Τα Εξάρχεια είναι αναμφίβολα η πιο πολυσυζητημένη περιοχή της Αθήνας. Χαοτική, αυθεντική, δημιουργική, αλλά και μια γειτονιά που παραμένει ζωντανό εργαστήριο συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων. Η επέτειος του θανάτου του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου έφερε στην επικαιρότητα για άλλη μια φορά συζητήσεις με τίτλους που κραύγαζαν για ένα νέο «πεδίο μάχης». Είναι τελικά «γκέτο» τα Εξάρχεια και πόσο επαναστατικό είναι να καίγονται ξένες περιουσίες; Την επόμενη μέρα από την επέτειο της δολοφονίας του 15χρονου Αλέξανδρου, στα Εξάρχεια επικρατεί η ηρεμία μετά την καταιγίδα. Παρακολουθώ τα συνεργεία του δήμου να μαζεύουν ό,τι έχει απομείνει από τις φωτιές και να τοποθετούν τους κάδους στις θέσεις τους. Τα δακρυγόνα και η μυρωδιά της στάχτης κάνουν αισθητή την παρουσία τους. Μεταξύ άλλων, πέντε αυτοκίνητα κάηκαν, μια οικογενειακή επιχείρηση έγινε στάχτη και στάσεις λεωφορείων καταστράφηκαν ολοσχερώς. Γύρω σου τοίχοι «ποτισμένοι» από ιστορίες και γκράφιτι που «μιλούν». Στα παρακείμενα καφέ οι κάτοικοι σχολιάζουν τα επεισόδια, ενώ μια ηλικιωμένη κυρία λέει, με ζωγραφισμένη την απόγνωση στο πρόσωπό της: «Δεν μπορούσα να πάω πουθενά. Έκλεισα παράθυρα και πόρτες γιατί το σπίτι μου είχε εξελιχθεί σε θάλαμο αερίων. Κάθε φορά τα ίδια».
Δεν αρκεί, όμως, η απλή ανάλυση των παραγόντων γένεσης της ανήλικης παραβατικής συμπεριφοράς: λείπουν οι πολιτικές εκείνες που μπορούν να στηρίξουν την κοινωνική συνοχή και να μεταδώσουν τις κοινωνικές αξίες, με λίγα λόγια λείπει η πρόληψη.
Ο Βασίλης Μαζωμένος είναι σκηνοθέτης, σεναριογράφος, παραγωγός ταινιών και μένει στην καρδιά των Εξαρχείων. Τον ρωτώ αν πιστεύει ότι η περιοχή που έχει επιλέξει να μένει είναι μια παρεξηγημένη γειτονιά και αν θεωρεί επαναστατικό το να καις ξένες ιδιοκτησίες. «Τα Εξάρχεια είναι νησί. Έχουν όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά της ανεμελιάς και της οικειότητας των ανθρώπων που νοιάζονται ο ένας για τον άλλον, σε αντιδιαστολή με την κατάθλιψη των προαστίων, εκείνη την κατάθλιψη που προκαλεί το μεταμοντέρνο και κακόγουστο περιβάλλον, ιδιαίτερα των βορείων προαστίων, δημιούργημα ή, μάλλον, τερατούργημα της παραμυθιασμένης Ελλάδας, από το οποίο κάποιοι έφηβοι προσπαθούν να ξεφύγουν» θα μου πει. «Ερχόμενοι σε ρήξη με το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον, έρχονται στον μυθοποιημένο χώρο των Εξαρχείων για να επαναλάβουν το έθιμο της μολότοφ. Μαζί με τις σκιές αυτών των παιδιών, μέσα από τους καπνούς, διακρίνονται και άλλες ομάδες, χουλιγκάνοι, ντρογκαρισμένοι, παρασυρμένοι, ακόμα και περίεργες φάτσες από την απέναντι πλευρά. Η επίκληση της επανάστασης, η έλλειψη βαθιάς γνώσης της κοινωνικής κατάστασης, η έλλειψη παιδείας και κουλτούρας, καθώς και η αναπαραγωγή κλισέ περασμένων δεκαετιών δεν βοηθούν στο ουσιαστικό ξύπνημα αυτών των εφήβων. Στην πραγματικότητα, λειτουργώντας μέσα από ξύλινα σχήματα και ιδεολογικές περιχαρακώσεις, δεν