To Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δεν απαιτεί από την Ελλάδα να λάβει πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα ξεκαθάρισε ο διευθυντής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων του ΔΝΤ, Πολ Τόμσεν, σε σημερινή συνέντευξη Τύπου και επανέλαβε ότι το ΔΝΤ εκτιμά πως στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος 2,2% του ΑΕΠ, που το ίδιο έχει θέσει για το 2018, θα επιτευχθεί.
Ο ίδιος απέφυγε, ωστόσο, να αναφερθεί σε ζητήματα τα οποία αφορούν στην επόμενη αξιολόγηση. Αρκέστηκε να αναφέρει ότι η αποστολή του ΔΝΤ θα πρέπει να επιστρέψει στην Ελλάδα προκειμένου να εξεταστούν τα ζητήματα που προβλέπονται στο πλαίσιο της αξιολόγησης.
Για το ζήτημα του Δημόσιου Χρέους υπογράμμισε, ότι θα πρέπει το ταχύτερο δυνατό οι Ευρωπαίοι δανειστές να εξειδικεύσουν τα μέτρα ελάφρυνσης.
Αναφορικά με το ζήτημα των ελληνικών τραπεζών, ο κ. Τόμσεν χαρακτήρισε εποικοδομητική τη στάση που έχει κρατήσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία προτίθεται να προχωρήσει στη διενέργεια άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress test) των ελληνικών τραπεζών, που δεν θα συνοδεύεται όμως από τον συνολικό έλεγχο του ενεργητικού τους (Asset Quality Review).
Ωστόσο, όπως ανέφερε, οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν ένα πολύ υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων. Το ΔΝΤ επιθυμεί να διασφαλίσει, όπως είπε, ότι πριν από το τέλος του προγράμματος οι ελληνικές τράπεζες θα έχουν υιοθετήσει μία αξιόπιστη στρατηγική για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Αναφερόμενος στο σύνολο της Ευρωζώνης, ο κ. Τόμσεν υποστήριξε ότι η οικονομία βρίσκεται σε πολύ καλή κατάσταση, γεγονός που φαίνεται στην επί τα βελτίω αναθεώρηση των προβλέψεων για την ανάπτυξη στο 2,1% για φέτος και στο 1,9% για την επόμενη χρονιά.
Χαρακτήρισε μάλιστα την ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας κοινωνικά δίκαιη, καθώς, όπως είπε, γίνεται με όρους ίσης διανομής. Υποστήριξε ωστόσο, ότι η ανεργία (9%) διατηρείται σε υψηλό επίπεδο.
Ο ίδιος άσκησε κριτική στις χώρες εκείνες που πιέζουν την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να εγκαταλείψει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, υποστηρίζοντας ότι είναι αναγκαία η εξομάλυνση της νομισματικής πολιτικής, απαιτείται ωστόσο όπως είπε να συνεχιστεί η συγκεκριμένη πολιτική.