Ο Νίκος Χατζηκώστας, Paezano όπως ήταν γνωστός, μία θρυλική φιγούρα της Κυψέλης, άφησε την τελευταία του πνοή.
Ήταν το 1977 όταν άνοιξε επί της Φωκίωνος Νέγρη το Paezano, που έμελλε να μετατραπεί σε στέκι της χρυσής εικοσαετίας των 80s και των 90s, με γνωστά ονόματα της εποχής να κάθονται στα τραπέζια του.
Το μαγαζί αποτελούσε συνέχεια της νυχτερινής ζωής της Αθήνας, καθώς όταν έκλειναν πίστες και θέατρα, πολιτικοί, επιχειρηματίες, τραγουδιστές και πολλοί άλλοι κατευθύνονταν σε αυτό.
Όταν άνοιξε το Paezano, ένας νόμος απαγόρευε στους επιχειρηματίας να κρατούν τα μαγαζιά ανοιχτά με τις 02:00 για να μην καίνε ρεύμα. Τότε, εκείνος είχε την λύση, για να ανοίγει χωρίς να παρανομεί.
Άναβε κεριά σε τραπέζια, τοίχους και πάγκους, ενώ ένας σερβιτόρος περιέφερε μια πιατέλα με μακαρόνια που έπαιρναν φωτιά και οι θαμώνες τον χειροκροτούσαν.
Ορισμένες βραδιές ήταν γεμάτες happenings με φωτιές, κελεμπίες και γούνες. Τότε, η λέξη happening ήταν άγνωστη στην Αθήνα. Ο Paezano, που ντυνόταν με γούνες, ψηλά καπέλα και χαρακτηριστικά λευκά κοκάλινα γυαλιά, επιθυμούσε να ικανοποιεί γευστικά τους θαμώνες του μαγαζιού του αλλά και να τους διασκεδάζει.
Μάλιστα, κάποια στιγμή αποφάσισε να φέρει κροκόδειλους στο μαγαζί.
Όταν ένας κροκόδειλος κυκλοφορούσε στην Κυψέλη
Μιλώντας στο newsbeast, ο Paezano είχε περιγράψει πώς κατάφερε να τους περάσει από το τελωνείο, αλλά και τι έγινε όταν ένας το έσκασε.
«Κατάφερα να ξεγελάσω τους τελωνειακούς όταν τους έφερα (τους κροκόδειλους) στο Ανατολικό αεροδρόμιο. Με ρωτούσαν μάλιστα τι είχα μέσα στο κουτί που κουβαλούσα από την αραπιά (Αίγυπτο). Αρχικά ισχυρίστηκα ότι είχα παπούτσια και είχα ανοίξει τρύπες στο κουτί για να παίρνουν αέρα. Με έλεγξαν εάν κουβαλούσα ηλεκτρονικά από το εξωτερικό. Τους είπα ότι είχα κροκόδειλους. “Άντε φύγε ρε από ‘δω, βλάκα”, είπε ο ένας από τους τελωνιακούς, με έδιωξε, κι έτσι πέρασα τον έλεγχο», είχε πει.
Ωστόσο, ένας από τους κροκόδειλους το έσκασε και ο Paezano έσπευσε στο αστυνομικό τμήμα Κυψέλης, προκειμένου να ενημερώσει τις αρχές. Εκείνοι τον άκουγαν εμβρόντητοι, ενώ ένας κροκόδειλος κυκλοφορούσε στους δρόμους.
«Την επομένη με φώναξε ο εισαγγελέας. “Δεν φταίω, ζωάκια είναι, την κοπάνησε το ένα”, είπα εγώ απολογούμενος. Κάποια στιγμή με ειδοποίησαν ότι βρήκαν τον κροκόδειλο στη Φωκίωνος. Τον είχε πατήσει ένα αυτοκίνητο. Κι έτσι ηρέμησα από τον εισαγγελέα. Λίγο καιρό μετά ξαναπήγα στην Αίγυπτο, αγόρασα ακόμα έναν και τον έφερα στην Ελλάδα για να έχει παρέα ο άλλος. Τους αμόλησα στο σιντριβάνι της Φωκίωνος και την περνούσαν εκεί μέχρι που κάποιο γυφτάκι τους πετροβόλησε και τους σκότωσε», είπε πει.
Μια μαϊμού στα δικαστήρια
Ο Paezano ξεχώριζε για το εκκεντρικό του στιλ αλλά και την μαϊμού που είχε στον ώμο του.
Μια φορά, βρέθηκε στα δικαστήρια στην οδό Σανταρόζα, έχοντας το ζώο στον ώμο του. Κάποια στιγμή, μέσα στην αίθουσα η μαϊμού άρχισε να σκαρφαλώνει παντού με αποτέλεσμα να προκληθεί πανικός.
Οι αστυνομικοί άρχισαν να την κυνηγούν. Ο πρόεδρος φώναζε, οι δικηγόροι γελούσαν, το ακροατήριο ούρλιαζε και η μαϊμού δεν άφηνε τίποτα όρθιο.
Σε άλλη δίκη εμφανίσθηκε ντυμένος βρικόλακας, ενώ μια άλλη φορά έκανε φωτομοντάζ σε φωτογραφία του που τον απεικόνιζε να αυτοπυρπολείται και να καίγεται μέσα στις φλόγες. Τη φωτογραφία δημοσίευσαν οι εφημερίδες της εποχής που έκαναν λόγο για αυτοκτονία.
Άφησε την Κυψέλη και γύρισε στην Κρήτη
Και ενώ ο κόσμος όδευε προς το 2000, η Αθήνα άρχισε να αλλάζει. Στη Φωκίωνος Νέγρη άρχισαν να ανοίγουν καφέ και ο Paezano κλήθηκε να σκεφτεί το μέλλον του. Θα έμενε ή θα κατευθυνόταν προς την πλατεία Αβησσυνίας, η οποία μετατρεπόταν στο νέο στέκι της εποχής.
Το 1996, λοιπόν, κάποιος του ζήτησε το μαγαζί και εκείνος το πούλησε. Όπως έχει πει ο ίδιος στεναχωρήθηκε πολύ.
Η νέα σελίδα στη ζωή του Paezano «ανοίγει» μακριά από την Κυψέλη, στην Κρήτη και συγκεκριμένα στις Αρχάνες. Έμενε σε ένα κτήμα σε ένα βουνό στην Καλή Ράχη με τη γυναίκα της ζωής του.
«Έζησα όμως. Ταξίδεψα αρκετά. Γνώρισα πολύ κόσμο. Βοήθησα καταστάσεις όπου μπορούσα. Απέκτησα πέντε εγγόνια», είχε πει.