χαίρονται τον κόσμο τον οποίο επικαλούνται. Βρίσκονται, όπως και το μεγαλύτερο μέρος των πολιτών, σε σύγχυση. Συναντώντας παππούδες του αναρχισμού, αλλά και νεότερους που δραστηριοποιούνται στον ίδιο χώρο, σημειώνω το γεγονός ότι αδυνατούν να καταλάβουν και να παραδεχτούν τη ζημιά που κάνει στο κίνημά τους αυτή η κατάσταση, αφού τα ΜΜΕ επαναλαμβάνουν το κλισέ περί χάους που προκαλούν οι αναρχικοί στα Εξάρχεια. Ο έρωτας στα χρόνια της φωτιάς έγινε ονείρωξη. Στην πραγματικότητα, παρακολουθούμε μια παρατεταμένη εφηβική συμπεριφορά και όχι ένα κίνημα ουσιαστικής αμφισβήτησης που έχει σκοπό να ανατρέψει το πολιτικό status. Με τον χειρότερο τρόπο, ακριβώς όπως γίνεται στη Γαλλία, δίνεται ένα υπέροχο άλλοθι στο κράτος και στους μηχανισμούς του να εμφανιστεί η δική του βία ως προστασία. Ο Νίτσε, στη Γενεαλογία της Ηθικής, λέει ότι εκείνος που θέλει να είναι δημιουργός πρέπει να μάθει να καταστρέφει. Τον διάβασαν; Αλλά ξεχνώ πως ο Νίτσε είναι από την άλλη πλευρά...» υποστηρίζει.
Ο Ορέστης Τάτσης είναι σκηνοθέτης και κατοικεί στα Εξάρχεια. Είναι η περιοχή που λατρεύει και γι' αυτό απαντά: «Οι λέξεις είναι πάντοτε πονηρές. Τι εννοούμε όταν λέμε "γκέτο"; Τα γκέτο υπήρξαν εφεύρεση των ναζί ή, τουλάχιστον, η λέξη, όσο γνωρίζω, αναφέρεται πρώτη φορά στο εβραϊκό γκέτο της Βαρσοβίας. Το γκέτο, λοιπόν, ιστορικά έχει να κάνει με την οριοθέτηση μιας περιοχής από την εκάστοτε εξουσία και εμφανίζεται ως χώρος όπου περιορίζεται ένας συγκεκριμένος πληθυσμός (π.χ. Εβραίοι, Έλληνες, Τούρκοι, ομοφυλόφιλοι, αναρχικοί, φιλότεχνοι κ.ά.). Εάν κάποιος ισχυριστεί ότι το ελληνικό κράτος μετέτρεψε τα Εξάρχεια σε γκέτο, μπορούμε να το συζητήσουμε. Φαντάζομαι, βέβαια, ότι σε αυτή την περίπτωση, εξαιτίας της αστυνομοκρατίας, θα έπεφταν τα ενοίκια, θα λειτουργούσαν ελάχιστα εμπορικά ή υγειονομικού ενδιαφέροντος καταστήματα και οι εκδότες θα άλλαζαν γειτονιά, πόσο μάλλον οι "ευυπόληπτοι" πολίτες. Αυτό δεν συμβαίνει. Η άλλη περίπτωση θα ήταν μια περιοχή να κηρυχτεί αυτόνομη από τους ίδιους τους κατοίκους της, που σημαίνει, αν όχι τη δημιουργία νέου κράτους, την ανεξαρτησία της από το υπάρχον κράτος. Αν αυτό συνέβαινε και το νέο κράτος ή η ανεξάρτητη περιοχή δεν είχε περιορισμό εισόδου, τα Εξάρχεια δεν θα μας χωρούσαν. Ας αφήσουμε, όμως, τα αστεία. Κανένα γκέτο δεν δημιουργήθηκε από "τα κάτω" και η αυτονομία απαιτεί σοβαρότητα. Το γεγονός ότι μια εξέγερση μπορεί να τοποθετείται σε μια περιοχή –γιατί το 2008 με πυρήνα τα Εξάρχεια συνέβη ό,τι συνέβη– δεν σημαίνει ότι και οι σημερινοί δρώντες είναι εξεγερμένοι. Το ίδιο συνέβη και το 1973. Πρέπει, όμως, να καταλάβουμε ότι υπάρχουν νέοι που αναζητούν νόημα ή ταυτότητα, έχουν ανάγκη να αντιδράσουν και η ιστορία του Πολυτεχνείου ή των Εξαρχείων, αν και αφηρημένη, ενδεχομένως να τους το δίνει. Τα επεισόδια θα "μετακόμιζαν" ίσως, αν η εκάστοτε πορεία είχε άλλο προορισμό, αλλά αυτό, για μένα, που τα θεωρώ ανόητα, δεν θα απαντούσε στην ερώτηση "γιατί γίνονται"».
