Μια συγκινητική, αυθεντικά νεοϋορκέζικη ανάμνηση του Charlie Ahearn, στο ημίωρο από την έναρξη του Blank City: “Μου φαινόταν φυσικό να πέσω για ύπνο στις 8.00 το πρωί, να κοιμηθώ ας πούμε ως τις 11.00, κι έπειτα να ντυθώ και να ξαναβγώ έξω”. Συγκινητική γιατί, ΟΚ, συμπίπτει με τη δικιά μου εμπειρία στη Νέα Υόρκη. Βέβαια ο Τσάρλι κι η παρέα του τριγυρνούσαν και γλεντούσαν μέχρι το ξημέρωμα, εγώ ξημερώνομαι μπροστά στο λάπτοπ και τρέχω σαν το Βέγγο... αλλά τέλος πάντων. Αυθεντικά νεοϋορκέζικη γιατί σε μία φράση αποδίδει την ενέργεια, τον ενθουσιασμό και την (υπερ)ένταση που δε σ’ αφήνει λεπτό. Μαζί με την αίσθηση πως ο χρόνος δεν επαρκεί: αυτή η μυθική πόλη είναι εκεί έξω, θέλεις να δεις, να μάθεις, να κάνεις τα πάντα –κι έτσι κοιμάσαι μέρα παρά μέρα.
Τούτος ο ρυθμός ο τόσο καθοριστικός για τη ζωή των νεοϋορκέζων είναι ένα βασικό συστατικό των ταινιών του No Wave Cinema. Όμως ο ρόλος της πόλης στη διαμόρφωσή του δεν περιορίζεται εκεί. Σκεφτείτε το μποέμ παρελθόν του Βίλατζ, από τη διακήρυξη ανεξαρτησίας του Ντυσάν μέχρι το Ουρλιαχτό του Γκίνσμπεργκ. Την αβάν-γκαρντ κινηματογραφική παράδοση (Τζόνας Μέκας, Τζακ Σμιθ, Ρόμπερτ Φρανκ, Άντυ Γουώρχολ). Τους Velvets και τη σκηνή του CBGB. Ακόμα και την εξαθλίωση του Λόουερ Ηστ Σάιντ, που ωστόσο δίνει τη δυνατότητα σ’ αυτούς τους φιλόδοξους πλην απένταρους κινηματογραφιστές να κατοικούνε στο Μανχάταν. Χώρια που οι άθλιες συνθήκες θ’ αποτελέσουν τη σημαντικότερη πηγή έμπνευσης. Η έλλειψη χρημάτων και υλικών μέσων τούς αναγκάζει επίσης να είναι ευρηματικοί. Ο μύθος σύμφωνα με τον Τζιμ Τζάρμους λέει πως οι πρώτοι No Wavers –James Nares, Eric Mitchell, Vivienne Dick, Scott & Beth B– εμφανίζονται έξι μήνες αφότου ένας κλεπταποδόχος στην οδό Χάουστον ξεπουλάει μια φουρνιά από κάμερες super 8.
Ο John Lurie παρατηρεί πως η ένδεια σύντομα μετατρέπεται σε αισθητική αρχή: “Αν ήξερες να κάνεις κάτι όλοι ήταν σ’ ένα στυλ ‘Όχι, όχι, όχι, δε γίνεται να έχεις τεχνική’. Η τεχνική απαγορευόταν διά ροπάλου. Οι ζωγράφοι παίζανε μουσική, οι μουσικοί ζωγράφιζαν ή φτιάχνανε ταινίες”. Όπως και οι συνοδοιπόροι της ομώνυμης μουσικής σκηνής, οι No Wave κινηματογραφιστές επιχειρούνε να δημιουργήσουν προξενώντας μια οριστική ρήξη με το παρελθόν. Προσεγγίζουν λοιπόν το σινεμά σα να μην έχουνε δει ούτε μια ταινία στη ζωή τους. Ή μάλλον παραδέχονται μία βασική επίδραση: το πανκ ροκ. Όμως το ζήτημα είναι (πώς) να το ξεπεράσουν. Με αφετηρία αυτή την επιθυμία το NWC θα εξελιχθεί σε στερνοπαίδι του Dada, του κινήματος που ήδη ψιθυριζόταν συνθηματικά στις παρέες των πανκ. Το ανατρεπτικό χιούμορ, οι προκλήσεις κι ο αυτοσχεδιασμός, η σύγχυση πραγματικότητας και ονείρου, η επιστροφή της γλώσσας και της μουσικής στο non-sens και τον καθαρό ήχο –ορίστε μερικά απ’ τα χαρακτηριστικά του No Wave που παραπέμπουν στον Χιούγκο Μπαλ και την παρέα του.
