ΠΑΡΑΣΥΡΟΜΑΣΤΕ ΣΥΧΝΑ ΑΠΟ το πολιτικό ημερολόγιο, από τις περιπέτειες της δημοκρατίας των κομμάτων κι από τα εσωτερικά δράματα και τις εξελίξεις της πολιτικής-κομματικής σφαίρας. Γιατί; Μα γιατί είμαστε insiders, άνθρωποι που κινούμαστε μέσα στην περίμετρο, με γνώση προσώπων και ιστοριών που ανάγονται στο παρελθόν. Και, ως ένα σημείο, αυτό είναι καλό. Γιατί η ιδέα που καλλιεργήθηκε τις δυο τελευταίες δεκαετίες σε πολλές χώρες ότι επειδή τα κόμματα είναι βαριά και παραδοσιακά πρέπει να στραφούμε σε κινήματα, μη κυβερνητικές οργανώσεις ή λαμπερές και εκκεντρικές περσόνες ήταν μια βιαστική και επιπόλαιη ανάγνωση των εξελίξεων. Όπως είναι μεγάλο λάθος η στάση κάποιων που βλέπουν αφ’ υψηλού τα κομματικά πάθη, σαν να αφορούν απλώς μια κοινωνία γέρων ή «νεόγερων» ξεγραμμένων από την Ιστορία.
Η αλήθεια είναι πως η πολιτική και κομματική περίμετρος έχει πάντα μεγάλη σημασία. Ακόμα και εξασθενημένη ή λιγότερο ηχηρή από άλλες εποχές. Το βλέπουμε αυτές τις μέρες με την εκλογή προέδρου στο ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και το ζωηρό ενδιαφέρον που γέννησε – έστω και με την ανάγκη κάποιων τρίτων να λοιδορήσουν ή να σνομπάρουν με νότες περιφρόνησης.
Αν όμως η ζώνη των κομματικών παθών και η εσωτερική γνώση γι’ αυτά μετράει, δεν είναι παρά μία όψη: μια σημαντική πλευρά, μια γωνία λήψης, ένα πλάνο μεταξύ άλλων πλάνων. Αν το δούμε ως μονοπλάνο που σκεπάζει όλο τον πλούτο της κοινωνικής πραγματικότητας, αυτή η «μυητική» γνώση μπορεί να μετατραπεί σε τύφλωση και άγνοια.
Αν πιστέψουμε, ας πούμε, ότι τα πάντα παίζονται σε εκείνα τα σύνολα ανθρώπων που αναγνωρίζονται σε κομματικές φυσιογνωμίες, σύμβολα και παραταξιακές συγκινήσεις, θα έχουμε χάσει ένα μεγάλο κομμάτι της πραγματικότητας.
Ό,τι συμβαίνει τώρα στο ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ δεν είναι μικρό πράγμα – αν δούμε μάλιστα τι κλονισμοί συντελέστηκαν μετά το 2011 στο βασικό μεταπολιτευτικό κόμμα.
Γι’ αυτό χρειαζόμαστε πιο ακριβείς χαρτογραφήσεις των κοινωνικών κόσμων που μεταμορφώνονται μέσα στα χρόνια. Στην πολιτική δεν αρκεί η οργάνωση ανθεκτικών μηχανισμών και αποτελεσματικών επιτελείων, πράγματα που φυσικά είναι απαραίτητα για όσους «κάνουν» πολιτική και όχι για τους πολιτικούς φιλοσόφους. Η πολιτική γνώση δεν μπορεί όμως να στηρίζεται σε μεταφερόμενα λεξιλόγια ή συναισθήματα τριάντα και πενήντα χρόνων πίσω. Οι διάφορες κρίσεις από το 2008 και μετά, αλλεπάλληλα κύματα με διαφορετική ένταση και σημεία εκδήλωσης, επηρέασαν τα κοινωνικά συναισθήματα αλλά και τη σύσταση της ελληνικής κοινωνίας.
Το βασικό παραπροϊόν των τελευταίων δεκαετιών είναι όμως ένα: το ρήγμα εμπιστοσύνης, δηλαδή η οριζόντια αύξηση όσων έχουν πειστεί πως τα κόμματα, η επίσημη δημοκρατία, οι μηχανισμοί, οι ελίτ είναι εχθρικά πράγματα για τον «λαό» και για τους ίδιους ως άτομα.
Προφανώς, η ανανέωση των κομμάτων και γεγονότα που συμβολίζουν τη μαζική συμμετοχή στην πολιτική εμπειρία είναι ένας τρόπος να μετριαστεί κάπως αυτό το ρήγμα. Γι’ αυτό και ό,τι συμβαίνει τώρα στο ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ δεν είναι μικρό πράγμα – αν δούμε μάλιστα τι κλονισμοί συντελέστηκαν μετά το 2011 στο βασικό μεταπολιτευτικό κόμμα.
Όμως μια κομματική αναζωογόνηση δεν αρκεί. Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι υπάρχουν δύο κοινωνίες, που η καθεμιά είναι επίσης χωρισμένη σε επιμέρους φυλές.
