Τα καλοκαίρια στην πόλη είναι συνυφασμένα με τα θερινά σινεμά. Το απόγευμα που επισκέφθηκα τον θερινό κινηματογράφο Βοξ στην πλατεία Εξαρχείων, επικρατούσε ηρεμία και οι ακτίνες του ήλιου έκαναν τους δικούς τους σχηματισμούς πάνω στις λαστιχένιες καρέκλες του ιστορικού κινηματογράφου.
Το Βοξ στην οδό Θεμιστοκλέους 82 ανήκει στους παλαιότερους θερινούς της Αθήνας και λειτουργεί αδιαλείπτως από το έτος των εγκαινίων του, το 1938. Φέτος συμπληρώνει ογδόντα ολόκληρα χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων κοσμεί την πολύβουη πλατεία Εξαρχείων κι έχει γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της περιοχής.
Όταν ακούς συνεχώς «τρόμος στα Εξάρχεια», επηρεάζεσαι. Υπάρχουν γείτονες που ανυπομονούν να ανοίξουμε. Έχουμε βιώσει και δύσκολες στιγμές, όπως τότε που κάναμε τις μεταμεσονύχτιες προβολές και έγιναν επεισόδια με δακρυγόνα. Δεν ωραιοποιούμε την κατάσταση, αλλά ο φόβος δεν βοηθά πουθενά
Στην είσοδο με υποδέχεται η ιδιοκτήτριά του Πέγκυ Ρίγγα, η οποία έχει μεγαλώσει στη συγκεκριμένη περιοχή, και από τα παιδικά της χρόνια το σινεμά είναι συνώνυμο της καθημερινότητάς της. Στην αρχή της συζήτησής μας μού δείχνει δύο δημοσιεύματα εφημερίδων του Ιουνίου του 1938, οπότε για πρώτη φορά στη λίστα των κινηματογράφων εισχωρεί ο κινηματογράφος Βοξ. Μάλιστα, στις πολιτιστικές σελίδες της εφημερίδας «Πρωία» –στις 25 Ιουνίου 1938– διαβάζουμε: «Σινέ Βοξ (Πλατεία Εξαρχείων) – ο δροσερώτερος και πολυτελέστερος θερινός κινηματογράφος ετέλεσε χθες τα εγκαίνιά του με το αισθηματικώτερο αριστούργημα της Γαλλικής Φιλολογίας, το έργο που εξακολουθεί να συγκλονίζη και να γοητεύη όλον τον κόσμο "Η Κυρία Με Τας Καμελίας"».
Ενδεικτικό της εποχής είναι ότι λίγες μέρες αργότερα ένα άλλο δημοσίευμα, της ιστορικής εφημερίδας «Ακρόπολη», στις 2 Ιουλίου του 1938, έγραφε ότι «το Σινέ Βοξ είναι ο δροσερώτερος και ησυχώτερος κινηματογράφος των Αθηνών», σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σήμερα, κάτι που δεν διστάζει να υπαινιχθεί η κ. Ρίγγα.
Στη συνέχεια η ίδια μου λέει ότι το Βοξ δεν έκλεισε ούτε κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και μου δείχνει την άδεια λειτουργίας με ημερομηνία 1941, στην οποία αναγράφεται: «Επιτρέπομεν τη λειτουργίαν του θερινού κινηματογράφου Βοξ επί της οδού Θεμιστοκλέους - Αραχώβης, υπό την διεύθυνσιν του Ανδρεόπουλου Ανδρέου κάτοικου Αθηνών, οδός Αστυδάμαντος 84».
Είναι χαρακτηριστικό ότι στους όρους υπήρχε ξεχωριστή παράγραφος που αναφερόταν «στη συσκότιση της πλατείας και της εισόδου, γι' αυτό και απαγορεύονται απολύτως οι λευκοί λαμπτήρες και ο φωτισμός θα πρέπει να γίνεται μόνο διά κυανών λαμπτήρων, τοποθετημένων εντός μεταλλικών κωνοειδών σκιάδων, χρωματισμένων εσωτερικώς».
Το Βοξ πέρασε στην κατοχή της οικογένειας Ρίγγα, συγκεκριμένα του πατέρα της, το 1971, περισσότερα δηλαδή από τα μισά χρόνια λειτουργίας του. «Ο πατέρας μου ξεκίνησε από μικρό παιδί να δουλεύει στο σινεμά, πρώτα πουλώντας τσιγάρα και αναψυκτικά στο διάλειμμα, μετά ρίχνοντας τίτλους στις ταινίες. Ήταν ανήσυχος άνθρωπος, αφιέρωσε όλη του τη ζωή στο σινεμά και δεν θυμάμαι να πήγε ποτέ διακοπές» λέει.
