Την τελευταία του πνοή άφησε τα ξημερώματα, μετά από μάχη με τον καρκίνο, ο δημοφιλής τραγουδιστής Χρήστος Κυριαζής.
Σύμφωνα με πληροφορίες του protothema.gr, ήταν άρρωστος εδώ και μήνες, όπως ανέφερε ο επιστήθιος φίλος του Μιχάλης Τσατσάκης. «Πολέμησε αλλά δεν τα κατάφερε», είπε.
Ο Χρήστος Κυριαζής γεννήθηκε το 1953 στον Πειραιά και μεγάλωσε στα Καμίνια. Ο πατέρας του εργαζόταν ως επιπλοποιός και λόγω της οικογενειακής παράδοσης, έμαθε κι εκείνος τη τέχνη. Παρότι γρήγορα ασχολήθηκε με τη μουσική, στη διάρκεια της καριέρας του, ήταν γνωστός και ως επιπλοποιός.
Δημιούργησε το συγκρότημα «Πρόκες» το 1972 και νωρίτερα τις μπάντες «Mirabilis Zalapa» και «What a pity». Εφυγε για σπουδέςε στην Ιταλία και όταν επέστρεψε, στράφηκε στη λαϊκή μουσική, με τον δίσκο "Μου θυμίζεις τη μάνα μου" το 1992 την πρώτη του μεγάλη επιτυχία.
«Είχα βαρεθεί να ακούω “όχι” από τις δισκογραφικές»
«Είχα βαρεθεί να ακούω “όχι” από τις δισκογραφικές. Όταν πέρασε ο Γιώργος Πολυχρονίου από το μαγαζί μου με τη Μάγκυ Χαραλαμπίδου για να αγοράσουν έπιπλα για τον γάμο τους, ήταν η αφορμή για να πάω στη Sony» είχε πει σε παλιότερη συνέντευξή του στο «Secret» ο Χρήστος Κυριαζής για τις αποτυχημένες του προσπάθειες να βγει στη δισκογραφία.
Στην ίδια συνέντευξη είχε μιλήσει για τον Βλάσση Μπονάτσο και το πόσο τον βοήθησε να βγει στη σκηνή και να γίνει γνωστός.
«Όταν ήρθε ο Βλάσσης Μπονάτσος στο υπόγειο του “Hobbit” της πλατείας Αμερικής, μου είπε: “Ρε συ, έλα εδώ. Τα τραγούδια αυτά ποιανού είναι;”. Του λέω “δικά μου”. “Τα στιχάκια;”, “δικά μου κι αυτά”, του απάντησα. Και έτσι με πήρε μαζί του στο “Τσιν Τσιν”. Ο Βλάσσης Μπονάτσος είχε τότε το συγκρότημα “Πελόμα Μποκιού” και είχαν κάνει επιτυχία με το “Γαρύφαλλε”. Πάω και βλέπω το μαγαζί γεμάτο με 2000 άτομα μέσα. Τρελάθηκα και ξεκίνησα εκεί. Ο Βλάσσης τότε με βοήθησε πάρα πολύ, με γούσταρε και με αγαπούσε. Προ πάντων, όμως, του άρεσαν τα τραγούδια μου, οι στίχοι, αυτά που λέω. Όταν γίνονται αυτά, συμβαίνει το πραξικόπημα του 1967 και, θυμάμαι, είχαμε βγει έξω από το μαγαζί και ακούγαμε τα τανκς. Τότε πάλι σταμάτησα, δεν ξέραμε τι να κάνουμε τότε, διαλύθηκαν τα πάντα, όλα. Τότε έφυγα, γνώρισα ένα κορίτσι και πήγα στην Ιταλία. Μου βγήκε σε καλό, γιατί εκεί σπούδασα σχέδιο και, όταν γύρισα πίσω, έκανα τα δικά μου έπιπλα και μαγαζιά και πήγα πολύ καλά».
«Τρελαίνομαι για Έρικ Κλάπτον και Κάρλος Σαντάνα»
«Εγώ τρελαίνομαι για Έρικ Κλάπτον και Κάρλος Σαντάνα. Βλέπω τα live τους και λέω ‘νά ’μουνα έτσι’. Παίζουν σαν να μην τρέχει τίποτα. Εγώ, δεν ξέρω. Έχω καταλάβει ότι δεν είμαι διασκεδαστής, performer. Δεν το ‘χω αυτό. Μου βάλανε στο μαγαζί μια εξέδρα να πάω μπροστά να τραγουδήσω. Τους λέω ‘τρελοί είσαστε;’ και ήρθα πίσω» είχε πει σε άλλη συνέντευξή του στο Oneman το 2016.