Η Δάφνη Καρνέζη είναι μια νεαρή δημοσιογράφος που εργάζεται αυτό τον καιρό στην Αθήνα ως ανταποκρίτρια του περιοδικού «Monocle». Ένα από τα τελευταία της άρθρα είχε ως θέμα την επιστροφή δημιουργικών, νέων ανθρώπων στη χώρα που είχαν αναγκαστεί να την εγκαταλείψουν τα χρόνια της κρίσης. Αν και την ίδια δεν την «έδιωξε» η κρίση από την Ελλάδα –είχε φύγει για να σπουδάσει διοίκηση επιχειρήσεων, αλλά έμεινε δέκα χρόνια στην Αγγλία, έχοντας πάρει τελικά τον δρόμο της δημοσιογραφίας–, επέστρεψε κι εκείνη το περασμένο καλοκαίρι στη χώρα μας, γεμάτη ιδέες και όνειρα για το μέλλον. Πρόσφατα, μάλιστα, δημιούργησε την πρώτη εταιρεία παραγωγής podcasts, ενώ παράλληλα τρέχει και την προσωπική της σειρά αφηγηματικών, εβδομαδιαίων podcast που ονομάζει «The Fishbowl».
Την γνώρισα από κοντά ένα χειμωνιάτικο πρωινό, πίνοντας καφέ στο ευχάριστο αίθριο του Ergon στην οδό Μητροπόλεως, όπου, γεμάτη ενέργεια, ξεκίνησε να μου μιλάει για την εμπειρία που απέκτησε αρχικά ως μαθητευόμενη στην «Guardian» και στο BBC και έπειτα στο Bloomberg TV αλλά και για την ένταξή της στη συντακτική ομάδα του «Monocle».
Στην Ελλάδα αισθάνομαι ότι βλέπω και ακούω τα ίδια και τα ίδια πρόσωπα. Νομίζω ότι πρέπει να δώσουμε περισσότερες ευκαιρίες και ελευθερία στους νέους να δοκιμάσουν τις ιδέες τους και να ξεπεράσουμε τις διακρίσεις με βάση την ηλικία. Στο Bloomberg ή στο «Monocle» αν προτείνεις μια καλή ιδέα, θα σου αναθέσουν τη συνέντευξη ή το ρεπορτάζ, όσο νέος και αν είσαι.
«Η πρακτική άσκηση ήταν και είναι ακόμα ο τρόπος για να μπει κανείς στον χώρο της δημοσιογραφίας, ειδικά αν δεν έχεις κάνει σπουδές πάνω στο αντικείμενο, όπως εγώ, και δεν έχεις αποκτήσει επαφές από το πανεπιστήμιο. Υπάρχει, βέβαια, και όλη αυτή η συζήτηση περί εκμετάλλευσης από τα μέσα, αφού συχνά οι μαθητευόμενοι δεν αμείβονται ούτε καν με τον κατώτατο μισθό, κάτι που ισχύει. Από την άλλη, όμως, με αυτόν τον τρόπο μου δόθηκε η ευκαιρία όχι μόνο να δημοσιεύσω κείμενά μου σε αυτά τα μίντια που θεωρούνται άπιαστο όνειρο για πολλούς δημοσιογράφους αλλά και να μάθω πολλά πράγματα στην πράξη και να έρθω σε επαφή με ενδιαφέροντες ανθρώπους.
Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, να γνωρίζω στην "Guardian" τον τότε αρχισυντάκτη της εφημερίδας Alan Rusbridger. Όταν πήγα στο πρώτο editorial meeting μου έκανε εντύπωση πόσο χαμηλών τόνων ήταν σε σχέση με το πώς θα περίμενα έναν "μεγαλοδημοσιογράφο". Μιλούσε τόσο ήσυχα που ένιωθα ότι οι υπόλοιποι γύρω μου σχεδόν δίσταζαν να αναπνεύσουν για να τον ακούσουν. Στο Bloomberg TV δούλεψα στενά με την Ιταλο-αμερικανίδα δημοσιογράφο και παρουσιάστρια Francine Lacqua, η οποία ήταν οκτώ μηνών έγκυος όταν πρωτοξεκίνησα και ακόμα και στις έξι η ώρα το πρωί είχε περισσότερη ενέργεια από τους περισσότερους» λέει.
