Πολλοί από αυτούς πέρασαν μια ολόκληρη ζωή πίσω από την μπάρα, δεκαετίες ολόκληρες, πριν αφήσουν στα παιδιά τους τα κλειδιά. Οι νεότεροι κάρφωσαν περήφανοι το όραμα και τους στόχους της ζωής τους πάνω σε μια επιγραφή. Έγιναν φίλοι με τους θαμώνες και τους έμαθαν με το μικρό τους. Ήξεραν πια απ' έξω τα ποτά τους. Μαζί τους άλλαξαν πολλές χρονιές, μοιράστηκαν χαρές και δυσκολίες.
Σήμερα, στο δεύτερο «κλείσιμο», οι άνθρωποι των αθηναϊκών μπαρ κάθονται σπίτι και μετρούν. Άλλοι τις μέρες μέχρι τη στιγμή που θα ανοίξουν ξανά, άλλοι ζημιές, ρωτώντας τον εαυτό τους εάν αξίζει να βάλουν πάλι το πείσμα και την αγάπη για όσα έχτισαν μπροστά στις δυσκολίες. Τα μπαρ της Αθήνας είναι οι άνθρωποί τους. Και σε μια πρωτόγνωρη για τους ίδιους και για τη νυχτερινή ζωή της πόλης συγκυρία, εκείνοι έχουν κάτι να μας πουν.
Γιώργος Νάσιος: «Τα μπαρ είναι τα κουρεία και τα λουτρά της αρχαιότητας»
(Μπάτμαν)
«Τα μπαρ είναι τα κουρεία και τα λουτρά της αρχαιότητας. Ένας χώρος όπου μπορείς να κουβεντιάσεις τα πάντα. Πολιτική, συναισθηματικά προβλήματα, κοινωνικά, γνωριμίες. Είναι ένας "δημόσιος χώρος" και είναι απαραίτητος. Φεύγει το άγχος, όταν σχολάσεις από τη δουλειά θα πιεις ένα ποτάκι, θα συναναστραφείς με δυο ανθρώπους, θα ανταλλάξεις κάποιες απόψεις. Είναι κοινωνικός ο ρόλος του μπαρ.
Το Μπάτμαν είναι μια υγιής επιχείρηση, δεν απολύσαμε ούτε βάλαμε σε αναστολή κανέναν υπάλληλο. Αυτό έγινε από τον Οκτώβρη, όταν έφτασε πια ο κόμπος στο χτένι και βλέπαμε ότι στo δεύτερo κύμα θα ήμασταν σίγουρα για τρεις και τέσσερις μήνες κλειστοί. Και, απ' ό,τι βλέπω τώρα, θα είμαστε κλειστοί μέχρι Φεβρουάριο, Μάρτιο ‒ δεν ξέρω μέχρι πότε. Προσπαθούμε κι εμείς να επιβιώσουμε, και θα επιβιώσουμε. Στην πρώτη φάση, πέρα από το ότι ήμασταν κλειστοί, το διαχειριστήκαμε. Μετά, το καλοκαίρι, που ανοίξαμε, με τα μέτρα που πάρθηκαν, ήταν σαν να είμαστε κλειστοί. Όταν απασχολείς οκτώ υπαλλήλους και δουλεύεις από τις 7 ‒9, που ανοίγουμε εμείς‒ μέχρι τις 11-12, ούτε το ενοίκιο δεν βγάζεις, απλώς δηλώνεις "ωσεί παρών". Αντέξαμε το καλοκαίρι και αντέχουμε και στο δεύτερο lockdown.
Θα έπρεπε όλες αυτές οι προκαταβολές να είναι μη επιστρεπτέες, δηλαδή να ενισχύσουν την εστίαση, τον κλάδο μας γενικά, και τους καλλιτέχνες. Μπαίνω και σε άλλο χώρο, αλλά τον θεωρώ και δικό μας. Γιατί κι εμείς από κει τρεφόμαστε, με αυτούς τους ανθρώπους έχουμε συνδιαλαγεί, μουσικούς, καλλιτέχνες, θεατράνθρωπους, με όλον αυτόν τον χώρο, ο οποίος γενικά είναι παραμελημένος.
