Προοδευτική αύξηση των διαζυγίων στην Ελλάδα, που με την σειρά της οδηγεί σε αύξηση των μονογονεϊκών οικογενειών, επισημαίνει ο Δρ. Δημογραφίας, Γιώργος Κοντογιάννης.
«Στη χώρα μας τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 λύνονται 550-900 στους 10.000 γάμους. Η ένταση αυξάνεται προοδευτικά στη συνέχεια: 2.200-2.500 γάμοι στη δεκαετία του 2000 και περισσότεροι από 2.500 στους 10.000 γάμους κατά τη διάρκεια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης. Ταυτόχρονα, η αύξηση της έντασης του διαζυγίου (αλλά και η αύξηση των γεννήσεων εκτός γάμου όπως επίσης και των δεύτερων γάμων) έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση τόσο των μονογονεϊκών οικογενειών όσο και των παιδιών που μεγαλώνουν σε οικογένειες με έναν θετό και έναν βιολογικό γονέα», σύμφωνα με τα αποτελέσματα σχετικής έρευνας.
Από την ανάλυση των δεδομένων, αναφέρει ο κ. Κοντογιάννης, διαπιστώνουμε ότι η ένταση του διαζυγίου αυξάνεται συνεχώς με αποτέλεσμα όλο και περισσότεροι γάμοι να οδηγούνται στη λύση τους.
Έτσι, στη χώρα μας, ενώ χώρισε το 10% των ζευγαριών που παντρεύτηκαν το 1972, έλυσε τον γάμο του το 17% αυτών που παντρεύτηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1980, και είναι πολύ πιθανόν να πράξει το ίδιο το 30% των ζευγαριών που παντρεύτηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Τα συναινετικά διαζύγια αποτελούν το 59-82% του συνόλου
Αναφερόμενος και στο συναινετικό διαζύγιο διαπιστώνει ότι από τη θέσπισή του (το 1983) και μετά αυτό κατέστη ιδιαίτερα σύνηθες, καθώς το ειδικό τους βάρος αυξάνεται συνεχώς με αποτέλεσμα τα συναινετικά διαζύγια να αποτελούν πλέον το 59-82% του συνόλου την περίοδο 1984-2017.
Η ταχύτατη δε αύξηση των δεικτών - αλλά και της μέσης διάρκειας γάμου κατά τη λύση του τις περιόδους 1979-1981 και 1984-1988 επισημαίνει, οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην αλλαγή του θεσμικού πλαισίου (ν. 868/1979 και 1329/1983) που διευκόλυνε το διαζύγιο και επέτρεψε τη μαζική λύση γάμων που ήταν ουσιαστικά για πολλά έτη «νεκροί».
«Στην Ελλάδα, τις τελευταίες δεκαετίες καταγράφονται σημαντικές αλλαγές και τάσεις σύγκλισης με τις χώρες της βόρειας και δυτικής Ευρώπης: εκτός από την αύξηση της συχνότητας λύσης του γάμου (του ποσοστού δηλαδή των ζευγαριών που παντρεύτηκαν μετά το 1970 και πήραν διαζύγιο), αυξάνεται στις νεότερες γενεές και το ποσοστό των ατόμων που δεν παντρεύονται (καθώς και αυτών που δεν κάνουν παιδιά), οι εκτός γάμου γεννήσεις και τα ζευγάρια που επιλέγουν το Σύμφωνο Συμβίωσης», καταλήγει.