Ας πούμε όμως πως η πρώτη κοινωνία περιέχει όσους και όσες αναγνωρίζονται στα κόμματα, στις διαδικασίες, σε «ουρές» εκλογικές και γεγονότα της εθνικής πολιτικής ιστορίας. Είναι μια κοινωνία πιο ηλικιωμένη, κοινωνία πολλών αναμνήσεων και λογαριασμών που εξοφλούνται ή παραμένουν σε εκκρεμότητα και παράγουν συναίσθημα. Είναι, τέλος, μια κοινωνία όπου η πολιτική διαίρεση, τα αντιδεξιά, αντισύριζα κ.λπ. πάθη εξακολουθούν να έχουν νόημα. Τα άτομα που μετέχουν σε αυτήν τη μεσήλικη πολιτική κοινωνία ψάχνουν ακόμα τα debate μεταξύ υποψηφίων και παύουν να διαβάζουν οτιδήποτε προσβάλλει, βρίζει ή στιγματίζει τους «δικούς τους».
Η δεύτερη κοινωνία είναι φυλές δίχως κάποιον κώδικα ενότητας ή άτομα που ζουν χωρίς σοβαρή επαφή με τις κομματικές ιστορίες και τις πολιτικές μηχανές. Έχουν μια περιστασιακή ή τυχαία σύνδεση με την άλλη κοινωνία, μέσω γονέων, συγγενών ή τρίτων. Είναι σε μεγάλο βαθμό πιο νέοι, δεν διαβάζουν τα εσωτερικά δράματα της πολιτικής σφαίρας και δεν ιεραρχούν το θέμα της διακυβέρνησης ως σημαντικό. Επιμένουν περισσότερο σε άλλες αξίες ή κώδικες ζωής, στη διασκέδαση, στην ευζωία, στις οικογενειακές χαρές, στην εκμετάλλευση των όποιων περιθωρίων για μια καλύτερη ζωή. Η δική τους «καλύτερη ζωή» δεν περνάει μέσα από την πολιτική προσφορά, αλλά συνδέεται με ατομικές τύχες, μικρές διαπραγματεύσεις της καθημερινότητας, ευκαιρίες οικογενειακές ή επαγγελματικές τρύπες.
Θα έλεγε κανείς πως έχουμε λοιπόν μια κοινωνία που ενδιαφέρεται/παθιάζεται για την εξουσία και την κατανομή της και μια άλλη που δεν πιστεύει πως η όποια κυβέρνηση ή αντιπολίτευση θα της λύσει τα προβλήματα ή θα ξορκίσει τους δαίμονες που την απειλούν σε προσωπικό επίπεδο.
Το θέμα είναι ότι η κομματική ζωή επικοινωνεί μόνο με τα μέλη της πρώτης κοινωνίας: με όσους απαντούν στα τηλεφωνικά γκάλοπ, με όσους συμπληρώνουν ερωτηματολόγια σε έρευνες, παθιάζονται για υποψηφίους, απογοητεύονται ή απολαμβάνουν με φίλους και αντιπάλους μέσα στη φούσκα της πολιτικής μνήμης. Αυτή είναι ακόμα η μεταπολιτευτική μήτρα, από την οποία βγήκε και ο Νίκος Ανδρουλάκης ως στέλεχος με διαδρομή συγκεκριμένη.
Το ερώτημα είναι επομένως τι θα γίνει με τη δεύτερη κοινωνία. Αν θα αποδεχτούμε την ουσιαστική απόσχισή της από την άλλη συλλογικότητα, αν θα προσυπογράψουμε την πολιτική της ασημαντότητα.
Νομίζω πως αυτή η παραδοχή θα ήταν ολέθρια για κάθε δημοκράτη. Όχι μόνο για λόγους ηθικής αλλά και για δημογραφικούς και πολιτισμικούς λόγους: η δεύτερη κοινωνία είναι αυτή που οι άνθρωποί της έρχονται «μετά τη Μεταπολίτευση», και χρονολογικά αλλά και βιωματικά. Είναι οι άνθρωποι που θα εργάζονται στην Ελλάδα του 2030, ενώ ένα σημαντικό μέρος της πρώτης κοινωνίας θα έχει αποχωρήσει από το προσκήνιο.
Έχω την εντύπωση πως οι αλλαγές στα κόμματα –και μάλιστα σε χώρους που διεκδικούν μια σύγχρονη σοσιαλδημοκρατική ταυτότητα– δεν μπορεί να προχωρήσουν χωρίς χαρτογράφηση αυτής της άλλης χώρας, που περιλαμβάνει όμως εκατομμύρια ανθρώπους. Παράλληλα με την παραταξιακή ενδυνάμωση ή με τους συσχετισμούς κομματικής ισχύος, υπάρχουν εδάφη της δημοκρατίας που δεν έχουν ακόμα αναγνωριστεί και περιγραφεί επαρκώς.
Αυτά τα εδάφη παραμένουν εξωτικά για τους πολίτες και τους επαγγελματίες της μεταπολιτευτικής πολιτικής κουλτούρας, η οποία εξακολουθεί να καθοδηγεί τα λεξιλόγια και τη φαντασία αυτών που στέκονται στις ουρές κάποιας κάλπης.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.