«Βορειοδυτικά της ιστορικής καστροπολιτείας της Μονεμβασιάς ένας παραδοσιακός οικισμός περιμένει να σας εντυπωσιάσει με την ηρεμία και την απλότητά του. Σύμφωνα με την παράδοση, το όνομα Αγγελώνα δόθηκε από τον Ναό των Αγγέλων, που κτίστηκε περίπου το 1300-1400 μ.Χ. Είναι χτισμένη σε υψόμετρο 214 μέτρων και απέχει από τη Σπάρτη 80 χιλιόμετρα περίπου».
Τελευταίο Σαββατοκύριακο της Αποκριάς μάς βρίσκει στην πανέμορφη Μονεμβασιά, που όμως δεν φημίζεται για τα αποκριάτικα έθιμά της. Μεταξύ ήλιου και βροχής και χωρίς να έχουμε καταφέρει να πετάξουμε χαρταετό, αποφασίζουμε να επισκεφθούμε για πρώτη φορά ένα μικρό χωριό, την Αγγελώνα.
Το γλέντι κράτησε περισσότερο απ' όσο αντέξαμε. Οι εικόνες ήταν δυνατές, η διάθεση διονυσιακή και το γλέντι τρικούβερτο.
Όταν φτάσαμε, ο ντόπιος πληθυσμός φαινόταν μικρός και σχετικά νωθρός. Τα μεγάφωνα είχαν στηθεί από νωρίς, δεν χόρευε όμως κανένας και στην κεντρική πλατεία του χωριού καιγόταν, σύμφωνα με την παράδοση, ένας γιγάντιος κορμός δέντρου.
Επιβεβαιώνοντας τις διακηρύξεις του μπλογκ, η Αγγελώνα έμοιαζε ειδυλλιακή και ήρεμη, μέχρι που κάποια στιγμή οι κάτοικοι πήραν τα νταούλια στα χέρια τους, στάθηκαν γύρω από τη φωτιά και, χωρίς φόβο και πάθος, άρχισαν να βροντοφωνάζουν σε υψηλό τόνο και ένταση ότι «ο τρωικός ο πόλεμος είχε με αφορμή τον ψώλο»!
Με αφορμή (και άλλοθι) το Τριώδιο, οι κάτοικοι της Αγγελώνας διάλεξαν την Καθαρά Δευτέρα για να αναβιώσουν επάξια πανάρχαια έθιμα και να θέσουν ξανά τις βάσεις για τη δημοφιλέστερη ιστορία όλων των εποχών. Ο Αχιλλέας και οι λοιποί ήρωες εμφανίζονταν στο τραγούδι τους, όπως δεν τους έχετε φανταστεί.
Συνέχισαν με τα γνωστά αποκριάτικα τραγούδια, όπως «Ανέβηκα στην πιπεριά» ή «Πώς το τρίβουν το πιπέρι», με αγαπημένους πρωταγωνιστές παντρεμένες, νιες, γριές, παπάδες.
Σε όλη τη διάρκεια των τραγουδιών οι κινήσεις τους ήταν αργές, αλλά μελετημένες – άνθρωποι κάθε ηλικίας έβαφαν το πρόσωπό τους με κάρβουνο, χαμογελούσαν πονηρά και έβαζαν στον χορό τους μικρούς, ηλικιωμένους, νοικοκυρές και ανυποψίαστους τουρίστες.
Το γλέντι κράτησε περισσότερο απ' όσο αντέξαμε. Οι εικόνες ήταν δυνατές, η διάθεση διονυσιακή και το γλέντι τρικούβερτο. Καλή αντάμωση στην Αγγελώνα, εκεί όπου η παράδοση, χωρίς εκπτώσεις, ζει και βασιλεύει!
Ι.Ζ.
Είναι γνωστός ο Όμηρος, σε ολόκληρη την πλάση, που αφηγείται τις σκηνές γοργά σε κάθε φάση.
