— Τι σηματοδοτεί το υψηλό ποσοστό της συμμετοχής στις εκλογές του ΚΙΝ.ΑΛ.; Μπορεί να έχουμε πολιτικές ανατροπές;
Η μεγάλη συμμετοχή στις εσωκομματικές εκλογές ενός κόμματος που δεν βρίσκεται σε τροχιά εξουσίας, άρα δεν έχει τη δυνατότητα να ικανοποιεί επιλεκτικά κίνητρα ψηφοφόρων –πελατειακά, συντεχνιακά, προσωπικά και άλλα‒, με τις αντιξοότητες που συνεπάγεται η πανδημική συγκυρία, είναι φαινομενικά παράδοξη.
Προφανείς απαντήσεις όπως η νοσταλγική μνήμη, τα συναισθηματικά απόνερα του πένθους για τη Φώφη Γεννηματά και η κινητοποίηση του κομματικού μηχανισμού, που δεν είναι εσφαλμένες, δεν επαρκούν για να ερμηνεύσουν το μέγεθος της συμμετοχής.
Η αθρόα προσέλευση στις κάλπες του ΚΙΝ.ΑΛ. μάς πληροφορεί για δύο πράγματα. Πρώτον, για τον χαρακτήρα της πολιτικοποίησης της κεντροαριστεράς: ο κόσμος της έχει εμπεδώσει τη συναπόφαση στην εκλογή αρχηγού, επιθυμεί και τιμά τη συμμετοχή στην κορυφαία αυτή εσωκομματική διαδικασία. Πρόκειται για ένα δημοκρατικό κεκτημένο που δεν είναι αμελητέο, εφόσον δεν είναι δεδομένο για όλα τα κόμματα με κοινοβουλευτική παρουσία. Το γεγονός ότι το ΚΙΝ.ΑΛ. δεν είναι σε τροχιά εξουσίας, όπως συνέβαινε στην τελευταία ανοιχτή εσωκομματική εκλογή της ΝΔ, δίνει προστιθέμενη αξία σε αυτή την ενεργή συμμετοχή.
Δεύτερον, μας ενημερώνει για ένα λανθάνον αίτημα του ευρύτερου κεντροαριστερού ακροατηρίου. Από το 2012 και μετά το ΠΑΣΟΚ υπέστη σταδιακά εκλογική αιμορραγία, χάνοντας ψηφοφόρους και προς τα αριστερά και προς τα δεξιά του. Σήμερα, σχεδόν δέκα χρόνια μετά τον εκλογικό σεισμό, υπάρχει ένα αίτημα αφενός για «σοβαρή αντιπολίτευση» που δεν ικανοποιείται από τον ΣΥΡΙΖΑ, αφετέρου για καλύτερη πολιτική εκπροσώπηση σε σειρά ζητημάτων στα οποία η παρούσα κυβέρνηση είτε έχει απογοητεύσει είτε δεν έχει απαντήσει πειστικά. Μέρος της συμμετοχής της περασμένης Κυριακής ερμηνεύεται μέσω αυτών των αιτημάτων.
— Τι προβλέπετε για την επόμενη μέρα;
Το κατά πόσο θα κατορθώσει το ΚΙΝ.ΑΛ. με την επόμενη ηγεσία του να εκφραστεί με τη σοβαρότητα που απαιτείται προκειμένου να «επαναπατρίσει» ψηφοφόρους είναι ακόμα άγνωστο. Το μόνο βέβαιο είναι ότι δομικοί παράγοντες, όπως ο εκλογικός νόμος, το μιντιακό σύστημα και η κομματική πόλωση, κάνουν το εγχείρημα αυτό εξαιρετικά δύσκολο.
Ο αντανακλαστικός φόβος που δημιουργεί η προοπτική έστω και μερικής εκλογικής ανάκαμψης του ΚΙΝ.ΑΛ. θα πολλαπλασιάσει την προσπάθεια αποδόμησης του κόμματος και του αρχηγού του το επόμενο διάστημα από τα επιτελεία τόσο της ΝΔ όσο και του ΣΥΡΙΖΑ. Επομένως, η αναμενόμενη αυτή επιχείρηση συμπίεσης του κεντροαριστερού χώρου συνιστά δύσκολη την πολιτική ανατροπή. Δεν αποκλείει όμως μια εκλογική άνοδο που δύναται να καταστήσει το ΚΙΝ.ΑΛ. ρυθμιστή των εξελίξεων σε περίπτωση απώλειας της μονοκομματικής πλειοψηφίας μετά τις επόμενες βουλευτικές εκλογές.