Η ανάγκη η οποία καθορίζει τόσες επιλογές (μέσα, ηθοποιοί κτλ) έχει και την έννοια της επιτακτικής ανάγκης. Το πανκ έπρεπε να προκύψει, σύμφωνα με την Ann Magnuson, γιατί η μουσική σκηνή της Νέας Υόρκης είχε αποτελματωθεί. Όμως το ’79 οι πρώτες μπάντες του CBGB είναι ήδη παρελθόν. Αυτή η αίσθηση ότι τα πάντα εξελίσσονται υπερβολικά γρήγορα υπαγορεύει στους σκηνοθέτες του NWC να γυρίσουνε ταινίες άμεσα συνδεδεμένες με την πραγματικότητα που βιώνουν. Πιστεύουν πως η καλλιτεχνική συγκυρία έχει μεγάλη αξία και πρέπει να την απαθανατίσουν σε φιλμ, κι άλλωστε θεωρούν πως η ζωή τους στη Νέα Υόρκη του ’70 είναι μοναδική και αξίζει να καταγραφεί. Η συγκυρία θ’ αποδειχθεί όντως μοναδική –στο τέλος του Φάκτορυ και της ποπ αρτ αλλά πριν από την εμφάνιση του MTV, στον απόηχο του αντικομφορμιστικού Βίλατζ αλλά πριν από την επέλαση των γιάπηδων. Και παρά τις δυσκολίες οι No Wavers ζούνε τη στιγμή τους με πάθος: δεν έχουνε στο κάτω κάτω τίποτα να χάσουν. Έτσι ακόμα και ταινίες που με μια πρώτη ματιά δε μοιάζουν πολιτικοποιημένες λένε πολύ ξεκάθαρα πράγματα για την κοινωνική και πολιτική κατάσταση της Αμερικής κατά τη δεκαετία 1976-1985. Το WildStyle, το πρώτο φιλμ για το νεογέννητο ραπ, είναι ένα καλό παράδειγμα, όπως και το Downtown ’81 ή το PermanentVacation, δύο ακόμα ταινίες όπου οι ήρωες περιπλανώνται στα ερείπια του Μπρονξ και του Μανχάταν.
Όμως οι άσχημες βιοτικές συνθήκες και η αίσθηση του εφήμερου οδηγούν πολλούς στα ναρκωτικά. Που ναι μεν μπορεί ν’ αποτελέσουν πηγή έμπνευσης για μια σκηνή στο ξεκίνημα (“Μου φαινόταν ότι έσπαγα ένα φράγμα ας πούμε, κι έβγαινα σ’ ένα μέρος πιο αληθινό” παραδέχεται ο Νέιρς), μα σύντομα αρχίζουν να τη φθείρουν εκ των έσω. Για να γίνει το σενάριο κλασικό προσθέστε τον παράγοντα χρήμα καθώς και τις κόντρες που γεννιούνται όταν ένας δημιουργικός χώρος αριθμεί κάποιες δεκάδες μελών κι εκατοντάδες κοινού: νιώθουνε όλοι αρκετά δυνατοί ώστε να τρώγονται μεταξύ τους. Έτσι κι αλλιώς η οργή που είχαν προκαλέσει ο πόλεμος του Βιετνάμ, τα πολιτικά σκάνδαλα, η οικονομική κρίση και η κάλπικη κουλτούρα των ΜΜΕ φαίνεται λίγη μπροστά στην άνοδο της Γουώλ Στρητ και τον ‘εξωραϊσμό’ του Βίλατζ. Το New Cinema στην πλατεία του Αγίου Μάρκου, όπου οι No Wavers προβάλλουν τη δουλειά τους, κλείνει όταν ο ιδιοκτήτης ζητά ένα εξωπραγματικό ενοίκιο. Το ’85 η σκηνή μοιάζει έτοιμη να χαθεί όσο ξαφνικά γεννήθηκε.
