπέτεια.
Να κάνουμε ένα μαγαζί. Από διαφορετικά backgrounds, κανείς μας δεν ήξερε και δεν νοιαζόταν να αξιολογήσει το εγχείρημα. Θέλαμε ένα μαγαζί. «Οτιδήποτε» είπε η Νίκη. Με μια προϋπόθεση: να μην έχει ξενύχτι. Συμφώνησα ενθουσιωδώς – μοντέρνες μάνες, θέλαμε να είμαστε σωστές, κοντά στα βρέφη μας. Η γαστρονομία ως επάγγελμα δεν είχε καν χαράξει ως ιδέα ακόμα στη ζωή μου. Όμως μαγείρευα και δεξιωνόμουν με μεγάλο πάθος, το ίδιο και η Νίκη. Τότε είχαν αρχίσει να εμφανίζονται τα πρώτα ελληνικά τοπικά προϊόντα που και οι δυο αναζητούσαμε ως μια νέα χαραυγή στη μονοτονία του εισαγόμενου ντελικατέσεν.
Όλα έτοιμα, όπως τα σκηνοθετήσαμε, για ένα γαλήνιο μεσημεροαπόγευμα με μεζεδάκια και μπίρες, το κοινό το ονειρευτήκαμε λίγο σοφιστικέ, λίγο ιντελεκτουέλ, αρκετά γκουρμέ, και κουρασμένο, όπως εμείς, από τις ξέφρενες νύχτες δύο δεκαετιών.
Αποφασίσαμε να κάνουμε ένα νεο-καφενείο, όπου θα μαζεύαμε ό,τι πιο σπάνιο και αγνότερο απ' όλη την Ελλάδα και όπου θα μπορούσες να ψωνίζεις τον παστουρμά σου αλλά και να πάρεις επί τόπου ένα μεζεδάκι στη λαδόκολλα ή να πιεις μια εξωτική πορτοκαλάδα από το Αίγιο. Στις 7 το απόγευμα, θα κλείναμε!
Με τα χεράκια μας στήσαμε το σκηνικό. Εγώ έβαλα τα πλαστικά λουλουδάτα τραπεζομάντιλα, η Νίκη και ο Γιώργος Τζιλιάνος έφτιαξαν ραφαρίες με το εξότικ υλικό «κοτετσόσυρμα», ο Εμμανουήλ έβαψε λευκό γυαλιστερό το πάτωμα, όπως πάντα το ονειρευόμουν, ένας τεράστιος πολυέλαιος από μπουκάλια και μαχαιροπίρουνα κρεμάστηκε πάνω από τα κεφάλια μας, ρολόγια με Χριστούς και Μαντόνες ολοκλήρωσαν το κιτς δικό μου παραλήρημα.
Ήταν απόγευμα, η μηχανή του ζαμπόν στον πάγκο έτοιμη να κόψει αγνά αλλαντικά, χύμα τσίπουρο στις καράφες, Ουμ Καλσούμ και Μορίς Ελ Μεντιονί να ταιριάζουν με το αθηναϊκό σαββατιάτικο μεσημέρι στην πλατεία του χωριού, σε μια γειτονιά απόκοσμη, βιομηχανική, λίγο μουχλιασμένη, λίγο καρυωτακική, κάπως νοσταλγική, με σκουπίδια, αρουραίους και αδέσποτα, μια γειτονιά αρκούντως σκοτεινή – τότε στου Ψυρρή υπήρχε μόνο το «Τάκη 13».
Όλα έτοιμα, όπως τα σκηνοθετήσαμε, για ένα γαλήνιο μεσημεροαπόγευμα με μεζεδάκια και μπίρες, το κοινό το ονειρευτήκαμε λίγο σοφιστικέ, λίγο ιντελεκτουέλ, αρκετά γκουρμέ, και κουρασμένο, όπως εμείς, από τις ξέφρενες νύχτες δύο δεκαετιών.
