Αύξηση 50% παρουσιάζει η κατανάλωση αντιβιοτικών σε σύγκριση με το 2015, σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση της K-Research, που ανατέθηκε από τον ΙΣΑ σε συνεργασία με την Ελληνική Εταιρεία Χημειοθεραπείας.
Το 75% των Ελλήνων πήρε αντιβιοτικά την περασμένη χρονιά, για συμπτώματα ενδεικτικά ιώσεων (π.χ. πονόλαιμος, βήχας, συνάχι, χαμηλός πυρετός), και επομένως τελείως άχρηστα, αφού τα αντιβιοτικά δεν είναι δραστικά στις ιώσεις.
Αλλά και στα νοσοκομεία της χώρας μας, πολύτιμα αντιβιοτικά, όπως είναι οι καρβαπεμένες και η κολιστίνη, έχουν πρωτεία κατανάλωσης μεταξύ των χωρών της Ευρώπης.
Τα παραπάνω ανέφεραν η Ελένη Γιαμαρέλλου, καθηγήτρια Παθολογίας ΕΚΠΑ, λοιμωξιολόγος και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Χημειοθεραπείας και η Κυριακή Κανελλακοπούλου, καθηγήτρια Παθολογίας - Λοιμώξεων ΕΚΠΑ και μέλος Δ.Σ. της Ελληνικής Εταιρείας Χημειοθεραπείας, με αφορμή την Παγκόσμια Εβδομάδα Ενημέρωσης για την ορθή χρήση των αντιβιοτικών.
«H κατάσταση στη χώρα μας είναι αρκετά δύσκολη, καθώς έχουμε πρωτιά στην Ευρώπη. Πρωτιά στην κατάχρηση αντιβιοτικών και φυσικά πρωτιά στην ανθεκτικότητα των μικροβίων», ανέφερε ο πρόεδρος του ΕΔΔΥΠΠΥ και του ΙΣΑ, Γιώργος Πατούλης.
«Δυστυχώς όμως, η χώρα μας μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, κατέχει δύο θλιβερά πρωτεία: Την υψηλότερη κατανάλωση αντιβιοτικών στην κοινότητα, που αφορούν πενικιλλίνες, κεφαλοσπορίνες, μακρολίδες και κινολόνες, όπως φαίνεται στις επίσημες καταγραφές του ECDC από το 2014 και την υψηλότερη αντοχή των μικροβίων στα σχετικά νεότερα αντιβιοτικά τόσο εξωνοσοκομειακά όσο και ενδονοσοκομειακά», ανάφεραν οι Γιαμαρέλλου και Κανελλακοπούλου.
Χαρακτηριστικά είπαν, ότι η αντοχή στις καρβαπενέμες για τα νοσοκομειακά μικρόβια, όπως είναι τα στελέχη Acinetobacter spp και Klebsiella spp, κυμαίνεται από 40%-95%, ενώ τα Κολοβακτηρίδια που απομονώνονται στην κοινότητα από ασθενείς με ουρολοιμώξεις είναι ανθεκτικά >50% στην αμοξυκιλλίνη, 24% στην κοτριμοξαζόλη και ~20% στις κινολόνες.
Τι είναι όμως η αντοχή, από την οποία πεθαίνουν κάθε χρόνο περισσότεροι από 700.000 άνθρωποι από λοιμώξεις που προκάλεσαν μικρόβια ανθεκτικά στα αντιβιοτικά και πώς προκαλείται;
«Τα μικρόβια, ως ζώντες μικροοργανισμοί, αμύνονται στους εισβολείς-αντιβιοτικά. Στη μάχη που ακολουθεί, τα βακτήρια ενεργοποιούν μηχανισμούς που εξουδετερώνουν τα αντιβιοτικά που λαμβάνουμε, ενώ συγχρόνως τα πολυανθεκτικά στελέχη αποικίζουν και τις φυσιολογικές μας χλωρίδες, ώστε ο κίνδυνος για μελλοντικές λοιμώξεις που θα προκαλέσουν τα πολυανθεκτικά μικρόβια, να ελλοχεύει συνεχώς, αφού μέσω των χλωρίδων μας προκαλούνται οι περισσότερες λοιμώξεις», τόνισαν οι δύο καθηγήτριες.
Πρόσθεσαν ότι δεν πρέπει να παραμελείται στα νοσοκομεία μας και η εφαρμογή των «μέτρων επαφής» όπως και της υγιεινής των χεριών από όλο το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό, πριν και μετά από κάθε επαφή με ασθενή. Διότι, ενώ η κατάχρηση των αντιβιοτικών επιλέγει ανθεκτικούς κλώνους μικροβίων, τα «άπλυτα» χέρια τα διασπείρουν στον ασθενή και το άμεσο περιβάλλον του, ώστε τελικά να προκαλείται ένας φαύλος κύκλος. Συγχρόνως, δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι και τα αντιβιοτικά ως φάρμακα, δεν είναι αθώα, αφού προκαλούν ανεπιθύμητες ενέργειες, όπως αλλεργικές αντιδράσεις και διαρροϊκά σύνδρομα, ακόμα και θανατηφόρα.
Το πρόβλημα παίρνει ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις, αν αναλογιστούμε ότι έχει φτάσει «το τέλος των αντιβιοτικών», όπως έχει ανακοινωθεί επισήμως από την παγκόσμια φαρμακοβιομηχανία και τους αρμόδιους φορείς, αφού την τελευταία δεκαετία δεν διαφαίνεται ότι πρόκειται να κυκλοφορήσουν «νέες γενιές» αντιβιοτικών δραστικών στα πολυανθεκτικά μικρόβια που εμείς δημιουργήσαμε με την υπερκατανάλωσή τους, σημείωσαν.
Υπάρχει λύση στο πρόβλημα για να ξανακάνουμε δραστικά τα αντιβιοτικά;
Ναι, απαντούν οι επιστήμονες και αφορά στη διακοπή της άσκοπης χορήγησης τους για 3-6 μήνες, τη σωστή διαγνωστική των λοιμώξεων και τη συμβουλευτική από τον ιατρό μας. «Τότε μόνο τα μικρόβια θα ξαναγίνουν ευαίσθητα. Ας σκεφτούμε πως σήμερα πεθαίνει σε παγκόσμια κλίμακα ένας ασθενής κάθε 45 δευτερόλεπτα από πολυανθεκτικό μικρόβιο και ότι έως το 2050 θα πεθαίνουν 10 εκ. άνθρωποι κάθε χρόνο! Πολύ περισσότεροι συνάνθρωποί μας, δηλαδή, συγκριτικά με αυτούς που θα πεθαίνουν από καρκίνο», κατέληξαν οι ομιλητές.