Οι νέοι της Ευρώπης θέλουν να αλλάξουν χώρα διαμονής για μια θέση εργασίας, αναφέρουν τα στοιχεία της Eurostat.
Συγκεκριμένα, το 50% των ανέργων ηλικίας 20 έως 34 ετών στην Ε.Ε. δηλώνει πως θα άλλαζε τόπο κατοικίας για μια δουλειά, εκ των οποίων το 21% θα μετέβαινε σε κάποια άλλη περιοχή στη χώρα του, το 13% θα μετανάστευε εντός Ε.Ε. και το 17% σε τρίτες χώρες.
Τα στοιχεία αφορούν σε όλη την Ε.Ε. και στηρίχθηκε σε στοιχεία της Ευρωπαϊκής Έρευνας Εργατικού Δυναμικού, η οποία έλαβε χώρα το 2016.
Ανάμεσα στις χώρες με τα υψηλά ποσοστά νέων που θα έφευγαν από τη χώρα για να βρουν εργασία είναι και η Ελλάδα ωστόσο στην ουσία στα περισσότερα κράτη-μέλη είναι αυξημένο το ποσοστό των ανέργων ηλικίας 20 έως 34 ετών οι οποίοι δηλώνουν πως θα μετακινούνταν εντός των συνόρων για να βρουν δουλειά.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 37% των Γερμανών και των Ρουμάνων θα μετανάστευε εντός της χώρας του, όπως και το 35% των Τσέχων και των Ιρλανδών.
Το 31% των ανέργων ηλικίας 20-34 ετών στη χώρα μας δηλώνει έτοιμο να μετακομίσει σε άλλη πόλη εντός Ελλάδας, προκειμένου να αναζητήσει εργασία.
Ένα επιπλέον 17% είναι έτοιμο για μετακίνηση στους κόλπους της Ένωσης και ένα 11% εμφανίζεται διατεθειμένο να μεταναστεύσει χώρες εκτός κοινότητας.
Υψηλό ποσοστό των νέων ανέργων που θα μετακινούνταν σε άλλη χώρα-μέλος της Ε.Ε. για μια δουλειά παρουσιάζεται και στην Εσθονία και στην Κροατία (26%).
Στη Σουηδία διαμορφώνεται στο 34%, στην Ισπανία και τη Φινλανδία φθάνει το 28% και στη Γαλλία το 27%.
Χαρακτηριστικό είναι ότι πάνω από τα δυο τρίτα των νέων ανέργων στην Μάλτα (73%), στην Ολλανδία (69%) και την Κύπρο (68%) δεν επιθυμούν να αλλάξουν τόπο κατοικίας για μια δουλειά, αποτελώντας την εξαίρεση του κανόνα.
Σημαντικό ρόλο παίζει, επίσης, η εκπαίδευση που έχει κάθε εργαζόμενος καθώς καθορίζει το εύρος των επιλογών του. Η κινητικότητα ενός νέου με ανώτατη εκπαίδευση είναι μεγαλύτερη στην εγχώρια αγορά εργασίας σε σχέση με τους υπόλοιπους.
Το υψηλότερο ποσοστό καταγράφηκε στην Ιταλία. Στην Ιταλία, ειδικότερα, το γεγονός ότι οι εθνικές εκλογές στις αρχές Μαρτίου δεν οδήγησαν στο σχηματισμό κυβέρνησης αποδίδεται στη μεγάλη δυσαρέσκεια των Ιταλών από τις οικονομικές συνθήκες στη χώρα.