Εν τω μεταξύ, ανάμεσα στα άτομα που συμμετείχαν στα τελευταία επεισόδια ήταν πολλοί ανήλικοι, εκ των οποίων έξι συνελήφθησαν. Ποιοι παράγοντες είναι αυτοί που οδηγούν ένα νέο παιδί να στραφεί στην παραβατικότητα; Την απάντηση μας δίνει η κοινωνιολόγος και διδάκτωρ Ψυχολογίας, Γεωργία Δηλάκη, η οποία σημειώνει: «Ο ανήλικος δεν αποτελεί μικρογραφία του ενηλίκου, είναι μια ιδιαίτερη ύπαρξη. Προκειμένου οι ειδικοί να εξηγήσουν την παραβατικότητα των ανηλίκων, έχουν οδηγηθεί στη διατύπωση πολλών θεωριών και ερευνών. Το συμπέρασμα που βγαίνει από αυτές είναι ότι τα αίτια της παραβατικότητας των ανηλίκων δεν μπορούν να προσδιοριστούν με απόλυτο τρόπο. Η διαδρομή ενός εφήβου προς την παραβατικότητα αποτελεί μια εξατομικευμένη περίπτωση, ανάλογη με τα βιώματά του και τους άξονες γύρω από τους οποίους κινείται η ζωή του, δηλαδή την οικογένεια, το σχολείο, τους φίλους και τους σημαντικούς άλλους, αλλά και το ευρύτερο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον ζωής του. Όλοι αυτοί οι παράγοντες αλληλοεπηρεάζονται, είναι αδύνατος ο όποιος διαχωρισμός τους». Στη συνέχεια θα συμπληρώσει: «Ιδιαίτερα, όμως, οι ραγδαίες κοινωνικές αλλαγές (οικονομικές, πολιτικές, πολιτιστικές, ιδεολογικές) που συμβαίνουν σήμερα συνυπάρχουν με μια ανησυχητική αύξηση της παραβατικότητας των ανηλίκων, καθώς οι νέοι είναι αυτοί που επηρεάζονται περισσότερο από τις συγκεκριμένες αλλαγές. Η εφηβική ηλικία είναι ευάλωτη γιατί δεν έχει αναπτύξει ακόμα σε επαρκή βαθμό τον αυτοέλεγχό της, αφού η προσωπικότητα σε αυτή την περίοδο της ζωής ακόμα διαμορφώνεται. Ο επιταχυνόμενος ρυθμός των κοινωνικών αλλαγών, με την έκπτωση των αξιών –οι οποίες δεν έχουν αντικατασταθεί ακόμα με καινούργιες– και με την αίσθηση της μεταβατικότητας που αυτή προκαλεί, δημιουργεί στους εφήβους την εικόνα ενός κόσμου αποδιοργανωμένου, που απαιτεί τη βίαιη προσαρμογή τους σε αυτές (αφού είχαν μάθει να ζουν με έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής και τώρα, λόγω της κρίσης, τους ζητείται να τον αλλάξουν), κάτι που δημιουργεί τις προϋποθέσεις εμφάνισης συγκρούσεων. Αν σε αυτό προσθέσουμε την ανεπάρκεια των εκπαιδευτικών συστημάτων, τη μη συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων που τους