Πριν από έξι χρόνια ο κόσμος παρακολούθησε άφωνος το οπτικό υλικό που έδωσαν οι δυνάμεις του ISIS μέσα από αρχαιολογικό μουσείο της Μοσούλης με τους μαχητές του να καταστρέφουν με βαριοπούλες τους αρχαιολογικούς θησαυρούς, συντρίβοντας ιστορικά γλυπτά του Ασσυριακού πολιτισμού, ως μέρος της εκστρατείας τους για τη διαγραφή της προ-ισλαμικής πολιτιστικής κληρονομιάς του έθνους.
Ο βανδαλισμός χαρακτηρίστηκε από τον ΟΗΕ έγκλημα πολέμου. Οι θησαυροί του μουσείου, πολλοί από τους οποίους προέρχονταν από τους αρχαιολογικούς χώρους της Νιμρούντ και της Χάτρα, κοντά στη Μοσούλη, έμειναν για χρόνια σε αυτή την κατάσταση, ενώ σύμφωνα με αξιωματούχους του Τμήματος Αρχαιοτήτων, περίπου 90 έργα καταστράφηκαν ή υπέστησαν ζημιές, στην πλειονότητά τους πρωτότυπα.
Το κτίριο «καταστράφηκε πλήρως» από τον ΙSIS, το οποίο «λαφυραγώγησε επίσης αντικείμενα», δήλωσε Ιρακινός αξιωματούχος. Η καταστροφή συγκρίνεται με εκείνη των αγαλμάτων του Βούδα του Μπαμιγιάν (Αφγανιστάν) από τους Ταλιμπάν το 2001. Τα ιρακινά στρατεύματα επανέλαβαν το μουσείο για δύο χρόνια αργότερα, αποκαλύπτοντας την πλήρη έκταση της καταστροφής για πρώτη φορά.
Από τότε, εδώ και έξι χρόνια, ειδικοί και αρχαιολόγοι από το Smithsonian Institution ασχολούνται με την τεκμηρίωση των καταστροφών και διαπίστωσαν πως εκτός από αρχαία αντικείμενα που λείπουν, κάηκαν 25.000 τόμοι από τη βιβλιοθήκη του μουσείου και τα κτίρια υπέστησαν σημαντικές ζημιές από τις βόμβες.
Το 2018 δημιουργήθηκε μια διεθνής ένωση επιστημόνων που έφτασε επιτόπου για να κάνει σωστικές εργασίες και επισκευές και ανέλαβε το εκτεταμένο έργο συντήρησης που απαιτείται για να ανοίξει ξανά στο κοινό το μουσείο, ενώ άλλες ομάδες ειδικών συνεργάζονται από το 2009 με το Ιρακινό Ινστιτούτο για τη Διατήρηση των Αρχαιοτήτων και της Κληρονομιάς στο Ερμπίλ.
Παρά τους κινδύνους και την ταραγμένη κατάσταση στην περιοχή, η ανάγκη ανοικοδόμησης του Μουσείου της Μοσούλης γίνεται κατανοητή από οργανισμούς σε όλο τον κόσμο, όπως το Ιρακινό Κρατικό Συμβούλιο Αρχαιοτήτων και Κληρονομιάς, το Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι, το Παγκόσμιο Ταμείο Μνημείων και η Διεθνής Συμμαχία για την Προστασία της Κληρονομιάς σε Περιοχές Συγκρούσεων.
Η τεράστια καταστροφή σε μια περιοχή που θεωρείται μια από τις πηγές πολιτισμού, τόσο για την Ανατολή όσο και για τη Δύση, απαιτούσε αρχικά την τεκμηρίωση των ζημιών στις αίθουσες που έμοιαζαν με σκηνές εγκλήματος.
Έξι χρόνια αργότερα, η κατάσταση της συλλογής είναι ακόμη δύσκολο να εκτιμηθεί. Δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί πλήρης απογραφή των κατεστραμμένων και λεηλατημένων αρχαιοτήτων, ενώ αρκετά διασώθηκαν όταν οι άνθρωποι του μουσείου τα έκρυψαν μακριά από τις εμπόλεμες ζώνες.
Αυτό που προηγείται σήμερα είναι η ανακατασκευή του μουσείου, η επισκευή των τοίχων, των δαπέδων και της στέγης, ενώ μέσα στο μουσείο έχει δημιουργηθεί ένα εργαστήριο συντήρησης για τη σωτηρία κατεστραμμένων αντικειμένων και γλυπτών.
Τον περασμένο Νοέμβριο το μουσείο πραγματοποίησε μια προσωρινή έκθεση έργων από έναν τοπικό καλλιτέχνη στη μερικώς ανακαινισμένη βασιλική αίθουσα υποδοχής δίνοντας ζωή στο μουσείο, ενώ οι ειδικοί ελπίζουν ότι το κεντρικό κτήριο του μουσείου μπορεί να καλωσορίσει τους επισκέπτες ξανά από το 2023 ή το 2024.