«Ιλιάδα» και «Οδύσσεια», τα δυο μεγάλα έπη που όλοι, μεγάλοι και μικροί, να τα διαβάσουν πρέπει.
Των Αχαιών τα βάσανα στον πόλεμο, στην Τροία, που δέκα χρόνια μάχονταν με πείσμα και μανία
το κάστρο το απόρθητο της πόλης να πατήσουν κι όλες τις Τρωαδίτισσες άγρια να γαμήσουν.
Και του Οδυσσέα ο γυρισμός στο πατρικό νησί του, που τόσα χρόνια έπαιζε στα ξένα το πουλί του.
Τις τρομερές, αβάσταχτες, φρικτές περιπλανήσεις η άσχημη μοίρα Οδυσσεύ σ' έβαλε να τρυγήσεις.
Γυρνώντας, ταξιδεύοντας δέκα γεμάτα χρόνια σπουδαία τα κατάφερες, για σε μιλούν αιώνια.
Σ' αναγνωρίζουν όλοι τους πανούργο, και γενναία στα πάτρια που γύρισες, και με σκοπό σπουδαίο,
και τους μνηστήρες μπόρεσες όλους να κυνηγήσεις, της Πηνελόπης το μουνί με λύσσα να γαμήσεις.
Και τώρα, φίλοι μου, καλοί και χιλιοδιαβασμένοι, όλοι μαζί τη δράση του, την πολυδοξασμένη
ας δούμε πάλι από κοντά, πώς έμεινε αιώνια αχτύπητη, αθάνατη, στο πέρασμα στα χρόνια...
ΡΑΨΩΔΙΑ Α'
ΑΙΤΙΑ ΤΡΩΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Πάνω στης Τροίας τα βουνά που 'ναι σαν κωλομέρια καθότανε ο Όμηρος με την ψωλή στα χέρια.
Καθώς μαλακιζότανε και σκόρπιζε το χύσι, θεία του ήρθε έμπνευση το έπος του ν' αρχίσει.
Ο Τρωικός ο Πόλεμος είχε αφορμή τον κώλο και όσα λέει ο Όμηρος γνωστά στον κόσμον όλο.
Ο κώλος κι όχι το μουνί υπήρξε η αιτία και αν δεν το πιστεύετε ιδού η ιστορία:
Τον Πάρη, γιο του Πρίαμου, νέο πολύ ωραίο, που, όπως λεν' οι ιστορικοί, κωλομπαρά σπουδαίο,
τυχαία φιλοξένησε κάποια φορά στη Σπάρτη ο βασιλιάς Μενέλαος στο μέγα του παλάτι.
Είχ' όμως ο Μενέλαος έν' ανιψιό ωραίο με κώλο ολοστρόγγυλο, κι έγινε το μοιραίο.
Ο Πάρις ο κωλομπαράς σαν είδε αυτόν τον κώλο τον τορνευτό, το σπάνιο μέσα στον κόσμο όλο,
τη νύχτα εσηκώθηκε και πήγε στο κρεβάτι κι οχτώ φορές τον γάμησε με καύλα και ραχάτι.
Κατά κακή του σύμπτωση, να σου και η Ελένη, βλέπει τη φοβερή ψωλή την τριπλοκαυλωμένη.
Και όπως ήταν φυσικό εκαύλωσε κι εκείνη και σκέφτηκε στα γρήγορα τι έπρεπε να γίνει.
Την άλλη μέρα ο άνδρας της σαν πήγε για κυνήγι αυτή τα πλούσια τα βυζιά με τέχνη τα ανοίγει
στου Πάρη πάει τη σκηνή, τάχα να τον ξυπνήσει, μ' αυτός ευθύς κατάλαβε πως γύρευε γαμήσι.
Και η Ελένη στήθηκε να φάει τον ψώλο όλο κι ο Πάρης την εξέσκισε, τη γάμησε απ' τον κώλο.