αφορούν, την αντικατάσταση της προσωπικής επικοινωνίας με τα διαδικτυακά μέσα, την έλλειψη κατανόησης, την εντύπωση που τους δημιουργείται ότι περιορίζονται οι φιλοδοξίες τους και η ανεξαρτησία τους και, γενικά, την αβεβαιότητα, όλα αυτά επαυξάνουν τα ανομικά συναισθήματα των νέων. Δεν αρκεί, όμως, η απλή ανάλυση των παραγόντων γένεσης της ανήλικης παραβατικής συμπεριφοράς: λείπουν οι πολιτικές εκείνες που μπορούν να στηρίξουν την κοινωνική συνοχή και να μεταδώσουν τις κοινωνικές αξίες, με λίγα λόγια λείπει η πρόληψη. Στο πλαίσιο αυτό αναδεικνύεται σημαντική η ένταξη των κοινωνικών επιστημόνων στα εκπαιδευτικά ιδρύματα για την παροχή συμβουλευτικής υποστήριξης ως προς τις δυνατότητες επιλογών που έχουν οι νέοι σήμερα».
Στο σημείο όπου δολοφονήθηκε ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος είναι αφημένα λίγα λουλούδια, μερικά συνθήματα γραμμένα σε χαρτόνια και ένα γράμμα κολλημένο στη μαρμάρινη επιγραφή. Είναι γραμμένο από έναν 18χρονο. «Αλέξη, συγχώρεσέ με που δεν ήρθα χθες να το αφήσω. Δεν ήρθα στην πορεία που έγινε στη μνήμη σου γιατί τη βρήκα υποκριτική και άδεια. Ήθελα να είμαι μόνος μου, να νιώσω βαθιά μέσα μου τη θλίψη για τον χαμό σου. Ήμουν, ξέρεις, 11 χρονών όταν το έμαθα. Όταν έμαθα για σένα ίσα που κατάλαβα τι είχε συμβεί. Κι άκουγα διάφορα από πολλούς, ο καθένας και η άποψή του, αλλά εγώ μόνο ένα πράγμα καταλάβαινα, πως έσβησε η ζωή σου και ήσουν μόνο 15 χρονών. Η αδερφή μου είναι τώρα δεκαπέντε. Δεν ξέρω τι θα έκανα αν την έχανα. Μα ξέρω μόνο ένα πράγμα. Γνωρίζω ότι με θλίβει το ότι δεν ζεις, πως δεν πρόλαβες να ζήσεις. Και ξέρω πως δεν είσαι μόνο εσύ. Ξέρω πως είναι και άλλες, χιλιάδες άγνωστες ψυχές. Και ξέρω πως εσύ τις συμβολίζεις όλες. Εσύ είσαι όλες οι ψυχές και αυτές είσαι εσύ. Και μόνο μια λέξη σκέφτομαι: "Γιατί;". Γιατί εσύ; Γιατί ο διπλανός μου. Γιατί; Γιατί; Γιατί; Γιατί το μίσος και η οργή, όταν πρέπει να υπάρχει πόνος. Συγχώρεσέ με που είμαι άνθρωπος εγωιστής και αδύναμος. Συγχώρεσέ με που συχνά ξεχνώ τον πόνο του άλλου. Συγχώρεσέ με που άργησα. Ίσως εσύ να καταλαβαίνεις. Δεν ξέρω τι υπάρχει εκεί ψηλά, αλλά ελπίζω κάτι να υπάρχει. Για σένα, για τα παιδιά σαν εσένα... Ελπίζω εκεί να βρεις ό,τι δεν πρόλαβες εδώ... Καλή ανάπαυση».