Μάλιστα, η μαθητεία της στο Bloomberg συνέπεσε με το δημοψήφισμα και την ιστορία με τα capital controls κι έτσι ήρθε πολλές φορές ως απεσταλμένη του μέσου στην Αθήνα. «Ήταν παράξενη περίοδος αυτή. Έβλεπα όλα αυτά τα φοβερά που συνέβαιναν στη χώρα μου κι εγώ έπρεπε να επιστρέφω πίσω στο Λονδίνο και να συνεχίζω τη ζωή μου» λέει.
Το ένα έφερε το άλλο και το επόμενό της βήμα ήταν η ένταξή της στη συντακτική ομάδα του περιοδικού "Monocle". Θυμάται ακόμα την πρώτη της μέρα στο γραφείο, στο γνωστό Mindori House της Marylebone Street, που ήταν ένα παλιό σχολείο το οποίο ανακαινίστηκε για να στεγάσει τα γραφεία του περιοδικού. «Μου έκανε εντύπωση πόσο όμορφα και φωτεινά ήταν εκεί μέσα. Ακόμα και το meeting room δεν ήταν αυτό το κλασικό με το τραπέζι και τις καρέκλες γύρω-γύρω, αλλά είχε καναπέδες και ένα coffee table στη μέση.
Εκτός από τον φοβερό χώρο, όμως, μου έκανε εντύπωση και το ότι από την πρώτη μέρα αισθάνθηκα ότι ήμουν μέλος της ομάδας. Ότι δεν υπήρχε κάποια αυστηρή ιεραρχία. Ούσα νέα ακόμα στον χώρο πήρα συνέντευξη από τον Ρέντσo Πιάνο και τον Olafur Eliasson. Το εκτίμησα πολύ αυτό, διότι ίσως, σε κάποια άλλα μέσα, να είναι διστακτικοί με τέτοιου είδους αναθέσεις σε νέους δημοσιογράφους».
Τη ρωτάω πώς βλέπει τον τρόπο που δημοσιογραφούμε στην Ελλάδα σε σχέση με τον τρόπο που γίνεται έξω. «Το βασικό είναι ότι στο εξωτερικό εμπιστεύονται πολύ περισσότερο τους νέους δημοσιογράφους. Στην Ελλάδα αισθάνομαι ότι βλέπω και ακούω τα ίδια και τα ίδια πρόσωπα. Νομίζω ότι πρέπει να δώσουμε περισσότερες ευκαιρίες και ελευθερία στους νέους να δοκιμάσουν τις ιδέες τους και να ξεπεράσουμε τις διακρίσεις με βάση την ηλικία. Στο Bloomberg ή στο "Monocle", αν προτείνεις μια καλή ιδέα, θα σου αναθέσουν τη συνέντευξη ή το ρεπορτάζ, όσο νέος και αν είσαι.
Επίσης, έχω προσέξει ότι στην Ελλάδα δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην ταχύτητα. Προφανώς, ο χρόνος είναι χρήμα, αλλά αυτό συχνά έχει αντίκτυπο στην ποιότητα. Δεν νομίζω ότι υπάρχουν πολλές δημοσιογραφικές ομάδες στην Ελλάδα που χρησιμοποιούν διαδικασίες fact-checking. Στο εξωτερικό υπάρχει πάντα μια τέτοια ομάδα, δουλειά της οποίας είναι, πριν εκδοθεί οποιοδήποτε ρεπορτάζ ή συνέντευξη, να επαληθεύσει την εγκυρότητα των λεγομένων. Πρέπει να ξεφύγουμε από την ιδέα ότι ένα ρεπορτάζ αξίζει να γίνει "μόνο αν μπορείς να στείλεις τον δημοσιογράφο έξω με κάμεραμαν και μέσα σε μισή ώρα δουλέψει το μοντάζ ώστε να βγει στο κεντρικό δελτίο" όπως μου είπε πρόσφατα ο διευθυντής ενός τηλεοπτικού σταθμού εδώ» λέει.
