Ένα σπάνιο γλυπτό του Χένρι Μουρ με δυο ανθρωπόμορφες φιγούρες που αγκαλιάζονται ήταν για δεκαετίες αφημένο στο παραπέτο ενός τζακιού σε μια αγροικία και κανένας δεν έδινε σημασία μέχρι που οι ειδικοί επικύρωσαν ότι πρόκειται για έργο του διάσημου Βρετανού καλλιτέχνη.
Το έργο του κορυφαίου μοντερνιστή γλύπτη θα βγει σε δημοπρασία τον Μάρτιο. Οι ειδικοί στο Ίδρυμα Henry Moore και τον οίκο δημοπρασιών Dreweatts επικύρωσαν την αυθεντικότητα του έργου, το οποίο χρονολογείται γύρω στο 1939 ή το 1940 και φέρει τον τίτλο «Μητέρα και παιδί». Το ίδρυμα συνέδεσε το άγαλμα με το «Eighteen Ideas for Sculpture», ένα σκίτσο του Μουρ του 1939 που βρίσκεται στα αρχεία του.
Οι ειδικοί υποστηρίζουν την σπανιότητα του γλυπτού εξαιτίας του υλικού κατασκευής του, αποκαλώντας το «μοναδικό και σπάνιο» επειδή ο καλλιτέχνης δούλεψε για πολύ λίγο με μόλυβδο τη δεκαετία του 1930. Ο Μουρ πειραματίστηκε με το υλικό, μαζί με σχοινί και σύρμα.
Το 1937 ο Roland Penrose αγόρασε το αφηρημένο γλυπτό «Mother and Child» σε πέτρα από τον Μουρ, που το παρουσίασε στον μπροστινό κήπο του σπιτιού του στο Hampstead. Το έργο αποδείχθηκε αμφιλεγόμενο με τους κατοίκους και τον τοπικό Τύπο να ζητούν να απομακρυνθεί το «ακατανόητο» κομμάτι. Εκείνη την εποχή ο Μουρ σταδιακά πέρασε στη χύτευση σε μπρούντζο, διαμορφώνοντας προκαταρκτικές μακέτες σε πηλό ή γύψο αντί να κάνει προπαρασκευαστικά σχέδια.
Το ίδρυμα Μουρ δε γνώριζε το γλυπτό, παρά το γεγονός ότι ο γλύπτης κρατούσε σχολαστικά αρχεία.
Γεννημένος το 1898, ο Μουρ ήταν πρωτοπόρος του μεταπολεμικού μοντερνισμού και γνωστός για τα αφηρημένα χάλκινα γλυπτά του. Ο καλλιτέχνης έγινε δημοφιλής τη δεκαετία του 1950 και παρήγαγε γλυπτά, σχέδια, εκτυπώσεις και υφάσματα μέχρι το θάνατό του το 1986.
Το άγαλμα ύψους επτά ιντσών ήταν για δεκαετίες απαρατήρητο στο τζάκι του Τζον Χάστινγκς, ενός αγρότη στο Wiltshire, περίπου 90 μίλια δυτικά του Λονδίνου. Μετά τον θάνατό του το 2019, τα μέλη της οικογένειας ζήτησαν από έναν ανεξάρτητο εκτιμητή να εκτιμήσει τα λίγα υπάρχοντα του Χέιστινγκς. Σύμφωνα με τους Times, ο εκτιμητής κατέγραψε τη φιγούρα ως «μολυβένια, με τον τρόπο του Χένρι Μουρ», μια εκτίμηση που οδήγησε την οικογένεια να επικοινωνήσει με το ίδρυμα.
Ο πατέρας του αγρότη ήταν συντάκτης στο Architectural Review για σχεδόν 50 χρόνια. Το έργο του Μουρ παρουσιάστηκε στο περιοδικό τη δεκαετία του 1930 και αυτό μπορεί να ήταν ένα δώρο του γλύπτη προς τον συντάκτη.
Ο Χέιστινγκς μπορεί να μην είχε συνειδητοποιήσει την αξία του γλυπτού. Το τοποθέτησε στο τζάκι μαζί με άλλα οικογενειακά μπιχλιμπίδια γιατί ήταν ένας χωρικός που ενδιαφερόταν περισσότερο για τα ζώα του παρά για τις καλές τέχνες. Δεν τον απασχολούσε ποιος είχε φιλοτεχνήσει το γλυπτό και δεν φαντάστηκε ποτέ την αξία του. Απλώς, με τα χρόνια, έγινε ένα συναισθηματικό οικογενειακό αντικείμενο.