Οικονομικά; Προσπαθούμε να τα βγάλουμε πέρα, όπως όλοι στον κλάδο μας. Θα έπρεπε όλες αυτές οι προκαταβολές να είναι μη επιστρεπτέες, δηλαδή να ενισχύσουν την εστίαση, τον κλάδο μας γενικά, και τους καλλιτέχνες. Μπαίνω και σε άλλο χώρο, αλλά τον θεωρώ και δικό μας. Γιατί κι εμείς από κει τρεφόμαστε, με αυτούς τους ανθρώπους έχουμε συνδιαλαγεί, μουσικούς, καλλιτέχνες, θεατράνθρωπους, με όλον αυτόν τον χώρο, ο οποίος γενικά είναι παραμελημένος.
Δεν θέλω να γίνω άγγελος κακών ειδήσεων, αλλά υπάρχουν μαγαζιά που δεν θα ανοίξουν, όπως κι εκείνα που θα το παλέψουν, και δεν ξέρουμε την κατάληξή τους. Βέβαια, είναι μια πανδημία, δυστυχώς, παγκόσμια. Αλλά τα κράτη θα έπρεπε να μεριμνούν για τον κόσμο. Αυτή είναι η μόνη μου αντίρρηση. Καλώς έγινε το lockdown και καλώς να γίνουν όλα αυτά που γίνονται ‒ όχι αυτά που είδαμε προχθές στις εκκλησίες φυσικά. Εμείς, τουλάχιστον, από την αρχή κρατήσαμε και τα μέτρα και τις αποστάσεις. Δέκα άτομα επιτρέπονταν στον χώρο; Δέκα άτομα. Όπως το έκανε όλη σχεδόν η εστίαση.
Έχω συμπέθερους στο Βέλγιο ιδιοκτήτες restaurant και τους έδωσαν τον Μάρτιο, στο πρώτο lockdown, για δεκαπέντε ημέρες, ενάμιση χιλιάρικο ανεπίστρεπτο. Τον επόμενο μήνα τους χρηματοδότησαν με πέντε χιλιάδες για ένα μαγαζί σαν το Μπάτμαν. Restaurant, μικρό όμως. Κατά την άποψή μου, αυτό θα έπρεπε να κάνουν για να μπορέσει να σταθεί η οικονομία, να χρηματοδοτούν.
Το Μπάτμαν θα μείνει! Μπορεί να πουλήσουμε τα σπίτια μας, αλλά το Μπάτμαν θα είναι ανοιχτό, ό,τι και να γίνει. Αυτό είναι μήνυμα προς όλους τους θαμώνες, τους φίλους. Ό,τι και να γίνει, όταν μας επιτραπεί βέβαια, εμείς θα μείνουμε ανοιχτοί».
Batman, Θεοδωρήτου Βρεσθένης 40, 210 9241585
Σωτήρης Παπαθεοδώρου: «Έχασα ένα κομμάτι μου λίγο απότομα»
(Au revoir)
«Αυτό που με πείραξε πιο πολύ απ' όλα στο πρώτο κλείσιμο ήταν ότι δεν μπόρεσα να αποχαιρετιστώ με τους φίλους, τους θαμώνες, τους γνωστούς. Δηλαδή εγώ έμαθα το απόγευμα ότι το βράδυ κλείνω. Ήταν πάρα πολύ ξαφνικό. Το φοβόμουν ότι θα γινόταν κάποια στιγμή. Ακουγόταν ότι θα έρθει. Έγινε Παρασκευή, εγώ το περίμενα από Δευτέρα. Λέω "εντάξει, θα έχουμε το Σαββατοκύριακο να τους αποχαιρετήσω όλους, να πούμε τις εντυπώσεις μας, τι περιμένουμε, τι φοβόμαστε", αλλά δυστυχώς μας πρόλαβαν και δεν είδα κανέναν. Δουλεύω επτά νύχτες την εβδομάδα. Οι άνθρωποι που έρχονται στο μαγαζί είναι οι σημερινοί μου φίλοι. Έχασα ένα κομμάτι μου λίγο απότομα.
