Μπορεί να απομένει ακόμη ένας ολόκληρος μήνας για να τελειώσουν οι θερινές εκπτώσεις, όμως το αποτέλεσμά τους στον τζίρο των επιχειρήσεων φαίνεται πως είναι ήδη γνωστό, αναφέρει στο αναλυτικό ρεπορτάζ της η Καθημερινή.
Η επιβολή των capital controls και η συνεχιζόμενη πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα καταπόντισαν τον τζίρο στο λιανεμπόριο, με εξαίρεση, τουλάχιστον τις πρώτες ημέρες πριν από τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, τον κλάδο των τροφίμων.
Το φαινόμενο είναι πανελλαδικό, ακόμη και στις τουριστικές περιοχές, με τη μείωση του τζίρου να φτάνει στην καλύτερη περίπτωση το 40%.
Ωστόσο η αγωνία των εμπόρων δεν σταματά στο καλοκαίρι και ο προβληματισμός τους εντείνεται κυρίως τις επόμενες, καθώς αφενός τα αιτήματα για έγκριση εισαγωγής ειδών που δεν θεωρούνται πρώτης ανάγκης, όπως για παράδειγμα τα είδη ένδυσης και υπόδησης, απορρίπτονται, αφετέρου δεν γίνονται εισαγωγές στις πρώτες ύλες που χρησιμοποιεί η εγχώρια βιομηχανία και βιοτεχνία.
Με άλλα λόγια, τα όποια εμπορικά καταστήματα συνεχίζουν να υπάρχουν τον ερχόμενο Σεπτέμβριο, είναι άγνωστο πόσο και τι εμπόρευμα θα έχουν σημειώνει η Καθημερινή.
Σύμφωνα με στοιχεία και εκτιμήσεις των κατά τόπους εμπορικών συλλόγων, η μείωση του τζίρου στην Αθήνα αγγίζει το 40%, στη Θεσσαλονίκη και στον Πειραιά τα ποσοστά μείωσης φτάνουν το 60%, στη Θεσσαλία η μείωση πλησιάζει το 70%, ενώ ακόμη και σε περιοχές με αυξημένη τουριστική κίνηση, όπως η Κρήτη και η Ρόδος, ο τζίρος των εμπορικών καταστημάτων υποχωρεί ακόμη και κατά 50%.
Αυτό οφείλεται σύμφωνα με τους εκπροσώπους των εμπόρων, πρώτον, στη ραγδαία μείωση του εσωτερικού τουρισμού και δεύτερον, στην ανησυχία των ξένων τουριστών ότι αν υπάρξει πρόβλημα στα ΑΤΜ δεν θα έχουν πρόσβαση στους λογαριασμούς τους. Έτσι στην πλειονότητα των περιπτώσεων οι αγορές περιορίζονται και γίνονται μόνο κατά τις τελευταίες ημέρες της παραμονής τους στη χώρα μας.
Οι αλλαγές που επέφεραν τα capital controls, ειδικά πριν από τα πρόσφατα μέτρα μερικής χαλάρωσης, στα συναλλακτικά ήθη επέδρασαν επίσης στη μείωση του τζίρου ενός τμήματος των εμπορικών επιχειρήσεων.
Υπολογίζεται ότι περίπου το 50% των επιχειρήσεων, κυρίως πολύ μικρές και μικρές, δεν διαθέτουν συσκευές POS (τερματικά αποδοχής καρτών), με συνέπεια οι καταναλωτές να μην τα προτιμούν, αφού δεν είχαν τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουν αγορές κάνοντας χρήση χρεωστικών ή πιστωτικών καρτών. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, υπήρξαν εμπορικές επιχειρήσεις οι οποίες είχαν σχεδόν μηδενικό τζίρο κάποιες τουλάχιστον ημέρες, γεγονός που θέτει εν αμφιβόλω τη συνέχιση της λειτουργίας τους.
σχόλια