Μα, σαν η τρομερή ψωλή στον κώλο της εχώθη, την έσκισε κι ο κώλος της με το μουνί ενώθη.
Εις την κατάσταση αυτή, πλέον μη δυναμένη να ζει με τον Μενέλαο η κωλοξεσκισμένη,
τον Πάρη ακολούθησε και φύγαν για την Τροία και κει πλέον ελεύθερα γαμιέται η αχρεία.
Τσιμπούκια κι εξηνταεννιά, ψαλίδια, γλειφομούνια, αναστενάζουν τα βουνά, βογκούν τα κορφοβούνια.
Ολημερίς κι ολονυχτίς γεύεται και γαμιέται και τώρα πια το κέρατο τ' ανδρός της δεν μετριέται.
Στη Σπάρτη ο Μενέλαος ζει πλέον σαν χαμένος, περίλυπος μονολογεί και λέει απελπισμένος:
Πούτσα μου, πώς κατάντησες εσύ σε τέτοιο χάλι, που όταν έβλεπες μουνί, γινόσουνα μεγάλη;
Αγρίευες και θέριευες, γινόσουν άνω κάτω και ξέσκιζες της καθεμιάς τον μούνο και τον πάτο.
Τώρα, κλεισμένη στο βρακί, δεν μου ζητάς παιχνίδια, κάθεσαι κι αναπαύεσαι στα ένδοξά σου αρχίδια.
Και τότε μαζευτήκανε όλοι οι βασιλιάδες και βρήκαν λύση τολμηρή για άντρες πουτσαράδες.
Αποφασίσανε, λοιπόν, πόλεμο με την Τροία, μα κει δυσκολευτήκανε ως λέει κι η ιστορία...
ΡΑΨΩΔΙΑ Β'
ΣΥΣΚΕΨΗ ΑΡΧΗΓΩΝ
Μαζεύτηκαν οι αρχηγοί για σύσκεψη μεγάλη, να πούνε τις απόψεις τους σε ένα ακρογιάλι.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Χάθηκα, Αγαμέμνονα, μου κλέψαν το Λενάκι, και άλλος τώρα χαίρεται τ' ωραίο της μουνάκι.
Μου το 'σκασε η ξέκωλη και πήγε με τον Πάρη, σαν να μην είχα και εγώ αρχίδια και παπάρι.
Σ' το λέω, Αγαμέμνονα, σ' το λέω, αν δεν γυρίσει κι εγώ στον γιο του Πρίαμου θα πάω να με γαμήσει.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Ησύχασε, Μενέλαε, μην κάνεις σαν μωράκι, το ξέρω πως τα κέρατα είναι πικρό φαρμάκι.
Σου δίνω εγώ τον λόγο μου, τον πούστη θα τον βρούμε και θα του δείξουμε καλά πως τέτοιους τους γαμούμε.
Θα τον τσακίσω τον μπινέ και θε να βλαστημήσει την ώρα που αποφάσισε να σου τηνε γαμήσει.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Είναι κι αυτή παλιόπραμα, αχόρταγη στον ψώλο, στην Τροία, τώρα που μιλώ, γαμιέται πίπα κώλο.
Μα, εμπρός, στην Τροία ας στείλουμε πρόβατα, αίγες, κότες, άλογα, χοίρους και παπιά κι ένα σακί καπότες,
μήπως και μας τη στείλουνε την πόρνη την Ελένη, αλλιώς σε βλέπω μια ζωή με πούτσα μαραμένη.
Μετά τα λόγια τα σοφά του φίνου Οδυσσέα, τον λόγο δίνουν στον ψηλό, τον βασιλιά τον Αία:
ΑΙΑΣ
Φίλε μου Αγαμέμνονα, φίλε Οδυσσέα, γεια σας ή, όπως λεν οι σύγχρονοι, ψωλή μου στα μεριά σας.