Έχω μια παρέα που ερχόταν τις Τετάρτες, από διάφορες ηλικίες, διάφορα background. Άλλοι είναι συνταξιούχοι, άλλοι φοιτητές, όλη η γκάμα. Συνέχισαν κατά τη διάρκεια της καραντίνας από το σπίτι τους. Έκαναν μια τηλεδιάσκεψη, άνοιγαν ένα Ζoom, έμπαιναν όλοι, έπιναν και συζητούσαν. Αυτό δείχνει πόσο σημαντικό είναι το μπαρ. Είναι χώρος όπου πας για να κοινωνικοποιηθείς, να βγεις, να ξεχαστείς λίγο, να αφήσεις τα προβλήματα πίσω, να πεις καμιά χαζομαρούλα. Πολλοί συζητούν για μουσική, διάφορα πράγματα. Ξεχνιούνται τα προβλήματα της καθημερινότητας. Αυτή η ανάγκη δεν ξεπερνιέται. Ευτυχώς, είμαστε ευρηματικοί και κατάφεραν οι άνθρωποι, έστω ένα μικρό κομμάτι, να το διατηρήσουν.
Όταν τους έβλεπα αυτούς τους φίλους μου τις Τετάρτες, αλλά και τις άλλες μέρες, και συζητούσαμε για το δεύτερο lockdown ή τώρα, για τις γιορτές, να δούμε πώς θα πάμε και τι θα κάνουμε, εγώ τους έλεγα "καλό Πάσχα". Εντάξει, είμαι ρεαλιστής. Αλλά έτσι είπα σε όλους. Γιατί δεν έβλεπα να αλλάζει κάτι πιο νωρίς. Το μαγαζί μου είναι από τα πρώτα που έκλεισαν και από τα τελευταία που θα ανοίξουν. Είναι και κλειστός χώρος, δεν έχω δυνατότητα να βγάλω τραπεζάκια έξω, στην Πατησίων. Μια μπάρα έβαλα κι αυτό γιατί στην αρχή, όταν άνοιξαν πάλι τα μπαράκια, είχαν επιτρέψει μόνο τα καταστήματα με εξωτερικό χώρο ή όσους έχουν παράθυρα κ.λπ. Όχι μέσα. Έβγαλα τη μπάρα έξω. Ήρθαν και τρεις φίλοι μου, καθόμασταν έξω και τα λέγαμε.
Στο πρώτο lockdown με πείραξε. Δεν ξέρω γιατί. Δεν το είχα συνηθίσει; Δεν το είχα σκεφτεί πολύ καλά; Το πήρα λίγο προσωπικά, άρχισα να βγάζω εξανθήματα. Μέχρι που είπα: "Κάτσε, δεν φταις εσύ". Δεν είναι ότι έκανα κάτι λάθος, λάθος χειρισμούς, ή ότι δεν με θέλει πια ο κόσμος. Δεν είναι κάτι που μπορώ εγώ να ελέγξω, π.χ. να ανοίξω πιο νωρίς, ή να το επηρεάσω. Δεν είναι στο χέρι μου. Οπότε λέω: "Δεν θα κάτσω να σκάσω για κάτι που δεν είναι στον έλεγχό μου". To πήρα κι εγώ στην πλάκα. Τι να κάνω;
Τα οικονομικά, καταστροφή. Δύο καταστροφικά χρόνια για τον κλάδο μου. Ξεκινήσαμε πέρυσι τη χρονιά με τον αντικαπνιστικό νόμο, που για τα ελληνικά δεδομένα ήταν πραγματικά ένα σοκ. Έχασα πάρα πολύ κόσμο. Γιατί, ως επί το πλείστον, είναι πότες, και οι πότες, άμα καπνίζουν, είναι γουλιά και τσιγάρο. Αν τους το κόψεις το τσιγάρο, δεν μπορούν να είναι συνέχεια μέσα-έξω, με αποτέλεσμα, τουλάχιστον μέχρι να συνηθίσουμε στην καινούργια κατάσταση, να κοπεί τελείως η δουλειά.
Με το που άρχισε λίγο ο κόσμος να συνειδητοποιεί ότι θα είμαστε πλέον έτσι και θα πρέπει να συμβιβαστούμε και ότι δεν γίνεται αλλιώς, κλείσαμε τελείως λόγω lockdown. Τότε που μας άφησαν να ανοίξουμε λίγο τον Σεπτέμβρη, μέχρι τις δώδεκα και με είκοσι άτομα να μπαίνουν μέσα στον χώρο, γιατί απαγορευόταν παραπάνω, δεν κάλυψα τίποτα. Επειδή έχουμε μάθει να βγαίνουμε για ποτό όχι στις έξι αλλά στις δέκα. Γέμιζα με αυτά τα είκοσι άτομα που επιτρέπονταν στις 10:30-11. Για να πιουν ένα ποτό και να πούμε αντίο στις δώδεκα. Τσάμπα καίει η λάμπα.