Για την ίδια, δημοσιογραφία είναι «ένας τρόπος να ανακαλύπτεις και να φέρνεις στο φως ανθρώπους και ιστορίες που αξίζει να ακουστούν. Ή όταν πιάσεις ένα θέμα που γνωρίζει ήδη ο κόσμος και, φέρνοντας νέα στοιχεία, να τους προκαλέσεις να το δουν διαφορετικά. Πολύ συχνά έρχομαι σε επαφή με καταστάσεις και ανθρώπους πολύ διαφορετικούς από εμένα, που με αναγκάζουν, με την καλή έννοια, να δω τα πράγματα από άλλη σκοπιά. Η πρόκληση είναι να έχεις ανοιχτό μυαλό όταν ξεκινάς κάθε νέο ρεπορτάζ και να ακούς πραγματικά τι σου λέει ο άλλος, αντί να είσαι προϊδεασμένος με βάση την έρευνα που έχεις κάνει ήδη για κάποιο θέμα. Πιστεύω, επίσης, πως είναι ευθύνη του δημοσιογράφου να μπορεί να αφηγηθεί τα γεγονότα όχι μόνο με ακρίβεια αλλά και τρόπο που θα αιχμαλωτίσει το ενδιαφέρον» λέει.
Πάνω στην κουβέντα μού λέει πως από τότε που αποφοίτησε από το σχολείο δεν έχει ζήσει στην Αθήνα, αν και συχνά η θεματολογία της στο «Monocle» είχε σχέση με την Ελλάδα. Κάλυψε θέματα πόλης, παρουσιάζοντας τις γειτονιές και τους κατοίκους της Αθήνας, όπως το Κουκάκι και του Φιλοπάππου, ή γκαλερί, μουσεία και χώρους εκθέσεων στα νησιά, ενώ από τα τελευταία της θέματα ήταν οι ξένοι δημοσιογράφοι που έχουν κάνει την Αθήνα βάση τους, καλύπτοντας θέματα από την πόλη αλλά και την ευρύτερη περιοχή.
«Έγραφα πολύ για την Ελλάδα όσο ήμουν στο "Monocle" και έβλεπα να συμβαίνουν τόσο πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα εδώ. Κάποια στιγμή ένιωσα ότι δεν ήθελα άλλο να γράφω για όλα αυτά τα πράγματα και να προσποιούμαι ότι τα ζω. Κάπως έτσι σκέφτηκα να γυρίσω. Ερχόμενη εδώ συνειδητοποίησα ότι όχι μόνο συνέχιζα να διαβάζω ξένο Τύπο αλλά κυρίως να ακούω τα αγαπημένα μου αγγλόφωνα podcasts, μια και δεν έβρισκα κάποια ανάλογη ελληνική παραγωγή. Τα τελευταία χρόνια νιώθω κάπως αποξενωμένη από τα ελληνικά μίντια.
Βασικά, δεν γνωρίζω κανένα άτομο της ηλικίας μου που να ακούει ραδιόφωνο ή να βλέπει τηλεόραση. Το βλέπω και από μένα. Δεν μου αρέσει να ακούω μια εκπομπή όπου μιλάνε, για παράδειγμα, ο ένας πάνω από τον άλλον ή να παρακολουθώ ρεπορτάζ που γίνονται με προχειρότητα και βιασύνη. Άσε που μου φαίνεται περίεργο το πώς τονίζουν με συγκεκριμένο τρόπο τις λέξεις οι δημοσιογράφοι των συγκεκριμένων μέσων. Είναι θέμα χρόνου, πιστεύω, να δημιουργηθούν ενδιαφέροντα podcasts και στην Ελλάδα. Ήδη κάποιοι έχουμε ξεκινήσει» λέει ξεκινώντας να μου μιλάει για την εταιρεία παραγωγής podcast, The Greek Podcast Project, που έχει δημιουργήσει μαζί με μια ομάδα συνεργατών, έχοντας ως ατού και την εμπειρία της από τη δημιουργία τους στο «Monocle», αφού έχει εργαστεί πάνω στην παραγωγή του «The Big Interview» και του «Monocle on Design».