Και τότε έγινε το αποτρόπαιο. Κόσμος να καταφθάνει από παντού, ο δρόμος να σκοτεινιάζει από τα πλήθη, γνωστοί και ωραίοι άγνωστοι, το απόγευμα να γίνεται νύχτα χάους, η Ουμ Καλσούμ να γίνεται Γκλόρια Γκέινορ, το σκοτάδι να χαράζει πάνω σε τόνους πατημένες χαρτοπετσέτες, χυμένα ποτά, διαλυμένα πόδια από τον χορό, σπασμένα ποτήρια σε ένα ξημέρωμα που ήρθε σαν καμένος εγκέφαλος. Ήταν σαν το Πάρτι, ένα ολοκαίνουριο Πάρτι στα χρονικά της πόλης, να τρύπωσε μόλις βάλαμε το κλειδί στην πόρτα. Ερήμην μας, χωρίς να το έχουμε σχεδιάσει, ακάλεστο, προκλητικό και επίμονο.
Έβλεπα φίλους χαμένους από χρόνια να κρέμονται στα μεταλλικά ρολά, έβλεπα τη Νίκη με τον Εμμανουήλ να στροβιλίζονται, αλαλάζοντας, και το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ είναι «ουάου, για δες, το καλύτερο ξεφάντωμα μπορεί να γίνει και όταν δεν έχεις περάσει μισή μέρα να σκηνοθετείς τον εαυτό σου στον καθρέφτη, με ελβιέλες κι ένα παλιό μακό, με ένα ξεβαμμένο κραγιόν και απρόσκλητους καλεσμένους».
Τα πιο παθιασμένα εγκλήματα είναι αυτά που γίνονται χωρίς προμελέτη. Όταν η εποχή έρχεται να εκφραστεί από μόνη της, χωρίς τη δική σου παρέμβαση, επειδή απλώς εσύ της έστησες ένα στέκι, της έδωσες μια διεύθυνση.
Αυτό το πάρτι κράτησε χρόνια μέχρι να ξεφτίσει. Είχε στριπ-σόου, είχε ντραγκ-σόου, είχε και γύφτικα κλαρίνα. Δεν έπαιξε ποτέ του ελληνικά, αλλά κορίτσια και αγόρια τα «πετούσαν όλα» πάνω στις μπάρες στο τσακίρ κέφι. Είχε έρωτες, είχε απιστίες, είχε μεθύσια, φιλίες που γεννήθηκαν και άλλες που πέθαναν, καβγάδες και παντρολογήματα. Αυτά, όμως, τα είχαν και όλα τα άλλα μαγαζιά.
Το Bee είχε τρία γράμματα, ένα για τον καθέναν μας, και πόρτες ορθάνοιχτες, κατά προτίμηση στους τρελούς, τους αλλιώς, τους ανεξέλεγκτους. Μέχρι τότε, τα μαγαζιά ήταν φυλετικά: εδώ οι ροκάδες, εκεί οι τσιφτετελάδες, εδώ οι πλούσιοι, εκεί οι φτωχοί, εδώ οι άσημοι, εκεί οι διάσημοι, εδώ οι γκέι και αλλού οι στρέιτ, εδώ οι νέοι, αλλού οι γέροι.
