Μεγάλο μερίδιο νοικοκυριών κινδυνεύουν από ενεργειακή φτώχεια, σύμφωνα με έρευνα της ΕΚΠΟΙΖΩ.
Η εν λόγω ενεργειακή φτώχεια, σύμφωνα με την έρευνα, θα μπορούσε να αμβλυνθεί μέσω των προγραμμάτων ενεργειακής αναβάθμισης κατοικιών, αλλά με ορισμένες αλλαγές, όπως μεγαλύτερη επιδότηση στους ενεργειακά ευάλωτους, λιγότερη γραφειοκρατία και στοχευμένη ενημέρωση.
Όλα τα νοικοκυριά με καθαρό μηνιαίο εισόδημα κάτω των 680 ευρώ δήλωσαν ότι αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα επιβίωσης και περίπου το 75-80% των νοικοκυριών με εισόδημα μεταξύ 680 και 1.250 ευρώ δήλωσαν ότι δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα. Το ποσοστό αυτό μειώνεται στο 50-60% για νοικοκυριά με εισόδημα μεταξύ 1.251 και 1.950 ευρώ.
Προκειμένου να πληρώσει τα έξοδα ηλεκτρισμού και θέρμανσης τους τελευταίους 12 μήνες, ένα στα δύο νοικοκυριά έχει περικόψει τις δαπάνες φαγητού, περίπου ένα στα πέντε τις δαπάνες για φάρμακα, τέσσερα στα πέντε έχουν περιορίσει τη χρήση ηλεκτρικών συσκευών και φωτισμού, ένα στα δύο τη χρήση ζεστού νερού, τρία στα τέσσερα τη θέρμανση του σπιτιού, τέσσερα στα πέντε νοικοκυριά έχουν περικόψει την ψυχαγωγία και τρία στα πέντε τις μετακινήσεις.
Περίπου το 56% θερμαίνουν τα σπίτια τους χρησιμοποιώντας συστήματα κεντρικής θέρμανσης, όπου κυριαρχούν το πετρέλαιο θέρμανσης (41,1%) και το φυσικό αέριο (14,5%). Τα υπόλοιπα νοικοκυριά χρησιμοποιούν κυρίως συστήματα κλιματισμού (13,9%), ατομική θέρμανση με φυσικό αέριο (12,3%) και ηλεκτρικές συσκευές (4,6%). Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι 9 στους 10 από αυτούς που έχουν κεντρική θέρμανση με πετρέλαιο θέρμανσης και 8 στους 10 από αυτούς που έχουν κεντρική θέρμανση με φυσικό αέριο χρησιμοποιούν και συμπληρωματικά συστήματα θέρμανσης, κυρίως κλιματιστικά (46,09%) και ηλεκτρικές συσκευές (25,58%). Περίπου το 2,5% των συμμετεχόντων δηλώνει ότι δεν θερμαίνει καθόλου την κατοικία του.
Το μέσο συνολικό ενεργειακό κόστος ανά έτος είναι περίπου 1.900 ευρώ. Οι δαπάνες ενέργειας επηρεάζονται από το μέγεθος του σπιτιού, τον τύπο του συστήματος θέρμανσης και τα χαρακτηριστικά των νοικοκυριών (πχ, ενώ τα νοικοκυριά με άνεργους τείνουν να ξοδεύουν λιγότερα).
Ενεργειακή φτώχεια: Τα συμπεράσματα της έρευνας της ΕΚΠΟΙΖΩ
Περίπου τα μισά νοικοκυριά αναφέρουν ότι δεν μπορούν να διατηρήσουν τα σπίτια τους επαρκώς ζεστά ή δροσερά, ενώ το ένα πέμπτο των νοικοκυριών αναφέρει καθυστερήσεις στους λογαριασμούς ενέργειας. Την ίδια ώρα, το 5% δηλώνει ότι έχει διακοπεί η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος/φυσικού αερίου τους τελευταίους 12 μήνες.
Περίπου το ένα τρίτο των νοικοκυριών αναφέρουν προβλήματα υγείας που σχετίζονται με την ανεπαρκή θέρμανση ή/και την παρουσία υψηλής υγρασίας στο σπίτι (36,15%) και περίπου το 80% των νοικοκυριών έχουν περιορίσει τη χρήση ηλεκτρικής ενέργειας, περισσότερο από το 75% τη χρήση θέρμανσης και περίπου το 50% τη χρήση ζεστού νερού για να μπορούν να πληρώσουν την ενέργεια τους τελευταίους 12 μήνες.
Περίπου το 36% των νοικοκυριών ξοδεύουν περισσότερο από το 10% του καθαρού εισοδήματός τους για τις ενεργειακές τους δαπάνες και το 67,23% δήλωσε ότι οι προμηθευτές ενέργειας δεν αντιμετωπίζουν τους καταναλωτές χαμηλού εισοδήματος με δίκαιο τρόπο και ιδιαίτερα τη διευκόλυνσή τους μέσω της δυνατότητας ρύθμισης οφειλών περισσότερων δόσεων.
Περίπου το 20% των νοικοκυριών λειτουργεί το σύστημα θέρμανσης για λιγότερο από 2 ώρες την ημέρα ή καθόλου και το 35% από 2 έως 4 ώρες την ημέρα. Ως αποτέλεσμα, περισσότερα από τα μισά νοικοκυριά αναφέρουν θερμοκρασία εσωτερικού χώρου μικρότερη από τη θερμοκρασία δωματίου που συνιστά ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ), δηλαδή μεταξύ 18-21οC. Το συγκεκριμένο είναι ανησυχητικό γιατί το ποσοστό των νοικοκυριών που αναφέρουν προβλήματα υγείας λόγω ανεπαρκούς θέρμανσης, για θερμοκρασία σπιτιού μεταξύ 15-18οC είναι διπλάσιο από το αντίστοιχο ποσοστό για θερμοκρασία σπιτιού μεταξύ 18-21οC και το ποσοστό για θερμοκρασία σπιτιού κάτω από 15oC είναι περίπου τέσσερις φορές υψηλότερο.
Σε όλες τις περιπτώσεις παρατηρείται μία αρνητική τάση μεταξύ εισοδήματος και δαπανών, με επακόλουθο την απότομη πτώση στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.
Υπάρχει σημαντικό ποσοστό κτιρίων πολύ χαμηλής ή χαμηλής ενεργειακής απόδοσης. Περίπου το 40% των κατοικιών κατασκευάστηκαν πριν από το 1980 και στερούνται των βασικών προδιαγραφών μόνωσης. Επιπλέον, το 22,6% κατασκευάστηκε μεταξύ 1981 και 1995, το 23,4% κατασκευάστηκε μεταξύ 1996 και 2005 και το υπόλοιπο μετά το 2006. Το 71,42% δήλωσε ότι έχει ιδιόκτητη κατοικία και είναι αξιοσημείωτο ότι 31,9% αυτών έχουν δάνεια και υποθήκες.
«Εν κατακλείδι, τα στοιχεία της έρευνας είναι ανησυχητικά, ενώ ισχύουν ακόμα τα έκτακτα μέτρα αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης που έχει εφαρμόσει η ελληνική κυβέρνηση» όπως σημειώνει η οργάνωση των καταναλωτών.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε μέσω διαδικτυακής πλατφόρμας για τη χρονική περίοδο από τις 25 Μαΐου έως τις 30 Ιουνίου 2023. Το δείγμα ήταν τυχαίο και αποτελείται τόσο από τα μέλη της, όσο και από μη μέλη. Συνολικά συλλέχθηκαν 500 ερωτηματολόγια/απαντήσεις.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