Επειδή είναι μικρό το καράβι, είναι μικρές και οι φουρτούνες που περνάω. Είμαι μόνος μου. Άμα κάνω καλά τα κουμάντα μου και προσέξω λίγο, είμαι εντάξει. Δεν έχω την οικονομική ευχέρεια που είχα την άνοιξη. Από κει που ήμουν μπάρμαν, έχω μείνει στο σπίτι και προσέχω τα παιδιά μου γιατί κι αυτά, με το lockdown, είναι στο σπίτι όλη μέρα. Ευτυχώς, έχω τη γυναίκα μου, που δουλεύει σε μια κατασκευαστική εταιρεία, δεν έχει σταματήσει και έχουμε ένα εισόδημα. Βέβαια, το σπίτι είναι δικό μας και δεν έχουμε νοίκι ‒ είναι μεγάλο έξοδο το νοίκι. Οπότε, έχουμε μόνο τι θα φάμε και τι θα πιούμε. Έχουμε περιοριστεί λίγο.
Ευτυχώς, δεν κάνω εξόδους για να έχω πολλά έξοδα, αλλά έχω χάσει δύο χρόνια από τη ζωή μου. Δύο παραγωγικά χρόνια. Για να μπαλωθούν οι πληγές που άνοιξαν αυτά τα δύο χρόνια, εγώ θα χρειαστώ τέσσερα. Και δέκα από την κρίση, που περιμένουμε και λέμε "άντε κουράγιο", κλείνουμε κοντά μια εικοσαετία στην πίεση. Εντάξει, είναι λίγο υπερβολή. Πόσο πλάτη να βάλουμε; Πόσο να αντέξουμε; Πόση υπομονή;
Για μένα, ένα θετικό μέσα σε όλα αυτά τα στραβά είναι ότι πρώτη φορά έκανα ρεβεγιόν με την οικογένειά μου, με τα παιδιά και τη γυναίκα μου. Δεν είχα κάνει ποτέ, γιατί παντρεύτηκα κι έκανα τα παιδιά, έχοντας ήδη το μαγαζί. Κάθε Πρωτοχρονιά πρέπει να είμαι εκεί. Αυτό το χάρηκα, να πω την αμαρτία μου. Μέσα στην όλη ασχήμια προσπαθώ να βρω όμορφα πράγματα. Για να με κρατάνε.
Au revoir, Πατησίων 136, 210 8230474
Σωτήρης Λαφαζάνης: «Τα μικρά στέκια θα συνεχίσουν»
(Αρχάγγελος)
«Την πρώτη φορά ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Λίγο που δεν υπήρχε η κούραση απ' όλο αυτό το θέμα, λίγο που ήταν μια παγκόσμια κατάσταση και είπαμε "άντε, να δούμε τι θα γίνει", πέρασε κάπως πιο ανώδυνα σε όλους τους τομείς ‒ εκτός του οικονομικού, και στον ψυχολογικό τομέα, το βασικότερο. Αυτήν τη φορά είναι πιο βαρύ. "Άνοιξε - κλείσε, άνοιξε - κλείσε". Δεν ξέρουμε και το μέλλον, είναι αβέβαιο.
Από κει και πέρα, αρχίζουν να μπαίνουν στο μυαλό κι άλλα πράγματα. Πώς θα εξελιχθεί η νύχτα; Τι θα αφήσει στον κόσμο; Πώς θα συμπεριφέρεται, πώς θα προσέχει; Είμαι σίγουρος ότι το πρώτο διάστημα θα υπάρξει ένα ξεσάλωμα, επειδή θα υπάρχει ελευθερία. Αλλά νομίζω ότι ήδη έχει αλλάξει κάτι στη συμπεριφορά του κόσμου, στο κατά πόσο θα φιλιέται, θα αγκαλιάζεται, θα εκφράζεται, επειδή θα αργήσει πάρα πολύ να περάσει αυτό.