Τα podcasts, ως τρόπος διάδοσης αξιόλογου περιεχομένου σε μορφή αρχείου ήχου, έχει εξελιχθεί σε παγκόσμιο φαινόμενο. Αν ακούσεις ένα καλό podcast όπως το «Daily» των «New York Times» ή το «Today in Focus» της «Guardian» αποκλείεται να μην κολλήσεις. Όμως, εκτός από τα δημοσιογραφικά και ενημερωτικά podcasts, η θεματολογία που καλύπτεται μέσα από αυτό το λεγόμενο «new media» είναι ανεξάντλητη. Από true crime, οικονομικές αναλύσεις και προγράμματα που προάγουν την αυτοβελτίωση μέχρι podcasts γραμμένα σαν ένα καλό μυθιστόρημα, όπως το «The shrink next door» ( «Ο ψυχίατρος της διπλανής πόρτας») του βετεράνου δημοσιογράφου Joe Nocera.
«Κι όμως, στη χώρα μας δεν έχουμε προχωρήσει ακόμα αρκετά στην παραγωγή τους. Τα περισσότερα ελληνικά podcasts είναι συνήθως ραδιοφωνικές εκπομπές αρχείου, χαρακτηρισμένες ως podcasts. Αυτό είναι που θέλουμε να αλλάξουμε με τους συνεργάτες μου.
Είμαστε μια νέα ομάδα Ελλήνων και Βρετανών δημοσιογράφων, παραγωγών, συντακτών και digital marketing experts. Αυτό που μας έφερε κοντά είναι το πάθος μας να αφηγούμαστε ιστορίες μέσω του ήχου. Είμαστε η πρώτη ομάδα στην Ελλάδα που αναλαμβάνουμε να δημιουργούμε, να παράγουμε και να διανέμουμε πρωτότυπα podcasts, φτιαγμένα σε συνεργασία με φορείς, ομάδες, επιχειρήσεις και άτομα που θέλουν να ακουστεί η φωνή τους και να μοιραστούν τις ιστορίες τους, σύμφωνα με τις δικές τους ανάγκες επικοινωνίας. Το όραμά μας μας είναι να βοηθήσουμε να φτάσουν στ' αυτιά των Ελλήνων αλλά και των ξένων ακροατών όσα υπέροχα συμβαίνουν και συζητιούνται στην Ελλάδα του τώρα» λέει.
To The Greek Prodcast Project έχει αναλάβει ήδη τη δημιουργία μιας σειράς podcasts για την οργάνωση Women on Top. Ονομάζεται «Women on Topic» και είναι ένα ελληνικό podcast για την επαγγελματική ενδυνάμωση των γυναικών και την ισότητα στη δημόσια ζωή. Επιπλέον, η Δάφνη τρέχει εδώ και κάποιους μήνες το προσωπικό της podcast με τίτλο «The Fishbowl». «Πρόκειται για ένα αφηγηματικό podcast» λέει η ίδια.
«Κάθε εβδομάδα επιλέγουμε ένα θέμα από την Αθήνα που μας απασχολεί με τη βοήθεια των δημιουργικών ανθρώπων που ζουν και περνούν από τη χώρα μας –από συγγραφείς, καλλιτέχνες και επιχειρηματίες, μέχρι δημοσιογράφους, ακαδημαϊκούς και μουσικούς– και ακούμε τις συχνά παραμελημένες ιστορίες πίσω από τα γεγονότα». Μερικά από τα θέματα που έχει καλύψει μέσα από τα podcasts που έχει δημιουργήσει είναι το τι συμβαίνει με το Ελληνικό, όπου συνομίλησε με τον αρχιτέκτονα τοπίου Θωμά Δοξιάδη, τον άνθρωπο που έχει σχεδιάσει το έργο, ή η περίπτωση της εκλογής της Αικατερίνης Σακελλαροπούλου ως πρώτης γυναίκας στον ρόλο που συχνά περιγράφεται ως το ύψιστο πολιτειακό αξίωμα.