Ο αντανακλαστικός φόβος που δημιουργεί η προοπτική έστω και μερικής εκλογικής ανάκαμψης του ΚΙΝ.ΑΛ. θα πολλαπλασιάσει την προσπάθεια αποδόμησης του κόμματος και του αρχηγού του το επόμενο διάστημα από τα επιτελεία τόσο της ΝΔ όσο και του ΣΥΡΙΖΑ.
— Το δίδυμο του δεύτερου γύρου πώς το κρίνετε; Ποιες τάσεις θα αντιπαρατεθούν; Τι δείχνει η νίκη του Ν. Ανδρουλάκη;
Η νίκη του Ανδρουλάκη αναδεικνύει αφενός τη δική του οργανωτική ικανότητα, χάρη στην οποία κατάφερε να διεισδύσει στον κομματικό μηχανισμό και να προσεταιριστεί περιφερειακά στελέχη μεσαίου βεληνεκούς που του έδωσαν το προβάδισμα στη διευρυμένη κομματική βάση, αφετέρου το αίτημα του κεντροαριστερού ακροατηρίου για ταυτόχρονη αυτονομία και ανανέωση. Συμπαθούντες και μέλη του κόμματος προέκριναν πρωτίστως έναν υποψήφιο κομματικό μεν, άφθαρτο δε, στο πρόσωπο του οποίου βλέπουν τη δυνατότητα εκλογικής διεύρυνσης του χώρου.
Αν και ο Γιώργος Παπανδρέου έχει αναμφίβολα πιο σαφές στίγμα –τον συμβολισμό του ονόματος, κυβερνητική εμπειρία και μια εδραιωμένη προοδευτική ταυτότητα–, το σαφές προβάδισμα που έδωσε το εκλογικό σώμα της 5ης Δεκεμβρίου στον Νίκο Ανδρουλάκη δείχνει ότι δεν προτίθεται ούτε να «σώσει τα κομματικά έπιπλα», δείχνοντας μια νοσταλγική διάθεση, ούτε να ρίξει γέφυρες για συμμαχίες στα αριστερά και στα δεξιά του κόμματος, ενώ φοβάται πιθανές διασπαστικές κινήσεις που πηγάζουν από τους ναρκισσισμούς των ελασσόνων διαφορών.
— Μετά τη συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση πιστεύετε ότι θα έχει απώλειες ο ΣΥΡΙΖΑ;
Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει μετακινήσεις ψηφοφόρων και από το ΣΥΡΙΖΑ και από τη ΝΔ προς το ΚΙΝ.ΑΛ., παρά τους δομικούς περιορισμούς που προανέφερα. Αφενός ο ΣΥΡΙΖΑ διέψευσε όσους βιαστικά και σίγουρα έβλεπαν τον γρήγορο μετασχηματισμό του κόμματος σε ένα σύγχρονο, μεταρρυθμιστικό, σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.
Οι εσωκομματικές και οι ιδεολογικές αγκυλώσεις του, σε συνδυασμό με τη λαϊκότητα του Ανδρουλάκη, μπορεί να επαναπατρίσουν ψηφοφόρους, εάν το ΚΙΝ.ΑΛ. κατορθώσει να τοποθετηθεί πειστικά και όχι λαϊκιστικά σε κεντρικά ζητούμενα των μεσαίων και των λαϊκών στρωμάτων, όπως η ακρίβεια, η φτώχεια, η κοινωνική και εισοδηματική στασιμότητα, οι δημιουργικές δουλειές, το στεγαστικό στα αστικά κέντρα, η διαγενεακή ανισότητα, η δημόσια εκπαίδευση και η υγεία. Eν πολλοίς, ζητούμενα που αφορούν την κοινωνική αντζέντα, παραδοσιακά ευνοϊκή για την κεντροαριστερά και σήμερα υπο-εκπροσωπούμενη από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Αφετέρου, η ΝΔ έχει λόγους να μη θεωρεί δεδομένους κεντρώους ψηφοφόρους που κατόρθωσε να έλξει ο Κυριάκος Μητσοτάκης το 2019. Κυβερνητικές αστοχίες και η αναμενόμενη φθορά, αλλά και στρατηγικές κινήσεις που θα στοχεύσουν στον περιορισμό εκροών ψήφων προς τα δεξιά της καθώς θα οδεύουμε προς τις κοινοβουλευτικές εκλογές δύνανται να νοηματοδοτήσουν την ψήφο στο ΚΙΝ.ΑΛ. ως μια μετριοπαθή επιλογή, χωρίς ρίσκο.