Το μπαρ μπορεί να είναι για τους ανθρώπους το κοινωνικό σαλόνι σε ένα αποτυχημένο δικό τους σπίτι. Μια λύση ανάγκης για να αντιμετωπίσουν τη μοναξιά τους, μια λύση κοινωνικοποίησης ή αυτό που λένε "τα στέκια", η καθημερινή κοινωνική διέξοδος του καθενός. Τα μικρά στέκια, που έχουν τον κόσμο τους, που πηγαίνει συνειδητά, θα συνεχίσουν.
Το θέμα δεν είναι αυτό. Εμείς θα έχουμε την ησυχία, από την πλευρά του κράτους, να συνεχίσουμε; Γιατί κι εμείς άνθρωποι είμαστε. Έχουμε νεύρα και αντοχές ‒ και οικονομικές. Θα έχουμε τη βοήθεια από το κράτος; Ήδη όλοι οι τομείς, και η εστίαση, έχει φάει και συνεχίζει να τρώει αρκετό κυνηγητό, με την εφορία, με το ΙΚΑ, την ηχορρύπανση, τη δημοτική αστυνομία, τα τραπεζοκαθίσματα. Αν έρθει κι άλλο βάρος μέσα σε όλο αυτό, είναι πολύ εύκολο ο άνθρωπος να πει, ειδικά όταν είναι σε μια ηλικία, "ρε, δεν πα να...".
Αγώνας είναι η ίδια η ζωή, για να μη γινόμαστε και ηττοπαθείς, όμως άλλο ο αγώνας για τη ζωή και άλλο κάνω μια δουλειά γιατί μου αρέσει, τη γουστάρω, περνάω καλά και σιγά-σιγά έρχονται καταστάσεις και πράγματα που σου λένε "δεν θα περνάς καλά". Κάπου εκεί λες: "Εγώ ξεκίνησα για να περνάω καλά. Γιατί να μην το κάνω; Και γιατί να το τρώω αυτό στη μάπα από εσάς;".
Εγώ είμαι ένα μικρό μαγαζί, παρόλη την ιστορία του, που ξεκίνησε πολλά χρόνια πριν, όταν ο κόσμος είχε διάθεση, είχε όρεξη, το κράτος δεν ήταν τόσο σκληρό απέναντί μας. Εμείς είχαμε νιάτα και διάθεση να το κάνουμε, αλλά σιγά-σιγά έρχονται βάρη. Και δεν μιλάω για οικονομικά βάρη αλλά για ψυχολογικά, της καθημερινότητας. Και κάπου εκεί λες: "Δουλεύω για να βγάλω χρήματα ή για να βγάλω καρκίνο;".
Αρχάγγελος, Κίμωνος 1, 210 522840
Αρμελίνα Αντωναροπούλου: «Όλοι περιμένουμε τον εμβολιασμό»
(The 7 jokers)
«Είναι μια δύσκολη κατάσταση για όλο τον κόσμο, αλλά ειδικά εμάς αυτά τα οριζόντια μέτρα μάς έχουν καταστρέψει, κι αυτό ισχύει από την αρχή. Πέρα από τα δύο lockdowns που έχουν γίνει, στην ενδιάμεση εποχή, που εννοείται ότι μας αφήναν να δουλέψουμε με μέτρα, ήταν σαν να μας λένε "στην πραγματικότητα, είστε κλειστά". Γιατί, όπως ξέρετε, σε ένα μπαρ ο κόσμος πρέπει να μπορεί να κάτσει και όρθιος, να πιει το ποτό του, να ακούσει μουσική, να μείνει μέχρι και πιο αργά. Δεν μπορεί δώδεκα η ώρα να κλείνουν τα μαγαζιά στην Αθήνα και γενικά στην Ελλάδα. Είναι τρελό. Είναι μια πρωτόγνωρη κατάσταση για την ελληνική πραγματικότητα, και παντού φαντάζομαι.
Το θέμα είναι ότι αν εξαιρέσουμε το γεγονός πως οι υπάλληλοί μας παίρνουν την αναστολή και κάπως μπορούν να ζήσουν, εμάς δεν μας καλύπτει κανείς. Παιρνάμε με ό,τι έχουμε μαζέψει τόσα χρόνια, αν έχουμε μαζέψει. Ανάλογα με το κουμάντο που έκανε ο καθένας.
