«Offbeat Sari» είναι ο τίτλος της έκθεσης του Design Museum στο Λονδίνο, που είναι αφιερωμένη στο σύγχρονο σάρι και θα ξετυλίξει το κουβάρι των πολυάριθμων μορφών του, αποδεικνύοντας ότι είναι μια μεταφορά για τους πολυεπίπεδους και πολύπλοκους ορισμούς της Ινδίας σήμερα. Η έκθεση που ανοίγει στις 19 Μαΐου θα συγκεντρώσει δεκάδες από τα ωραιότερα σάρι της εποχής μας από σχεδιαστές, χρήστες και τεχνίτες στην Ινδία.
Φορεμένο ως καθημερινό ένδυμα από κάποιους και θεωρούμενο από άλλους ως επίσημο ή άβολο, το σάρι έχει πολλαπλούς ορισμούς. Συμβατικά, είναι ένα μη ραμμένο ύφασμα που τυλίγεται γύρω από το σώμα και μπορεί να φορεθεί με διάφορους τρόπους. Η ευέλικτη μορφή του επέτρεψε να μεταμορφωθεί και να απορροφήσει τις πολιτιστικές επιρροές.
Η ανάπτυξη της κλωστοϋφαντουργίας στην Ινδία άρχισε να αντανακλάται στα σχέδια των σάρι που ξεκίνησαν να περιλαμβάνουν φιγούρες, μοτίβα, λουλούδια. Με την αυξανόμενη ξένη επιρροή, το σάρι έγινε το πρώτο ινδικό διεθνές ένδυμα, αλλά και σύμβολο της θηλυκότητας των Ινδών γυναικών.
Τα τελευταία χρόνια, το σάρι έχει επαναπροσδιοριστεί. Οι σχεδιαστές πειραματίζονται με υβριδικές μορφές, όπως φορέματα σάρι ή σάρι από καινοτόμα υλικά όπως το ατσάλι. Οι νέοι στις πόλεις μπορούν τώρα να φορούν σάρι και αθλητικά παπούτσια στις μετακινήσεις τους προς τη δουλειά. Το σάρι χρησιμοποιείται και ως έκφραση αντίστασης στους κοινωνικούς κανόνες και οι ακτιβιστές το ενστερνίζονται ως αντικείμενο διαμαρτυρίας.
Το σάρι ξεκίνησε από ένα ταπεινό ύφασμα που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες χιλιάδες χρόνια πριν. Η προέλευση ενός παρόμοιου ενδύματος μπορεί να εντοπιστεί στον πολιτισμό της Κοιλάδας του Ινδού, έναν από τους πιο λαμπρούς πολιτισμούς της προϊστορίας μας ο οποίος δημιουργήθηκε κατά την περίοδο 2800-1800 π.Χ. στη βορειοδυτική Ινδία.
Το ένδυμα αυτό ήταν αρχικά από βαμβάκι, το οποίο καλλιεργήθηκε για πρώτη φορά στην ινδική χερσόνησο γύρω στην 5η χιλιετία π.Χ. Την καλλιέργεια ακολούθησε η ύφανση του βαμβακιού, καθώς οι υφάντρες άρχισαν να χρησιμοποιούν βαφές όπως το indigo, η κόκκινη μαδέρια και ο κουρκουμάς για να παράγουν το ύφασμα που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες για να κρύψουν το σώμα τους με σεμνότητα.
Το ένδυμα προέκυψε από τη λαϊκή λέξη «sattika» που σημαίνει γυναικεία ενδυμασία, η οποία βρίσκει την αναφορά της στα πρώιμα βουδιστικά γραπτά. Η sattika ήταν ένα σύνολο τριών τεμαχίων που περιελάμβανε το Antriya (το κάτω ένδυμα), το Uttariya (ένα πέπλο που φοριέται στον ώμο ή στο κεφάλι) και το Stanapatta που είναι μια ζώνη στο στήθος. Αυτό το σύνολο μπορεί να εντοπιστεί στη σανσκριτική και στη βουδιστική λογοτεχνία κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. Το τριμερές σύνολο ήταν γνωστό ως Poshak, που είναι ο όρος στα χίντι για το κοστούμι.
Οι γυναίκες παραδοσιακά φορούσαν διάφορα είδη τοπικών χειροποίητων σάρι από μετάξι, βαμβάκι, κεντήματα και υφάσματα με βαφή. Χρόνια αργότερα με την έλευση των ξένων, οι πλούσιες Ινδές γυναίκες άρχισαν να ζητούν από τους τεχνίτες να χρησιμοποιούν ακριβές πέτρες, χρυσές κλωστές για να φτιάχνουν σάρι που θα μπορούσαν να τις κάνουν να ξεχωρίζουν. Το σάρι όμως παρέμεινε θεμελιώδες ως ένδυμα και προσαρμόστηκε από κάθε κοινωνικό στρώμα με τον δικό του τρόπο.
Με την εκβιομηχάνιση της Ινδίας από τους Βρετανούς, οι συνθετικές βαφές έκαναν την επίσημη είσοδό τους. Οι ντόπιοι έμποροι άρχισαν να εισάγουν χημικές βαφές από άλλες χώρες και μαζί τους ήρθαν οι άγνωστες τεχνικές βαφής και εκτύπωσης, οι οποίες έδωσαν στα ινδικά σάρι μια νέα αφάνταστη ποικιλία.
Η ανάπτυξη της κλωστοϋφαντουργίας στην Ινδία άρχισε να αντανακλάται στα σχέδια των σάρι που ξεκίνησαν να περιλαμβάνουν φιγούρες, μοτίβα, λουλούδια. Με την αυξανόμενη ξένη επιρροή, το σάρι έγινε το πρώτο ινδικό διεθνές ένδυμα, αλλά και σύμβολο της θηλυκότητας των Ινδών γυναικών.