Το έμαθα, Μενέλαε, μαλάκα, να σε βράσω, στην έσκασε ο ψωλαράς και σ' άφησε στον άσο.
Κι αν η Ελένη σου 'φυγε, δική σου ήταν βλακεία, αλλά μην απελπίζεσαι, σου μένει η μαλακία.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Εδώ που σε καλέσαμε σ' έχουμ' ανάγκη, Αία, μην τον πειράζεις, το λοιπόν ετούτον τον μαλέα.
Να το σκεφτούμε σοβαρά το τι μπορεί να γίνει και η φυλή την προσβολή γρήγορα να ξεπλύνει.
ΑΙΑΣ
Τι διάβολο, Αγαμέμνονα, γιατί με λένε Αία, ακόμη δεν τελείωσες και μου 'ρθε μια ιδέα.
Εγώ προτείνω, το λοιπόν, να μεταμφιεστούμε σαν αστυνομικοί κρυφοί, στην Τροία οι δυο να μπούμε,
εγώ του Τμήματος Ηθών κι εσύ της Ασφαλείας, θα έχουμε και ένταλμα προς χάριν ευκολίας.
Ζητάμε από τον Πρίαμο εξέταση να γίνει, για να μπορεί ο Πάρης τους ελεύθερα να χύνει.
Τις γκόμενες στα πεταχτά όλες τις εξετάζεις, μα της Ελένης το μουνί προσεχτικά κοιτάζεις.
Βρίσκεις τάχα μουνόψειρες και σύφιλη οξεία, την παίρνουμε για το Συγγρού να κάνει θεραπεία.
Έτσι, λοιπόν, στα γρήγορα και δίχως φασαρία στη Σπάρτη την πηγαίνουμε και λήγει η ιστορία.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Καλή ήταν η ιδέα σου, μα έτσι και προδοθούμε θα μας ξεσκίσουν και τους δυο, σκληρά θα γαμηθούμε.
Εγώ προτείνω επίθεση από στρατό και στόλο, γιατί με την ιδέα σου θα πάμε πίπα κώλο.
Και δεν το θέλω ούτε εγώ ούτε κανένας άλλος, αφού τη γλίτωσα μικρός, να γαμηθώ μεγάλος.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Αδέρφια, κάντε γρήγορα κάθε λεπτό που μπαίνει ο Πάρης στο κρεβάτι του γαμάει την Ελένη.
Φέρτε μου την Ελένη μου κι αν κάποιος το θελήσει, πολύ ευχαρίστως κάθομαι μετά να με γαμήσει.
Τότ' επενέβη ο Οδυσσεύς και μίλησε σταράτα στον βασιλιά Μενέλαο και του 'σκισε τη γάτα:
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
Άσ' τα κουβαρνταλίκια σου, εμείς δεν τα μασάμε, το ξέρεις δε πολύ καλά πως κώλο δεν γαμάμε.
Και κάτι τέτοιο αν κάνουμε μια μέρα παρά φύση, να μαραθεί ο πούτσος μας, να μην μπορεί να χύσει.
Εμείς θα καταφέρουμε να μπαλωθεί η ζημιά σου, μα, ψάξε εσύ μονάχος σου για να 'βρεις τον γαμιά σου.
Έτσι εσταματήσανε χωρίς να καταλήξουν, για να σκεφτούν καλύτερα προτού να ξανασμίξουν
και ο καθένας χωριστά τη λύση για να φέρει, για να γλιτώσουν βάσανα μακριά σε ξένα μέρη.
Τ' απόγευμα συνέχισαν, μα είχαν άλλες βλέψεις, με βάση το φιλότιμο και λανθασμένες σκέψεις.
Ξανά εκυριάρχησε για πόλεμο η γνώμη κι έτσι αρχίσαν τα δεινά, το αίμα και οι τρόμοι...
[συνεχίζεται]