Ο Νταβίντ Ντιοπ έγινε ο πρώτος Γάλλος μυθιστοριογράφος που κέρδισε το βραβείο International Booker για μεταφρασμένη μυθοπλασία.
Το μυθιστόρημά του "Tη νύχτα, όλα τα αίματα είναι μαύρα", έχει ήδη αποσπάσει τα βραβεία Γκονκούρ των μαθητών λυκείου (2018), το βραβείο Patrimoines (2018) και το βραβείο Strega Europeo στην Ιταλία (2019).
Ο Ντιοπ, συγγραφέας δυο μυθιστορημάτων και η μεταφράστριά του Άννα Μοσχοβάκη μοιράστηκαν το ετήσιο βραβείο των 50.000 στερλινών, το οποίο πηγαίνει στον καλύτερο συγγραφέα και μεταφραστή ενός έργου που μεταφράζεται στα Αγγλικά. Το μυθιστόρημα του Ντιοπ είναι το πρώτο του που μεταφράστηκε στα Αγγλικά. Το μυθιστόρημα "Tη νύχτα, όλα τα αίματα είναι μαύρα", επιλέχθηκε ως νικητής του International Booker από 125 υποβληθέντα βιβλία.
Η πρόεδρος της κριτικής επιτροπής Hughes-Hallett είπε ότι πολλά από τα βιβλία που υποβλήθηκαν φέτος, συμπεριλαμβανομένου και του βιβλίου του Ντιοπ, εξέτασαν την αποικιοκρατία ή τη μετανάστευση, «που είναι φυσικά η συνέχεια της αποικιοκρατίας». «Αυτή η ιστορία για τους ανθρώπους που μετακινούνται σε όλο τον κόσμο, που ίσως να τους υποδεχόμαστε οι νέες χώρες ή τους κρατάμε έξω από αυτές, είναι μια ιστορία για την οποία πολλοί συγγραφείς θα ήθελαν να μιλήσουν».
Ο Νταβίντ Ντιοπ, σενεγαλέζικης καταγωγής, γεννήθηκε στο Παρίσι το 1966. Μεγάλωσε στη Σενεγάλη, όπου τελείωσε και το λύκειο. Σπούδασε γαλλική φιλολογία στα Πανεπιστήμια της Τουλούζης και της Σορβόννης (Paris IV), όπου και ανακηρύχθηκε διδάκτωρ. Agrege της φιλολογίας, είναι αναπληρωτής καθηγητής της γαλλικής γραμματολογίας του 18ου αιώνα στο Πανεπιστήμιο του Πω, όπου διδάσκει παράλληλα γαλλόφωνη αφρικανική λογοτεχνία. Έχει δημοσιεύσει το μυθιστόρημα με τίτλο "1989, l’ Attraction universelle", όπως επίσης και τη μελέτη "Rhetorique negre au XVIIIe siecle".
Μυθιστόρημα με αναπάντεχη για το θέμα του ποιητική γλώσσα, ακολουθεί τον ρυθμό της μητρικής γλώσσας του αφηγητή, με φράσεις που επαναλαμβάνονται στην αφήγηση σαν επωδός, δημιουργώντας μια ηχώ που συνδέει τον Αλφά Ντιάγε με την πατρίδα του. «Μουσικός των λέξεων», ο συγγραφέας δίνει φωνή σε όσους επέζησαν και είδαν «τα κορμιά ριγμένα στα σαγόνια της γης [...] τις ψυχές δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι», αλλά δεν μίλησαν. Ήταν ο πόλεμος, ακραία συνθήκη που ανατρέπει όλους τους κανόνες και ξυπνά το θηρίο που βρίσκεται σε νάρκη μέσα στον καθένα μας.
Ο Γαλλο-Σενεγαλέζος Νταβίντ Ντιοπ διαλέγει ως πρωταγωνιστή του έναν Σενεγαλέζο τυφεκιοφόρο στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, προορισμένο για την εκατόμβη των μαχών σώμα με σώμα. Οι στρατιώτες εφορμούν. Ανάμεσά τους ο Αλφά Ντιάγε και ο Μαντέμπα Ντιοπ, δυο Σενεγαλέζοι που μάχονται, μαζί με τόσους άλλους ομοεθνείς τους, για τα γαλλικά χρώματα. Λίγα μέτρα μετά την έξοδό τους από το χαράκωμα, ο Μαντέμπα πέφτει θανάσιμα πληγωμένος μπροστά στα μάτια του Αλφά, του παιδικού του φίλου που τον είχε πάνω κι από αδελφό.
Από δω και πέρα, η αφήγηση ακολουθεί τον Αλφά καθώς βυθίζεται στην τρέλα μετά τον θάνατο του φίλου του και αδελφού της καρδιάς του, για τον οποίο αισθάνεται υπεύθυνος. Η ενοχή και οι τύψεις τον στοιχειώνουν, μετατρέποντας αυτό τον εικοσάχρονο από ένα μικρό χωριό της Αφρικής, που βρέθηκε σ' αυτή την ουδέτερη ζώνη, σε μηχανή θανάτου: γίνεται το οπλισμένο χέρι του Θεού, το πρόσωπο της μοίρας για τους «εχθρούς με τα γαλάζια μάτια», και σπέρνει τον τρόμο ακόμα και στους δικούς του. Μοναχικός πολεμιστής, αγρίμι ανελέητο μέσα στο στόμα του τέρατος, μονολογεί για τις «δύο όψεις που έχουν τα πράγματα» και προβληματίζεται για τη σχετικότητα των αρχών και των αξιών. Ως έσχατη αντίσταση στο πρώτο μακελειό του 20ού αιώνα, επαναφέρει στη μνήμη του τη ζωή στην Αφρική, έναν κόσμο χαμένο πια, που ξαναζωντανεύει. Το μυθιστόρημα κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Πόλις.