Έχω την αίσθηση ότι πάρα πολλά μαγαζιά δεν θα καταφέρουν να ανοίξουν ξανά. Ξέρω πάρα πολύ κόσμο που είτε έχει είτε δουλεύει σε μαγαζιά. Τα πράγματα είναι πάρα πολύ δύσκολα. Ακόμη κι εμείς, που είμαστε ένα παλιό μαγαζί, έχουμε αναγκαστεί να δανειστούμε, δηλαδή, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα ανοίξουμε με ένα πολύ μεγάλο χρέος, ενώ μέχρι τώρα ήμασταν μια πολύ υγιής επιχείρηση. Δεν χρωστούσαμε σε κανέναν τίποτα. Νομίζω ότι η ζημιά είναι ανυπολόγιστη. Θεωρώ ότι είναι μεγαλύτερη και από αυτήν της κρίσης. Είναι πολύ βίαιη, πολύ απότομη. Ελπίζω κάπως να μας βοηθήσουν.
Μέχρι στιγμής, δεν μας έχουν βοηθήσει, γιατί αυτά που μας δίνουν, οι επιστρεπτέες, στην πραγματικότητα είναι αυτό που λέει η λέξη, "επιστρεπτέες". Είναι ένας φόρος που θα κληθούμε να πληρώσουμε. Αυτήν τη στιγμή, με κλειστά μαγαζιά πληρώνουμε ενοίκιo, ένα μέρος βέβαια, που όμως είναι σοβαρό, ειδικά για τα μαγαζιά του κέντρου, όπου τα ενοίκια είναι μεγάλα. Το 60% είναι πολύ μεγάλο ποσοστό. Πληρώνουμε ΔΕΗ, τηλέφωνα, ασφάλειες των μαγαζιών μας.
Γιατί αυτά πάνε και με συμβόλαια, όχι μόνο με την κατανάλωση. Όλα αυτά καλούμαστε να τα πληρώσουμε. Εμείς εννοείται ότι θέλουμε να είμαστε παρόντες, με ό,τι μπορούμε να κάνουμε. Περιμένουμε. Και το καλοκαίρι που μας άνοιξαν με τα συγκεκριμένα μέτρα, εμείς υποφέραμε, στην πραγματικότητα υπολειτουργούσαμε. Παρ' όλα αυτά, ήμασταν ανοιχτοί, δεν γινόταν να κάνουμε αλλιώς. Έπρεπε να είμαστε εκεί, έστω για τους πελάτες μας.
Τα Χριστούγεννα κατέβηκα αρκετές φορές κέντρο, συνάντησα κάποιους ανθρώπους που δουλεύουν εκεί γύρω. Ξέρω, και από μηνύματα που μας στέλνουν στο Facebook, ότι ο κόσμος μας έχει πολύ μεγάλη ανάγκη να έρθει ξανά στον χώρο και να πιει ένα ποτό. Γιατί με τα μαγαζιά που υπάρχουν πολλά χρόνια αποκτάς μια πιο προσωπική σχέση. Ο άλλος είναι με κάποιον τρόπο φίλος. Ξέρεις το όνομά του, ξέρεις τι πίνει, του το σερβίρεις κατευθείαν. Υπάρχει μια τέτοιου τύπου σχέση, που είναι σημαντική.
Όλοι περιμένουμε τον εμβολιασμό. Περιμένουμε ότι κάπως θα μας θωρακίσει κι έτσι θα μπορούμε να συνυπάρξουμε κανονικά. Έχει πολύ μεγάλη σημασία για εμάς να βγούμε ξανά έξω και να ζήσουμε όσο πιο κανονικά γίνεται. Να μπορούμε να συναντάμε έναν γνωστό και να μη φοβόμαστε να τον χαιρετήσουμε κανονικά».
