Την Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου στις 11 το πρωί από το Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών, οι συγγενείς, οι φίλοι και η μεγάλη θεατρική οικογένεια με την οποία συνδέθηκε και υπηρέτησε με αφοσίωση και πάθος θα αποχαιρετήσουν τον Δημήτρη Ήμελλο που πέθανε άωρα σε ηλικία 57 ετών μετά από μια μακρά και θαραλλέα μάχη με τον καρκίνο.
Ο Δημήτρης Ήμελλος, υπήρξε ένας λαμπρός ηθοποιός της γενιάς του, μια προσωπικότητα με κύρος, ένας σοβαρός άνθρωπος που δημιούργησε ρόλους με την πιο αξιοσημείωτη παλέτα επιμονής, συναισθημάτων, αφοσίωσης στη λεπτομέρεια και εκφραστικών μέσων.
Γεννήθηκε στην Αθήνα και άρχισε να ασχολείται με το θέατρο σαν φοιτητής της Νομικής φοιτώντας στη Δραματική Σχολή του Διομήδη Φωτιάδη. Το 1996 πήγε στη Θεατρική Ακαδημία της Μόσχας, στο σκηνοθετικό τμήμα του Λεονίντ Χέιφιτς, και αυτή η πολιτισμική εμπειρία, που είναι μια δεύτερη φύση, μια εμπειρία ριζωμένη στην ψυχή των ανθρώπων, τον έκανε να δει για πάντα το θέατρο με άλλα μάτια, αποκτώντας την πεποίθηση πως δεν μπορεί να υπάρξει πρωτοπορία που δεν βασίζεται στην παράδοση.
Η επιστροφή του στην Ελλάδα τον οδήγησε στη διδασκαλία. Δούλεψε με την Άννα Κοκκίνου, τον Σταύρο Τσακίρη και τον Λευτέρη Βογιατζή και στη συνέχεια με τον Στάθη Λιβαθινό στη «Φρεναπάτη» του Τόνι Κούσνερ. Για την ερμηνεία του στον ρόλο του Μοταμόρ ήταν ο νικητής στην πρώτη απονομή του βραβείου Δημήτρης Χορν, που θεσπίστηκε στη μνήμη του αξέχαστου ηθοποιού.
Ο Δημήτρης Ήμελλος συμπορεύτηκε με τον Στάθη Λιβαθινό στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου για επτά χρόνια. Στη συνέχεια, άνοιξε ένα άλλο κεφάλαιο, αυτήν τη φορά με τον Λευτέρη Βογιατζή, με την «Αντιγόνη» στο Εθνικό Θέατρο, το «Ύστατο Σήμερα», τον «Τόκο», το «Θερμοκήπιο», τον «Αμφιτρύωνα».
Πάντα αφοσιωμένος στην τέχνη του, πίστευε πάντα ότι οι καλύτερες στιγμές ενός ηθοποιού είναι αυτές που βρίσκεται πάνω στη σκηνή και πως οι καλύτεροι ηθοποιοί δεν είναι αυτοί που μπαίνουν στο σπίτι μας με την τηλεόραση αλλά αυτοί που αναζητάμε πηγαίνοντας στο θέατρο, ωστόσο έγινε κοσμαγάπητος με το ρόλο του στο «Σασμό», υποδυόμενος τον αστυνόμο Αντώνη Φραγκιαδάκη.