Πολλά από αυτά θα εξαρτηθούν από το πώς θα τοποθετηθεί στρατηγικά και προγραμματικά το ίδιο το κόμμα μέσω της νέας ηγεσίας του αλλά και από τις κινήσεις των αμφίπλευρων αντιπάλων του. Θα φανεί πολύ σύντομα.
— Θεωρείτε ότι μπορεί να επανακάμψει η σοσιαλδημοκρατία; Δείχνουν μια τέτοια τάση, για παράδειγμα, οι γερμανικές εκλογές;
Η πρόσφατη νίκη στις γερμανικές εκλογές και η εκλογική άνοδος σοσιαλιστικών κομμάτων στην Ευρώπη επαναφέρουν στο προσκήνιο του κομματικού ανταγωνισμού την παλιά αυτή κομματική οικογένεια που τις τελευταίες δύο δεκαετίες βρισκόταν σε ελεύθερη πτώση. Αν και οι δυνάμεις που ανακτούν οι σοσιαλδημοκράτες δεν είναι ικανές να σηματοδοτήσουν την «ολική επαναφορά», δεν είναι αμελητέες ώστε να αγνοηθούν, εφόσον κυβερνούν –κατά βάση σε συμμαχικές κυβερνήσεις– σε εννέα από τα 27 κράτη-μέλη στην Ε.Ε.
Καθώς, δε, οι εκλογικές επιτυχίες δίνουν διεθνή ορατότητα και οι κυβερνητικές πολιτικές παράγουν αποτελέσματα που απηχούν σε εκλογικά ακροατήρια πέραν των εθνικών, είναι πιθανό αφενός η πολιτική αλλαγή στις ΗΠΑ και στη Γερμανία, αφετέρου πολιτικές-φάροι που θα προβληθούν από τις κυβερνήσεις αυτές, να δημιουργήσουν τάσεις μίμησης τόσο στην εκλογική συμπεριφορά όσο και στην κομματική στρατηγική και ατζέντα άλλων κομμάτων της ίδιας οικογένειας.
Έτσι, παρά το γεγονός ότι ο συμπαγής χαρακτήρας των κομματικών οικογενειών δεν υπάρχει πλέον όπως διαμορφώθηκε προοδευτικά τον εικοστό αιώνα στην Ευρώπη, το ανήκειν σε μια κομματική οικογένεια με διεθνικούς οργανωτικούς δεσμούς, όπως οι ευρω-ομάδες, λειτουργεί σαν κανάλι διάχυσης που μπορεί να επηρεάσει κόμματα και ψηφοφόρους σε γειτονικές, γεωγραφικά και πολιτισμικά, χώρες.
Πρόσφατες έρευνες δείχνουν μάλιστα ότι μεταξύ των ευρωπαϊκών κομματικών οικογενειών η σοσιαλδημοκρατική είναι αυτή που διαχέει καλύτερα τις πολιτικές της και μαθαίνει περισσότερο από τις επιτυχίες αδελφών κομμάτων σε άλλες χώρες.
Υπό αυτό το πρίσμα, δεν αποκλείεται να δημιουργηθεί ντόμινο ανόδου σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στις προσεχείς εκλογικές αναμετρήσεις στην Ευρώπη, με δεδομένο ότι μιλάμε για μικρές ανόδους. Συνηγορούν σε αυτή την προοπτική δύο επιπλέον παράγοντες: αφενός η διάψευση των προσδοκιών από τις λαϊκιστικές κυβερνήσεις της δεξιάς και της αριστεράς, που βάζουν φρένο στην απότομη άνοδο των ριζοσπαστών της προηγούμενης περιόδου,· αφετέρου η συγκυρία μιας σειράς κρίσεων –προσφυγικές ροές, πανδημία, οικολογικές καταστροφές– που φέρνουν στο προσκήνιο των προτεραιοτήτων και των αναγκών την κρατική παρέμβαση.
Το γεγονός ότι πρόκειται για θεματικές κοινής σχεδόν αποδοχής, στις οποίες μετριέται πρωτίστως η διαχειριστική ικανότητα των κομμάτων και όχι θεματικές διαφιλονικούμενες γύρω από ταυτοτικά ζητήματα, αποτελεί μια ευνοϊκή συγκυρία για τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ώστε με βάση τόσο τις ιδεολογικές τους καταβολές όσο και την παρελθούσα κυβερνητική τους εμπειρία να ξαναμπούν στο παιχνίδι με μεγαλύτερες εκλογικές αξιώσεις.