Αργότερα, μπαίνουμε στην καμπίνα προβολής. Εκεί αισθάνεσαι ότι ο χρόνος έχει σταματήσει και ξαφνικά είναι σαν να πρωταγωνιστείς στην ταινία Σινεμά ο Παράδεισος. Απέναντί μας ξεπροβάλλει η ιστορική Μπλε Πολυκατοικία, η οποία, όπως επισημαίνει η κ. Ρίγγα, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το Βοξ. Κάποτε, τα διαμερίσματα που ήταν από την πλευρά που έβλεπε στο σινεμά είχαν πιο ακριβό ενοίκιο από τα υπόλοιπα.
Βρισκόμαστε σε μια πολύπαθη περιοχή και αναρωτιέμαι αν σκέφτηκε κάποια στιγμή να κλείσει τον κινηματογράφο. «Ποτέ! Κατά τη διάρκεια των επεισοδίων δεν έχει προκληθεί ποτέ κάποια ζημιά. Βέβαια, η λειτουργία του έχει επηρεαστεί εμμέσως, αφού η υποβάθμιση της περιοχής και η κυριαρχία του φόβου κρατάει πολύ κόσμο μακριά από τα Εξάρχεια.
Είναι αρκετοί αυτοί που, λόγω της κατάληψης στην αίθουσα κάτω από τον κινηματογράφο, θεωρούν ότι το σινεμά είναι κατειλημμένο ή κλειστό. Θυμάμαι, όταν ασχολήθηκα με το σινεμά, το καλοκαίρι του 2014, έρχονταν και με ρωτούσαν "ξανάνοιξες το Βοξ;". Μα, το Βοξ δεν έκλεισε ποτέ, έκλεισε μόνο την ημέρα που πέθανε ο μπαμπάς μου, γιατί ήταν ατομική επιχείρηση. Επίσης, όταν ακούς συνεχώς "τρόμος στα Εξάρχεια", επηρεάζεσαι.
Υπάρχουν γείτονες που ανυπομονούν να ανοίξουμε. Έχουμε βιώσει και δύσκολες στιγμές, όπως τότε που κάναμε τις μεταμεσονύχτιες προβολές και έγιναν επεισόδια με δακρυγόνα. Δεν ωραιοποιούμε την κατάσταση, αλλά ο φόβος δεν βοηθά πουθενά».
Αφού γυρίζουμε στους χώρους του θερινού, η κ. Ρίγγα θυμάται εποχές κατά τις οποίες οι ουρές έκαναν ακόμα και δύο φορές το τετράγωνο – ακόμα και σήμερα σε κάποιες προβολές παρατηρούνται μεγάλες ουρές. Στη συνέχεια ανασύρει με προσοχή κάποια πολύ σημαντικά βιβλία που είχε κρατήσει ο πατέρας της ως αρχειακό υλικό, στα οποία βλέπεις τα εισιτήρια της κάθε μέρας, την είσπραξη, παλιά προγράμματα, αλλά και βιβλία αρχειοθέτησης, τα οποία έχουν εξαιρετικό ιστορικό ενδιαφέρον, αφού καταγράφουν ποιες μέρες δεν λειτούργησε ο κινηματογράφος και γιατί, είτε λόγω βροχής είτε λόγω κάποιας απεργίας, όπως το 1987.
Μια καθοριστική απόφαση ήταν εκείνη του 1997, στη λήψη της οποίας συνέβαλε πάρα πολύ ο Θόδωρος Ρίγγας, ως πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Επαγγελματιών Θερινών Κινηματογράφων, σε συνεργασία με τη Μελίνα Μερκούρη. Βάσει αυτής, σαράντα επτά θερινοί κινηματογράφοι κρίθηκαν διατηρητέοι με στόχο την επιβίωση και την αδιάκοπη λειτουργία τους. Μεταξύ αυτών το Βοξ, η Αίγλη, το Ciné Paris, η Αθηναία και η Ριβιέρα.
Έτσι, ακόμη και σήμερα μερικές πλαστικές καρέκλες, λίγες γλάστρες, κάποια τραπεζάκια και το λευκό πανί συνεχίζουν να συνοδεύουν τις γλυκές αθηναϊκές βραδιές του καλοκαιριού και να συμβάλλουν στην αναγέννηση του αστικού τοπίου.
σχόλια