Την επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε καθεστώς οικονομικής ύφεσης υποδεικνύουν οι πλέον πρόσφατες αναθεωρημένες προβλέψεις για το τρέχον έτος, σύμφωνα με τη νέα έκθεση του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), η οποία δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Ειδικότερα, η έκθεση αναφέρει, μεταξύ άλλων:
Η δυσμενής αυτή μεταστροφή των εκτιμήσεων για τη βραχυπρόθεσμη πορεία της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας βρίσκει τη χώρα εν μέσω:
(α) της σημαντικής επιδείνωσης των οικονομικών δεικτών κατά τους πρόσφατους μήνες,
(β) της αναγκαιότητας θέσπισης και εφαρμογής συγκεκριμένης νομοθεσίας ως προαπαιτούμενου για την έναρξη διαπραγμάτευσης για νέο Μνημόνιο Συνεννόησης με χρηματοπιστωτική συνδρομή από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης, σύμφωνα με τις αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής για το ευρώ της 12ης Ιουλίου, και
(γ) του σφοδρού πλήγματος εξαιτίας των δυσχερειών που προκλήθηκαν από την επιβολή της τραπεζικής αργίας και τους ισχύοντες ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων.
Το προαναφερόμενο ασφυκτικό πλαίσιο, εντός του οποίου καλείται να λειτουργήσει η ελληνική οικονομία, αναμένεται να ασκήσει πολυδιάστατες επιδράσεις σε καίρια πεδία της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας, αλλά και στη λειτουργία, συμμετοχή καθώς και στις δράσεις των κεντρικών συντελεστών της οικονομίας. Μία από τις προϋποθέσεις επιτυχίας των όποιων στρατηγικών εξορθολογισμού, αναδιάρθρωσης και εξυγίανσης είναι η εξασφάλιση βιώσιμων συνθηκών σε πεδία όπως η εγχώρια αγορά εργασίας, η οποία πλήττεται ήδη ισχυρά, όπως καταδεικνύουν τα σχετικά στοιχεία για τα βασικά μεγέθη της απασχόλησης και της ανεργίας.
Από την πλευρά των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών ως βασικών συντελεστών της οικονομίας, τα όποια μέτρα και δράσεις πολιτικής πρέπει να συνάδουν με την ενίσχυση της υγιούς εγχώριας επιχειρηματικής δραστηριότητας, σε συνάρτηση κυρίως με το μέγεθος και το αντικείμενο των επιχειρήσεων, αλλά και να εφαρμόζονται με τρόπο αποτελεσματικό ώστε να διασφαλίζεται η αποδοτικότητά τους, κυρίως στις περιπτώσεις που αφορούν σε περαιτέρω επιβαρύνσεις, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση της φορολογίας.
Η εικόνα της ελληνικής οικονομίας έχει επηρεαστεί καθοριστικά από τις επιπτώσεις της μη ολοκλήρωσης του δεύτερου προγράμματος οικονομικής πολιτικής (Ιούνιος 2015), στο πλαίσιο του Μηχανισμού Στήριξης ΕΕ/ΕΚΤ/ΔΝΤ, αλλά και της τραπεζικής αργίας, με τον παράλληλο έλεγχο στην κίνηση των κεφαλαίων, που ακολούθησε την απόφαση για τη διενέργεια του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου. Οι αρνητικές αυτές επιπτώσεις υπογραμμίζονται και από το ΔΝΤ στο World Economic Outlook Update του Ιουλίου του 2015, όπου αναφέρεται ότι, παρ’ όλο που σε πολλές οικονομίες της Ευρωζώνης οι εκτιμήσεις για την οικονομική ανάπτυξη έχουν αναθεωρηθεί επί τα βελτίω, στην Ελλάδα οι επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα από τις τρέχουσες εξελίξεις μπορεί να επιβαρύνουν τις πρόσφατες εκτιμήσεις για την ελληνική οικονομία.
Όσον αφορά τις πρόσφατες εκτιμήσεις, σύμφωνα με το βασικό σενάριο του Preliminary Draft Debt Sustainability Analysis για την Ελλάδα του ΔΝΤ του Ιουνίου του 2015, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας εκτιμάται ότι θα είναι 0,0% το 2015, ενώ για την επόμενη χρονιά προβλέπεται ρυθμός ανάπτυξης 2,0%. Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο έγγραφο που αφορά το αίτημα της Ελλάδας για νέα χρηματοδοτική αρωγή αναφέρει ότι το 2015 η ελληνική οικονομία θα επιστρέψει σε ύφεση, η οποία εκτιμάται οτι θα διαμορφωθεί μεταξύ -2% και -4%.
Κατά το πρώτο τρίμηνο του 2015, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ και με βάση τα διαθέσιμα εποχικά διορθωμένα στοιχεία, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) της χώρας παρουσίασε, σε όρους όγκου, μείωση κατά 0,2% σε σχέση με το τέταρτο τρίμηνο του 2014, ενώ σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο του 2014 παρουσίασε αύξηση 0,4% έναντι της αύξησης 0,3% που είχε υπολογιστεί στην πρώτη εκτίμηση του πρώτου τριμήνου, η οποία είχε ανακοινωθεί το Μάιο του 2015 (Διάγραμμα 1).