Το BlankCity ωστόσο έχει και δεύτερη πράξη: την εμφάνιση του Cinema of Transgression. Η άφιξή του συμπίπτει με την εμπορευματοποίηση του Downtown ως σκηνής και ως γειτονιάς, υπό συνθήκες τουλάχιστον περίεργες. Στο Μανχάταν στα μέσα του ’80 συνυπάρχουν οι λιμουζίνες και οι κακόφημοι δρόμοι, τα πολυτελή δείπνα και η πρέζα, τα φλας της δημοσιότητας και το AIDS. Το Cinema of Transgression είναι εκ των πραγμάτων πιο σκοτεινό κι ο μηδενισμός του, το βλάσφημο χιούμορ και το κιτς παίρνουν το χαρακτήρα πολιτικής χειρονομίας ενάντια στο συντηρητισμό της κυβέρνησης Ρήγκαν. Σε μια πόλη που επιχειρεί να τους ξεπαστρέψει σαν αρουραίους, οι Transgressors αντιπαραθέτουν βίαιες εικόνες που φλερτάρουν με την επιστημονική φαντασία, τα θρίλερ και τα snuff φιλμ κι ανατροφοδοτούν το μίσος των συντηρητικών: ο Nick Zedd συλλαμβάνεται στο αεροδρόμιο της Στοκχόλμης. Ο Richard Kern προκαλεί επεισόδια στο Βερολίνο. “Να φας ξύλο αφού προβάλλεις ένα φιλμ είναι μια αντίδραση” παρατηρεί ο Τζον Γουώτερς, “το χειρότερο θα ήταν να μην έκαναν τίποτα” (ε βέβαια, στο κάτω κάτω κι οι φάπες χειροκρότημα είναι –εκτός κι αν δε σε βαράνε με τα χέρια).
Πρώτο φιλμ της Céline Danhier το BlankCity, αλλά όχι πρωτόλειο. Αντιθέτως, η έλλειψη πείρας λειτουργεί προς όφελός της προσδίδοντας στο ντοκιμαντέρ αξιοζήλευτη φρεσκάδα. Η Ντανιέρ καταπιάνεται με το θέμα της ως fan και ως θεωρητικός του κινηματογράφου. Θέλει να μοιραστεί την αγάπη της για το NWC και γυρίζει ένα φιλμ πανηγυρικό, τοποθετώντας τους ήρωές της πλάι στον Γκοντάρ, τον Μπρεσόν, τον Φασμπίντερ και τον Κασσαβέτη. Ως θεωρητικός έπειτα, την ενδιαφέρει να μάθει τι συνέβη αλλά κυρίως πώς και γιατί. Σκηνοθέτης η ίδια, μελέτησε αυτή τη σκηνή αναζητώντας ιδέες κι έμπνευση και μας προσφέρει μια διεισδυτική ματιά όχι μονάχα στην ιστορία του NWC μα και στη δημιουργική πλευρά του. Ό,τι θα έπρεπε να κάνει μία ουσιαστική αναδρομή δηλαδή, αν είναι να χρησιμέψει στους μεταγενέστερους.
Μα πρώτα και πάνω απ’ όλα η Ντανιέρ συλλαμβάνει το ρυθμό του θέματός της. Ξεθωριασμένα πλάνα της Νέας Υόρκης από τα τέλη του ’70 κι εξωφρενικές σκηνές με τη Lydia Lunch, την Patti Astor, τον David Wojnarowicz ή τoν James Chance τρέχουν πάνω σ’ ένα κακόφωνο, τραχύ, μεταλλικό σάουντρακ. Μια ψυχρή ομορφιά κι η εντύπωση πως οτιδήποτε μπορεί να συμβεί αναδημιουργούν την ατμόσφαιρα που γέννησε το No Wave Cinema –χάος στους δρόμους, μοναξιές μα και απόλυτη ελευθερία. Το BlankCity μού θύμισε το πρώτο μου ανοιξιάτικο πρωινό σ’ αυτή την πόλη, μια στιγμή ευφορίας που κατηφόριζα τον Μπρόντγουεϊ ακούγοντας το LessonNo. 1 του Glenn Branca. Στο κλείσιμο, καθώς ο Τζάρμους παροτρύνει “Ξεχάστε το παρελθόν και φέρτε το μέλλον” και πέφτουν οι πρώτες νότες του NoLove, ήμουν έτοιμος να σηκωθώ και ν’ αρχίσω να χορεύω.
σχόλια