Για 30 και πλέον χρόνια οι επισκέπτες του Μουσείου Reina Sofía στη Μαδρίτη δεν μπορούσαν να φωτογραφίσουν την Γκερνίκα, το αντιπολεμικό αριστούργημα του Πάμπλο Πικάσο.
Η απόφαση της απαγόρευσης άρθηκε από τον νέο διευθυντή του Manuel Segade, όπως γράφουν οι Times, προκειμένου να επιταχυνθεί η κυκλοφορία των επισκεπτών στο μουσείου αλλά και για να έρθει σε επαφή με το έργο ένα νεότερο κοινό.
Το μουσείο φιλοδοξεί προφανώς να χρησιμοποιήσει για το μεγάλο έργο της συλλογής του τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να αυξήσει το ενδιαφέρον γύρω από αυτό και τις ιστορίες που το περιβάλλουν.
Μάλιστα, το καλοκαίρι που μας πέρασε ο Μικ Τζάγκερ επισκέφθηκε ιδιωτικά το μουσείο σε ώρες που ήταν κλειστό και του επετράπη να φωτογραφίσει τον πίνακα, γράφει το Artnews.
Τα ασπρόμαυρα και γκρίζα χρώματα, η ένταση καθενός από τα μοτίβα και ο τρόπος άρθρωσής τους είναι όλα σημαντικά απεικονιστικά στοιχεία για την ακραία τραγωδία που εκφράζεται, ενώ το έργο θα γινόταν έμβλημα για όλες τις καταστροφικές τραγωδίες της σύγχρονης κοινωνίας.
Η Γκερνίκα έχει διαστάσεις 349,3 x 776,6 εκ. και η ισπανική κυβέρνηση απέκτησε την τοιχογραφία από τον Πικάσο το 1937. Όταν ξέσπασε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, ο καλλιτέχνης αποφάσισε ότι ο πίνακας έπρεπε να παραμείνει υπό φύλαξη στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης μέχρι να λήξει ο πόλεμος.
Το 1958 ο Πικάσο παρέτεινε το δάνειο του πίνακα στο ΜοΜΑ για αόριστο χρονικό διάστημα, μέχρι να αποκατασταθεί η δημοκρατία στην Ισπανία. Το έργο τελικά επέστρεψε στη χώρα το 1981. Φιλοξενήθηκε στο Μουσείο Πράδο μέχρι το 1992, οπότε και μεταφέρθηκε στο Μουσείο Reina Sofía.
Η ιστορία ενός μεγάλου αντιπολεμικού έργου
Η Γκερνίκα, απεικόνιση της σκληρής, δραματικής κατάστασης του πολέμου, δημιουργήθηκε για να είναι μέρος του Ισπανικού Περιπτέρου στη Διεθνή Έκθεση στο Παρίσι το 1937.
Το κίνητρο του Πάμπλο Πικάσο για να ζωγραφίσει αυτό το σπουδαίο έργο ήταν η είδηση του αεροπορικού βομβαρδισμού της πόλης των Βάσκων Γκερνίκα, τον οποίο ο καλλιτέχνης είχε δει στις δραματικές φωτογραφίες που δημοσιεύτηκαν σε διάφορα περιοδικά, συμπεριλαμβανομένης της γαλλικής εφημερίδας L' Humanité.
Παρόλα αυτά, ούτε οι μελέτες ούτε η ολοκληρωμένη εικόνα του έργου περιέχουν μια νύξη για το συγκεκριμένο γεγονός, αποτελώντας αντίθετα μια γενική έκκληση ενάντια στη βαρβαρότητα και τον τρόμο του πολέμου.
Πρόκειται για μια μαρτυρία της φρίκης που προκαλούσε ο ισπανικός εμφύλιος και μια προειδοποίηση για το τι θα επακολουθούσε στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Τα ασπρόμαυρα και γκρίζα χρώματα, η ένταση καθενός από τα μοτίβα και ο τρόπος άρθρωσής τους είναι όλα σημαντικά απεικονιστικά στοιχεία για την ακραία τραγωδία που εκφράζεται, ενώ το έργο θα γινόταν έμβλημα για όλες τις καταστροφικές τραγωδίες της σύγχρονης κοινωνίας.
Η Γκερνίκα έχει προσελκύσει μια σειρά από συχνά αμφιλεγόμενες ερμηνείες, αναμφίβολα εν μέρει λόγω της σκόπιμης χρήσης στη ζωγραφική μόνο ασπρόμαυρων τόνων.