Ο δείκτης οικονομικού κλίματος τoν Ιούνιο του 2015, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, επιδεινώθηκε περαιτέρω, σε σχέση με τoυς προηγούμενους μήνες. Συγκεκριμένα, ο εν λόγω δείκτης τον Ιούνιο διαμορφώθηκε στις 90,7 μονάδες από 91,4 το Μάιο. Η εξέλιξη αυτή, σύμφωνα και με το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), αποδίδεται στην έντονη επιδείνωση των επιχειρηματικών προσδοκιών σε όλους τους τομείς, αλλά και στη νέα υποχώρηση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης.
Η εικόνα συρρίκνωσης στη βιομηχανία διατηρείται. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, τον Απρίλιο του 2015 ο γενικός δείκτης κύκλου εργασιών στη βιομηχανία, για το σύνολο της εγχώριας και εξωτερικής αγοράς, παρουσίασε μείωση κατά 2,3% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2014. Ο μέσος γενικός δείκτης του δωδεκαμήνου Μαΐου 2014-Απριλίου 2015, σε σύγκριση με τον ίδιο δείκτη του δωδεκαμήνου Μαΐου 2013-Απριλίου 2014, παρουσίασε μείωση κατά 2,0%. Παράλληλα, ο γενικός δείκτης βιομηχανικής παραγωγής του Μαΐου του 2015, σε σύγκριση με τον ίδιο μήνα του 2014, παρουσίασε μείωση 4,0%.
Οι αποπληθωριστικές πιέσεις διατηρούνται και τον Ιούνιο, αφού, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, ο γενικός δείκτης τιμών καταναλωτή τον Ιούνιο του 2015 διαμορφώθηκε στο -2,2, ενώ ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή κατά τον ίδιο μήνα διαμορφώθηκε στο -1,1%.
Η ανεργία τον Απρίλιο του 2015 διαμορφώθηκε σε χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με τους προ- ηγούμενους μήνες, μετά και την επί τα χειρώ αναθεώρηση των επιδόσεων των πρώτων μηνών του έτους. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ, το εποχικά διορθωμένο ποσοστό ανεργίας διαμορφώθηκε τον Απρίλιο του 2015 στο 25,6%, έναντι 25,8% το Μάρτιο του 2015 και 27,0% το Μάρτιο του 2014. Ειδικότερα, το σύνολο των απασχολουμένων κατά τον Απρίλιο του 2015 εκτιμάται ότι ανήλθε σε 3.543.651 άτομα, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 16.834 άτομα ή 0,5% σε σχέση με το Μάρτιο του 2015, ενώ σε σχέση με τον Απρίλιο του 2014 παρουσιάστηκε αύξηση κατά 49.283 άτομα ή 1,4%. Οι άνεργοι ανήλθαν σε 1.216.870 άτομα, σημειώνοντας μείωση κατά 21.089 άτομα ή 0,6% σε σχέση με τον Απρίλιο του 2014 και κατά 9.103 άτομα ή μείωση κατά 0,3% σε σχέση με το Μάρτιο του 2015. Όσον αφορά το πρώτο τρίμηνο του 2015, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε στο 26,6% έναντι 26,1% του τελευταίου τριμήνου του 2014 και 25,5% του τρίτου τριμήνου του 2014, που ήταν και το χαμηλότερο μετά από μία περίοδο έντονων αυξητικών πιέσεων.
Αναφορικά με τη ρευστότητα του εγχώριου τραπεζικού συστήματος, οι πιεστικές συνθήκες των προηγούμενων μηνών συνεχίστηκαν και το Μάιο του 2015, καθώς συνεχίστηκε η τάση μείωσης των καταθέσεων. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, στο τέλος του Μαΐου του 2015 το σύνολο των καταθέσεων και repos στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα διαμορφώθηκε στα 170,5 δισ. ευρώ από 174,7 δισ. ευρώ τον Απρίλιο, αλλά και 213,3 δισ. ευρώ που ήταν στο τέλος Νοεμβρίου του 2014. Έτσι, μόνο το μήνα Απρίλιο σημειώθηκε μία μείωση 4,2 δισ. ευρώ, ενώ την περίοδο Νοεμβρίου 2014-Απριλίου 2015 η μείωση καταθέσεων και repos στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα διαμορφώθηκε στα 42,8 δισ. ευρώ ή 20,1%. Αυτή η μείωση κατά 42,8 δισ. ευρώ οφείλεται, κυρίως, στη μείωση των καταθέσεων εγχώριων επιχειρήσεων και νοικοκυριών, οι οποίες την περίοδο Νοεμβρίου 2014- Μαΐου 2015 περιορίστηκαν κατά 34,4 δισ. ευρώ, φτάνοντας στο τέλος του Μαΐου τα 129,9 δισ. ευρώ. Η αύξηση των πιέσεων στη ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος, οδήγησε στην περαιτέρω αξιοποίηση της αρωγής του Ευρωσυστήματος, και δη, του Έκτακτου Μηχανισμού Παροχής Ρευστότητας.
Η επιδείνωση του επενδυτικού κλίματος, λόγω των ευρύτερων εξελίξεων και συνθηκών στη χώρα, αποτυπώθηκε τον Ιούνιο και στα επίπεδα του spread των 10ετών ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου (σε σχέση με το γερμανικό), τα οποία καθ’ όλη τη διάρκεια του Ιουνίου κατέγραψαν μία σημαντική αυξητική πορεία.
Ολόκληρη η έκθεση είναι διαθέσιμη ΕΔΩ.
σχόλια