The 7 jokers, Βουλής 7, 210 3219225
Κωνσταντίνος Τσιαρές: «Με ψυχοπλακώνει να βλέπω άδειο το μαγαζί»
(Le Roi bar)
«Αποφεύγω να πηγαίνω στο μαγαζί, γιατί με ψυχοπλακώνει να το βλέπω άδειο, σκοτεινό. Ένα μέρος που είναι με φώτα, με γέλια και διασκέδαση, με ρίχνει να το βλέπω έτσι, με τα πάντα μαζεμένα. Την πρώτη καραντίνα, ψυχολογικά, την πήρα όπως όλοι. "Να δούμε τι θα γίνει, να βοηθήσουμε, να βάλουμε πλάτη". Tη δεύτερη φορά έπεσε πολύ πιο βαρύ. Οι φίλοι και πελάτες, θαμώνες μοναχικοί που μας λένε τα θέματά τους, όλο αυτό χάθηκε.
Χαθήκαμε και γενικά σαν άνθρωποι. Φίλοι μας δεν μπορούν να έρθουν να μας δουν. Δεν είναι μόνο το οικονομικό το πλήγμα, το οποίο είναι σαφώς τεράστιο. Όλοι ρίχνουν το βάρος σε αυτό, που ασυζητητί είναι σημαντικό, γιατί κάπως πρέπει να ζήσουμε, ωστόσο και το ψυχολογικό είναι σοβαρό.
Ουσιαστικά, το πρώτο κλείσιμο συνεχίζεται μέχρι τώρα. Δηλαδή για εμάς είναι ένα συνεχόμενο lockdown. Τότε ήταν σοκ, παρ' όλα αυτά, όταν ανοίξαμε, τα μέτρα όσον αφορά το ωράριο ή τα τετραγωνικά ήταν πολύ περιοριστικά για τη νυχτερινή διασκέδαση. Μετά από μια πολύ δύσκολη περίοδο, αναγκαζόμασταν να διώχνουμε τους υπεράριθμους πελάτες, να κάνουμε παρατηρήσεις όσον αφορά τον τρόπο που κάθονταν κ.λπ. Ο φόβος είναι ότι όταν ανοίξουμε θα συνεχίσουμε πάλι με περιορισμούς, δηλαδή δεν ξέρουμε πότε θα τελειώσει όλο αυτό. Είναι πολύ αβέβαιο το θέμα της νύχτας.
Φαντάσου ότι το τελευταίο βράδυ μαζεύαμε το μαγαζί για να κλείσουμε και από μόνοι μας λέγαμε για αστείο, που τελικά βγήκε αληθινό, "καλή χρονιά", "καλό Πάσχα" και τέτοια.
Πέρα από το οικονομικό, ένα θέμα που σκεφτόμαστε και αντιμετωπίζουμε είναι το πώς θα είναι η διασκέδαση από δω και πέρα. Το μπαρ είναι ένα σημείο συνάντησης, ένα μέρος για να ξεφύγει κάποιος από τα θέματά του, στο οποίο πρέπει να φέρεται αυθόρμητα ο κόσμος, και τώρα είμαστε σε ένα σημείο που, και όταν ανοίγουμε, ακόμη και η χειραψία δεν είναι δεδομένη. Είναι όλοι φοβισμένοι, είναι αλλιώς.
Βλέπαμε στην πρώτη καραντίνα τον κόσμο να διασκεδάζει που καθόταν σπίτι και λέγαμε: "Λες τώρα να μη θέλουν να βγαίνουν;". Προβληματιζόμαστε για το πώς θα κινηθεί η διασκέδαση και η ιδιοσυγκρασία του κόσμου στο εξής. Και για το ωράριο, μήπως μετακινηθεί ακόμα πιο νωρίς. Αυτό που λέμε "να γίνουμε Ευρώπη", "να βγαίνουμε νωρίς" είναι καινούργιο για εμάς. Πρέπει να προσαρμοστούμε σε πολλά νέα πράγματα».
Le Roi bar, Πανόρμου 177B, 210 6912095
Στέλιος Χριστόπουλος: «Τα μπαρ για πολλούς είναι ένα δεύτερο σπίτι»
(Barrett)
«Από το πρώτο lockdown, τον Μάρτιο του 2020, μέχρι και σήμερα, Ιανουάριο του 2021, τα μπαρ έχουν μείνει κλειστά πέντε μήνες συνολικά, ενώ τους υπόλοιπους πέντε, που ήταν ανοιχτά, υπολειτουργούσαν. Μέσα σε αυτό το διάστημα συνέβησαν και άλλαξαν τόσο πολλά, που μας φάνηκε σαν να μεσολάβησαν χρόνια.
