«Όχι για πρώτη φορά φέτος, οι Κασσάνδρες διαψεύστηκαν. Το ιταλικό δημοψήφισμα κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου οδήγησε σε μια ηχηρή ήττα για τον πρωθυπουργό Ματέο Ρεντσι, ο οποίος ανακοίνωσε αμέσως την παραίτησή του», εξηγεί ο γνωστός αρθρογράφος Simon Nixon ο οποίος προσθέτει πως αυτό δεν οδήγησε σε κατάρρευση τις αγορές και πως η Ιταλία δείχνει να ανακάμπτει γρήγορα.
Σε άρθρο του στην Wall Street Journal εξηγεί πως το δημοψήφισμα, όπως και η ψήφος για Brexit και η εκλογή του Τρα,π, από μόνες τους δεν αλλάζουν τίποτα και πως είναι πολύ νωρίς για να δει κανείς τις πολιτικές συνέπειες που μπορεί να ακολουθήσουν από την απόφαση.
«Αλλά ο κύριος λόγος που η Ευρώπη δεν είναι πλέον σε αναταραχή είναι ότι τα προβλήματα της Ιταλίας είναι πιθανόν, προς το παρόν, τουλάχιστον, να παραμείνουν εντός της Ιταλίας. Αυτά τα προβλήματα δεν είναι καινούργια και αντανακλούν μια μακρά κρίση διακυβέρνησης», σημειώνει ο Nixon.
Η Ιταλία, όπως σημειώνει το δημοσίευμα, ήταν σχεδόν η μόνη χώρα, της οποίας το οικονομικό μοντέλο βρέθηκε εκτεθειμένο στην παγκόσμια οικονομική κρίση, αλλά ήταν μεταξύ των χωρών που εφήρμοσαν με τον βραδύτερο ρυθμό μεταρρυθμίσεις. Στην περίπτωση του πρόσφατος δημοψηφίσματος, η ήττα του Ρέντσι ίσως λειτουργήσει ως "τροχοπέδη" για τις οικονομικές προοπτικές της χώρας στο μέλλον, αλλά αυτό μένει να φανεί.
«Αλλά, αυτό που έχει γίνει σαφές, κατά την τελευταία επταετία, είναι ότι η κρίση μόνο σε μία χώρα συνιστά κρίση για το σύνολο της Ευρωζώνης, μόνο όταν απαιτείται συλλογική ευρωπαϊκή απάντηση», σημειώνει το άρθρο και επισημαίνει πως η Ευρωζώνη υπέστη αρκετές επιθανάτιες εμπειρίες, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τις διαδοχικές κρίσεις στην Ελλάδα. Όπως αναφέρει, τα τελευταία χρόνια, οι σοβαρές ανεπάρκειες διακυβέρνησης στην Ευρωζώνη γίνονται λιγότερο αισθητές, λόγω του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. «Στην πραγματικότητα, μερικοί πολιτικοί φοβούνται ότι η ικανότητα της ευρωζώνης για λήψη αποφασιστικής πολιτικής δράσης είναι τώρα πιο αδύναμη από ποτέ. Ήδη φέτος, το κοινοβούλιο της Βαλλονίας στο Βέλγιο ήρθε κοντά στον εκτροχιασμό της συμφωνία ελεύθερου εμπορίου της ΕΕ με τον Καναδά, ενώ ένα δημοψήφισμα στην Ολλανδία μπλοκάρει μια οικονομική και εμπορική συμφωνία με την Ουκρανία», τονίζει ο αρθρογράφος.
«Την ίδια ώρα, η αυξανόμενη δύναμη των λαϊκιστικών κομμάτων περιορίζει τα πολιτικά περιθώρια για δράση, τόσο σε εθνικό, όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Επί σειρά ετών η Ε.Ε. επαναπαύθηκε στην ιδέα πως σημειώνει πρόοδο στην κρίση. Επομένως, η μεγαλύτερη δοκιμασία για την ικανότητα λήψης αποφάσεων στην Ευρωζώνη δεν είναι η Ιταλία, αλλά η Ελλάδα. Η Ιταλία θα γίνει μόνο πρόβλημα αν αναγκαστεί να ζητήσει από την ευρωζώνη ενίσχυση κάτι που φαίνεται απίθανο όσο η ΕΚΤ συνεχίζει να αγοράζει ομόλογά της. Όμως ο κίνδυνος μιας νέας κρίσης στην Ελλάδα είναι πραγματικός, εκτός και εάν η Ευρωζώνη μπορέσει να βρει λύση στο αδιέξοδο μεταξύ Ελλάδας, Γερμανίας και ΔΝΤ για την επόμενη φάση διάσωσης», σημειώνει η WSJ.
Η Γερμανία έχει δηλώσει ότι δεν θα εκταμιεύσει περισσότερα μετρητά, εκτός αν το ΔΝΤ συμμετάσχει στο πρόγραμμα. Το ΔΝΤ δεν θα ενταχθεί στο πρόγραμμα μέχρι να συμφωνηθεί η βιώσιμη βάση για το ελληνικό χρέος, αλλά η ευρωζώνη δεν γνωρίζει πόσο μεγάλη ελάφρυνση χρέους απαιτείται για την Ελλάδα. Αν μια συμφωνία δεν έχει επιτευχθεί γρήγορα, πριν εισέλθει η ευρωζώνη ένα εκτεταμένο κύκλο των εθνικών εκλογών, η επόμενη ευκαιρία δεν θα μπορεί να προκύψει πριν από το καλοκαίρι, κάτι που σημαίνει πως η Ελλάδα είναι πιθανό να αντιμετωπίσει και πάλι πιέσεις ρευστότητας, υπονομεύοντας το τρέχον πρόγραμμα διάσωσης. Κανείς δεν θέλει μια ακόμη αποτυχία του ελληνικού προγράμματος, τουλάχιστον όχι όσο η γεωπολιτική σημασία της Ελλάδας μεγαλώνει. Ωστόσο, κάποιοι αξιωματούχοι δεν βλέπουν πώς μπορεί να επιλυθεί η κατάσταση στη χώρα». υπογραμμίζει ο Nixon και κλείνει θέτοντας το ερώτημα: «Και εάν η Ευρωζώνη αδυνατεί να επιλύσει τις διαφορές της για την Ελλάδα, τι δείχνει αυτό για το πόσο ικανή θα είναι εάν καταστεί αναγκαίο να βοηθήσει την Ιταλία;», καταλήγει το άρθρο.