Το πρώτο μαγαζί της γενιάς του που διακοσμήθηκε χωρίς διακοσμητή, ντιζάινερ και ειδικό του μίνιμαλ-σε-γήινους-τόνους τούς μάζεψε όλους αυτούς μαζί. Τη φετίχ του κοσμικισμού κ. Λία Χατζηπάνου με την Αγάπη Βαρδινογιάννη, τον Πέτρο Κωστόπουλο και όλο το γκλαμ του εναλλακτικού θεάτρου, μαζί με όλο το γκέι crowd που για πρώτη φορά έκανε στέκι ένα μαγαζί με φως και τζαμαρίες στον έξω κόσμο, τη μαμά μου με τις φίλες της, τα πιτσιρίκια μας να σερβίρουν φλούο φέικ κοκτέιλ στο κοινό, επώνυμους και διάσημους, τραγουδιστές και πολιτικούς πλάι στον σκουπιδιάρη της γειτονιάς που περνούσε για ποτό μόλις τέλειωνε τη βάρδια του, πιο δίπλα όλη η ελληνική μόδα, στυλίστες, σχεδιαστές, φωτογράφοι, αγόρια ντυμένα κορίτσια και κορίτσια ντυμένα αγόρια, τα πρώτα ραντεβού του πρώιμου χιπστερισμού, εναλλακτικοί μουσικοί, θαυματοποιοί που ξερνούσαν φωτιές και ο Μιχάλης Χατζηγιάννης, ο Χάρης Ρώμας πλάι στη Θεοδώρα Τζήμου, ο Σταύρος Ξαρχάκος και η Μαλβίνα, σοβαροί συγγραφείς και σοβαροφανείς ξιπασμένοι της αυτού Μεγαλειότητος του λάιφσταϊλ, ανώνυμοι έφηβοι στο πρώτο τους «έξω» ραντεβού για καφέ.
Με ταχύτητα αστραπής καθαρίζαμε τους καναπέδες από τις κολλημένες τούρτες και τον χαρτοπόλεμο των παιδικών πάρτι, φυγαδεύαμε ανήλικα και κλόουν, για να ξεκινήσει το γκέι πάρτι με τους πιο πολλούς στρέιτ της πόλης, τούρτες του Στέλιου Παρλιάρου γίνονταν τουρτοπόλεμος στο πεζοδρόμιο, προσγειώνονταν σε λαμέ Deux Hommes δημιουργίες και πλαστικές σαγιονάρες, τρανς κορίτσια ερχόντουσαν για μια μεσημεριανή χωριάτικη με καρπούζι και τις έβρισκε το ξημέρωμα χωρίς περούκα πάνω από σφηνάκια καρπούζι.
Κάπως έτσι, ένα αγόρι από τη Θεσσαλονίκη μάς συστήθηκε για σεφ και μας ζήτησε δουλειά. Η δοκιμή που θα μας έπειθε ήταν το απόλυτο disaster παραψημένου κοτόπουλου, αλλά ο Βασίλης Καλλίδης έγινε αμέσως Bee, ομοϊδεάτης του κιτς, της ασυναρτησίας και μιας ανεξέλεγκτης παλαβομάρας. Πολλές μανούλες καλεσμένες στα πάρτι γενεθλίων των γιων τους υπέστησαν εγκεφαλικά με τις διάσημες τούρτες του Βασίλη, στολισμένες με Κεν σε κάμα σούτρα στάσεις με άλλους Κεν, γκλίτερ, κραγιόν, καθρεφτάκια, τιάρες, κολιέ και όλα τα αξεσουάρ της Μπάρμπι για μια αγορίστικη επέτειο.
Το Bee ήταν το (symbol), το ένθετο τότε του «Επενδυτή», σε λάιβ. Κινούμενες οι φωτογραφίες του Σπύρου Στάβερη, το παζλ μιας εποχής που ήθελε να είναι πλούσια και αστραφτερή, έστω και με δανεικά από τις τράπεζες, όταν όλοι σε απαρτία τα μεσημέρια του Σαββάτου, με τον πρώτο καπουτσίνο, αναζητούσαν εναγωνίως το «κλικ» της επιβεβαίωσης στο «αν δεν είσαι στο (symbol), δεν είσαι στη μόδα».
Το τελευταίο ανέμελο και ποζάτο συνάμα ενσταντανέ μιας Αθήνας πριν θαφτούν όλα κάτω από τη σκόνη της κρίσης και της αποκαθήλωσης.
(Στη μνήμη του Εμμανουήλ, που μόλις έφυγε από κοντά μας, για να εξερευνήσει τα επουράνια πάρτι).
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.
σχόλια