— Είναι πιθανό να έχουμε επιστροφή στην πολιτική και ενεργοποίηση των νέων στις επόμενες εκλογές;
Η πολιτική εκπροσώπηση των νέων είναι μέγιστο πολιτικό ζητούμενο και θα αναδειχθεί σε κεντρικό διακύβευμα στις επόμενες εκλογές. Η πολυετής οικονομική κρίση, ακολουθούμενη από την πανδημία, επανανοηματοδότησε πολλές πτυχές της ζωής τους, μεταξύ άλλων και της πολιτικής. Το πέρασμα από τη ματαίωση των προσδοκιών τους τα χρόνια της κρίσης και την καθήλωση της πανδημίας σε προσδοκίες και στόχους που τροφοδοτούνται από την επικείμενη μεταπανδημική επιστροφή στη συλλογική ζωή και την ανάπτυξη της οικονομίας δημιουργούν νέα πολιτική ζήτηση που τα κόμματα θα προσπαθήσουν να καλύψουν.
Υπάρχουν διακριτές διαφορές στις αντιλήψεις, στις στάσεις και στις αξίες των νεότερων γενεών σε σχέση με τις μεγαλύτερες, οι οποίες καταγράφονται τόσο μέσα από διαχρονικές μετρήσεις στα ευρωβαρόμετρα όσο και σε μετεκλογικές έρευνες. Σε μελέτη για τις στάσεις των νέων Ελλήνων έναντι της Ε.Ε. που διεξήγαγε το Greek Politics Specialist Group για λογαριασμό του οργανισμού διαΝΕΟσις, η οποία θα δημοσιευτεί πολύ σύντομα, βρίσκουμε καταρχάς μια ενδιαφέρουσα ευρωφιλία στους ερωτώμενους κάτω των τριάντα πέντε ετών, μια κριτική, θα λέγαμε, ευρωφιλία.
Πρώτη η νεολαία χάνει την εμπιστοσύνη, τη θετικότητα έναντι της Ε.Ε., την ικανοποίηση από τον τρόπο λειτουργίας της δημοκρατίας στην Ε.Ε. κατά τη διάρκεια της κρίσης και πρώτη τις ανακτά στο τέλος της προηγούμενης δεκαετίας. Οι νέοι είναι περισσότερο αισιόδοξοι για το μέλλον της Ε.Ε. από τους μεγαλύτερους και πιο κριτικοί σε σχέση με το ποιος ωφελήθηκε από τη συμμετοχή της χώρας στην Ένωση, αλλά και ως προς τη χρησιμότητα των μνημονίων. Η ελληνική και η θρησκευτική ταυτότητα των νέων ενδυναμώνει τη θετική στάση έναντι της παραμονής και της ενοποίησης στην Ε.Ε., λειτουργώντας σαν συγγενής πολιτισμικός καμβάς με την ευρωπαϊκή ταυτότητα, κάτι που δεν ισχύει εξ ολοκλήρου για τις μεγαλύτερες γενιές Ελλήνων.
— Όσον αφορά την κρίση, ποια στοιχεία παρουσιάζονται;
Έχει ενδιαφέρον το ότι η θεματική της κρίσης δίνει εξίσου ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τους νέους. Οι νέοι δείχνουν μάλλον αδιάφοροι για την απόδοση ευθυνών μεταξύ Ελλάδας και Ε.Ε. αλλά και μεταξύ Ελλήνων πολιτικών, ενώ υποστηρίζουν την ευρωπαϊκή ενοποίηση, αλλά όχι με οποιοδήποτε κόστος.
Τα ευρήματα υποδεικνύουν πολιτικοποίηση των νέων, που εκφράζεται και μέσα από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, ενδιαφέρον για συγκεκριμένες δημόσιες πολιτικές, αναμένοντας ότι η Ε.Ε. θα συνεχίσει να βοηθά τη χώρα τους στον χειρισμό διεθνικών προβλημάτων, όπως η κλιματική αλλαγή και η μετανάστευση, και υποστηρίζοντας τις μεταρρυθμίσεις της ελληνικής δημόσιας διοίκησης, σύμφωνα με τις βέλτιστες πρακτικές της Ε.Ε.
Η πρόκληση, λοιπόν, είναι μεγάλη για την εγχώρια πολιτική τάξη να παρουσιάσει χειροπιαστές δημόσιες πολιτικές που θα επιτρέψουν στους νέους να αξιοποιήσουν τις δυνατότητές τους, να χαράξουν τη δική τους πορεία στη ζωή και να ενισχύσουν αισθήματα αλληλεγγύης που ήδη εκφράζουν σε εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Οι νέοι Έλληνες στην παρούσα συγκυρία όχι μόνο δεν εμφανίζονται αδαείς και κυνικοί αλλά διακατέχονται από πατριωτισμό, ανοιχτότητα και έλλογο σκεπτικισμό.