Αναλύοντας την εικονογραφία στον πίνακα, ένας μελετητής της Γκερνίκα, ο Anthony Blunt, χωρίζει τους πρωταγωνιστές της πυραμιδικής σύνθεσης σε δύο ομάδες, η πρώτη από τις οποίες αποτελείται από τρία ζώα. Ο ταύρος, το πληγωμένο άλογο και το φτερωτό πουλί διακρίνονται στο βάθος στα αριστερά. Η δεύτερη ομάδα αποτελείται από τα ανθρώπινα όντα, από έναν νεκρό στρατιώτη και μια σειρά από γυναίκες: η πάνω δεξιά, που κρατά μια λάμπα και γέρνει από ένα παράθυρο, η μητέρα στα αριστερά που κλαίει καθώς κρατά νεκρό το παιδί της, αυτή που ορμάει μέσα στη σύνθεση από τα δεξιά και τέλος αυτή που κραυγάζει στους ουρανούς, με τα χέρια σηκωμένα καθώς ένα σπίτι να καίγεται πίσω της.
Τα περιστατικά στην ιδιωτική ζωή του Πικάσο και τα πολιτικά γεγονότα που έπληξαν την Ευρώπη μεταξύ των πολέμων συγχωνεύτηκαν στα μοτίβα που χρησιμοποιούσε ο ζωγράφος εκείνη την εποχή, με αποτέλεσμα η Γκερνίκα να θεωρείται από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα τέχνης του 20ού αιώνα.
Οι πρώτες φωτογραφίσεις της Γκερνίκα
Ο Πικάσο εκείνη την περίοδο ζούσε τον μεγάλο έρωτά του με την φωτογράφο, ζωγράφο και ποιήτρια Ντόρα Μάαρ. Όταν ο Ισπανός ζωγράφος δημιούργησε τον διάσημο πίνακά του η Μάαρ ήταν διαρκώς στο πλευρό του, προσπαθώντας να του εμπνεύσει νέες ιδέες. Η Μάαρ φωτογράφισε όλη τη διαδικασία της δημιουργίας της Γκερνίκα σε ένα αρχείο που βρίσκεται σήμερα στο μουσείο Reina Sofia.
Ο Πάμπλο Πικάσο άρχισε να εργάζεται πάνω στα σκίτσα για την Γκερνίκα την 1η Μαΐου 1937. Από τις 11 Μαΐου έως τις 4 Ιουνίου του ίδιου έτους, η Ντόρα Μάαρ βρισκόταν στο εργαστήριό του στη Rue des Grands-Augustins για να καταγράψει φωτογραφικά όλη τη δημιουργική διαδικασία.
Πολλοί άνθρωποι γύρω από τον Πικάσο συνειδητοποίησαν πόσο σημαντικό ήταν το έργο και ο Κριστιάν Ζερβός, ο οποίος ήταν εκδότης των Cahiers d' art από το 1926, ζήτησε από τη Μάαρ να καταγράψει τη διαδικασία της δημιουργίας του πίνακα.
Ο Πικάσο είχε αναφέρει λίγο καιρό πριν ότι «θα ήταν ενδιαφέρον να χρησιμοποιήσουμε μια φωτογραφική μηχανή για να αποτυπώσουμε όχι τα στάδια ενός πίνακα, αλλά τη μεταμόρφωσή του», υπονοώντας σχεδόν τους υπερρεαλιστικούς συνειρμούς της πολλαπλής εικόνας και της βιομορφικής μεταμόρφωσης.
Αυτή η μεταμόρφωση καταγράφηκε από την κάμερα της Μάαρ. Ωστόσο, οι συνθήκες δεν ήταν ιδανικές για τη φωτογράφο λόγω του μεγέθους του καμβά και του χαμηλού φωτισμού του στούντιο.
Για να κάνει τις εικόνες πιο δυνατές, η Μάαρ χρησιμοποίησε μεθόδους όπως φωτογραφικό ρετούς, αρνητικά και αντίγραφα από εκτυπώσεις.
Το Μουσείο Reina Sofía διαθέτει συνολικά είκοσι οκτώ φωτογραφίες που δείχνουν διάφορα στάδια της εκτέλεσης του πίνακα. Στα πρώτα στάδια, δουλεύοντας πάνω σε βασικά περιγράμματα, μπορεί κανείς ήδη να δει τις κύριες μορφές: τη μητέρα που κρατά το νεκρό παιδί, τον ταύρο, το άλογο, τον πεσμένο στρατιώτη, τη μορφή που κρατά ένα φως και τη μορφή με τα χέρια υψωμένα.
Οι φωτογραφίες δείχνουν ότι ο Πικάσο διόρθωνε σταδιακά τις στάσεις των μορφών και εξάλειφε ορισμένα στοιχεία προκειμένου να δώσει μεγαλύτερη σαφήνεια στη σύνθεση. Στα τελικά στάδια, τα πεδία συμπληρώνονταν, το αρχικό αφηγηματικό νόημα χανόταν και το συμβολικό βάρος μοιραζόταν μεταξύ των κύριων χαρακτήρων.
Με πληροφορίες από Times, Artnews, Museo Reina Sofia, Museo Picasso, Prado