Το πρώτο κλείσιμο ήταν αναμενόμενο και αποδεκτό σχεδόν απ' όλους. Οι εικόνες από την Ιταλία είχαν επηρεάσει τον κόσμο, που έβγαινε αισθητά λιγότερο και πιο νωρίς, ενώ και οι συζητήσεις στην μπάρα και τα τραπέζια αφορούσαν κυρίως την πανδημία. Κλείσαμε την Παρασκευή 13 Μαρτίου χωρίς θόρυβο και έχοντας στο μυαλό μας πως αυτή είναι μια καλή ευκαιρία για ανακαίνιση και διορθώσεις.
Όταν τον Ιούνιο ανοίξαμε και πάλι, οι περιορισμοί ήταν τόσο πολλοί και άλλαζαν τόσο συχνά, που έπρεπε να επανασχεδιάσουμε τη λειτουργία του μπαρ από την αρχή. Αλλαγές στα ωράρια, στα προϊόντα, στη διαρρύθμιση του χώρου, στην εξυπηρέτηση και σε διάφορους άλλους τομείς δημιούργησαν μια αρκετά ψυχοφθόρα κατάσταση που θέλω να πιστεύω ότι δεν πέρασε στους ανθρώπους που έρχονταν για ποτό. Τη βιώσαμε μόνοι μας. Καταφέραμε να αντεπεξέλθουμε, με τον κόσμο μας να συνεργάζεται. Είχε την υπομονή να περιμένει έξω, ώστε να τηρούνται τα όρια ατόμων εντός του μαγαζιού, δεν χόρεψε, ενώ τα πόδια του ήθελαν πολύ, δεν συνωστίστηκε στην μπάρα, όταν αυτό απαγορευόταν κ.ά., και αυτό μας έδειξε πως μπορούμε να παραμείνουμε λειτουργικοί χωρίς να βάλουμε σε κίνδυνο θαμώνες και συνεργάτες.
Γι' αυτό και το δεύτερο lockdown που ήρθε τον Νοέμβριο δεν ήταν το ίδιο αποδεκτό. Σε αντίθεση με τον Μάρτιο, το βράδυ της Δευτέρας 2 Νοεμβρίου όλοι οι δρόμοι ήταν γεμάτοι και ένα αίσθημα του τύπου "οι τελευταίες ημέρες της Πομπηίας" πλανιόταν στον αέρα. Κλείσαμε στις 12 ακριβώς, με θόρυβο και με τους ανθρώπους να χαιρετούν ο ένας τον άλλον σαν να φεύγουν για ταξίδι. Κάτι τέτοιες στιγμές είναι που δείχνουν και τον ρόλο που παίζουν τα μπαρ στην ψυχολογία και την κοινωνική ζωή της πόλης.
Οι ίδιοι άνθρωποι θα μπορούσαν να βρεθούν σε ένα σπίτι ή σε ένα πάρκο, αλλά δεν θα ήταν το ίδιο. Δεν θα υπήρχε η μουσική, το "ευσπλαχνικό αλκοόλ", που έλεγε και ο Καβάφης, οι άγνωστοι άνθρωποι παραδίπλα, που για να έχουν επιλέξει το ίδιο μέρος, μάλλον θα έχουν κοινά ενδιαφέροντα, και ίσως το σημαντικότερο, ην αίσθηση του απροσδόκητου.
Τα μπαρ, και το Barrett, για πολλούς και πολλές είναι ένα δεύτερο σπίτι στο οποίο συμβαίνουν πιο ενδιαφέροντα πράγματα απ' ό,τι στο κανονικό τους. Και το lockdown του Νοεμβρίου ήταν σαν μια έξωση, έστω και προσωρινή. Και λέω "προσωρινή", γιατί θεωρώ πως, παρά τις μεγάλες ζημιές, κυρίως οικονομικές, η εστίαση κάποια στιγμή θα ανοίξει και τα μπαρ θα έχουν κόσμο. Γιατί είναι ωραίο να είσαι έξω και να συναναστρέφεσαι με άλλους, γνωστούς και αγνώστους, ασκόμα και αν χρειάζονται μάσκες, αποστάσεις και μικρές επιφυλάξεις. Δεν ξέρω, στο Barrett είμαστε αισιόδοξοι».
Barrett, Πρωτογενούς 11, 210 3218373