Τη ρωτάω πού πιστεύει ότι οφείλεται η δημοφιλία των podcasts παγκοσμίως. «Σε πρακτικό επίπεδο, όταν η καθημερινότητά μας γίνεται ασφυκτική, οι ενδιάμεσες στιγμές μετακίνησης, γυμναστικής ή μαγειρέματος στο σπίτι γίνονται ολοένα πιο πολύτιμες. Τα podcasts είναι ένα μέσο που μπορείς να ακούσεις όπου και αν βρίσκεσαι, όποτε το επιλέξεις και, σε αγγλόφωνα podcasts τουλάχιστον, πάνω σε ό,τι θέμα σε ενδιαφέρει, από σύντομα ειδησεογραφικά επεισόδια μέχρι λογοτεχνικά, καλλιτεχνικά ή και true crime. Ειδικά σε μια εποχή κατά την οποία βομβαρδιζόμαστε συνεχώς από πληροφορίες, οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να ακούσουν κάτι που το live ραδιόφωνο δεν μπορεί να προσφέρει: περιεχόμενο το οποίο κάποιος έχει ξεδιαλέξει, επιμεληθεί και παρουσιάσει ειδικά για τον ακροατή του».
Σχετικά με τα συστατικά που κάνουν ένα podcast επιτυχημένο μου λέει ότι έχει προσέξει πως «τα podcasts με τα οποία κολλάω τείνουν να έχουν δύο στοιχεία: πρώτον, ενημερώνουν, αλλά ταυτόχρονα αφηγούνται μια ιστορία με διασκεδαστικό τρόπο. Αυτό νομίζω πως γίνεται μέσω της δυνατής αφήγησης, αυτό που λέμε storytelling, που είναι ευθύνη του παραγωγού.
Δεύτερον, ο χαρισματικός και αυθεντικός παρουσιαστής, ο host του podcast, είναι συχνά αυτό που με κάνει να περιμένω το επόμενο επεισόδιο. Κάποιος που μπορεί να μοιραστεί με το κοινό του από προσωπικές ιστορίες μέχρι σοβαρά θέματα με ιδιαίτερο και άμεσο τρόπο και κάνει τους συνεντευξιαζόμενους να αισθανθούν άνετα και να ανοιχτούν».
Παρότι μιλάει με ενθουσιασμό γι' αυτό το καινούργιο μέσο, μου λέει ότι το μέλλον των εντύπων το βλέπει φωτεινό. «Η δουλειά μου στο "Monocle", το περιοδικό για το οποίο είμαι ανταποκρίτρια εδώ στην Αθήνα, μου έχει κάνει ακόμα πιο έντονη την πεποίθηση ότι ο κόσμος δεν θα σταματήσει να εκτιμάει την αξία ενός καλοτυπωμένου εντύπου, με όμορφες φωτογραφίες και μεγάλου μήκους ρεπορτάζ. Το ευχάριστο είναι ότι και στην Ελλάδα βλέπω καινούργιες και επιτυχημένες σε παγκόσμιο επίπεδο πρωτοβουλίες, κυρίως περιοδικών, όπως τα "Taverna", "Desired Landscapes", "Kennedy" και "Grape"».
Λίγο πριν την αφήσω να συνεχίσει τη μέρα της τη ρωτάω τι είναι αυτό που της αρέσει στην Αθήνα αυτήν τη στιγμή και τι θα ήθελε να αλλάξει. «Παρότι έχει μεγάλη ιστορία, μου δίνει ταυτόχρονα την αίσθηση ότι είναι μια πόλη στην εφηβεία της, που τώρα βρίσκει την ταυτότητά της και όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές μπροστά της. Είναι μια πόλη ρομαντική με τον δικό της τρόπο, χαρακτήρα και ταμπεραμέντο, που στα μάτια μου μπορεί να διαφέρει από τη μια μέρα στην άλλη και να μου κεντρίσει το ενδιαφέρον με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Χαίρομαι που ολοένα και περισσότερος κόσμος αρχίζει να την εκτιμά. Η κίνηση και τα αυτοκίνητα είναι κάτι που δεν έχω συνηθίσει και θα ήθελα να αλλάξει. Το βρίσκω εξωπραγματικό το ότι υπάρχουν συνεχώς τόσα αυτοκίνητα στον δρόμο και, πιο συχνά απ' ό,τι θα έπρεπε, βλέπω μόνο ένα άτομο στο κάθε αυτοκίνητο. Γι' αυτό προσπαθώ να περπατάω όσο μπορώ!».
σχόλια