Παγκόσμιο θέμα είναι το ενδεχόμενο επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα, από το Βρετανικό Μουσείο που τα κατέχει παρανόμως με την ανοχή των βρετανικών κυβερνήσεων.
Παρά τα διαβήματα και τις ενστάσεις που προβάλλει η Ελλάδα εδώ και δεκαετίες επιχειρηματολογώντας για την επιβεβλημένη επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στο Μουσείο της Ακρόπολης, το βρετανικό Μουσείο αρνείται να τα δώσει προβάλλοντας τους δικούς του ισχυρισμούς, μέχρι που μία δήλωση από επίσημη αξιωματούχο του υπουργείου Πολιτισμού της Τουρκίας ήρθε να κλονίσει τις απόψεις της βρετανικής πλευράς, ενισχύοντας τις διαπραγματευτικές απόψεις της Αθήνας.
Για να εκμεταλλευτεί το momentum η τουρκική εφημερίδα Hürriyet «τσίμπησε» το θέμα και το προέβαλε με τίτλο: «Ο γείτονας ευχαριστημένος με τη θερμή υποστήριξη: 'Η Τουρκία τσαλάκωσε το κύριο επιχείρημα των Βρετανών'». Στο άρθρο επισημαίνεται πως «ο ιστότοπος του μουσείου αναφέρει ότι «οι εποικοδομητικές συνομιλίες για την επιστροφή των έργων συνεχίζονται», αλλά η Αθήνα δεν έχει λάβει θετική απάντηση μέχρι στιγμής από το Ηνωμένο Βασίλειο στα Ελγίνεια Μάρμαρα».
Τα Γλυπτά του Παρθενώνα και ο Έλγιν
Τα Γλυπτά του Παρθενώνα, που προέρχονται από λεηλασία στην Ακρόπολη, αφαιρέθηκαν και κλάπηκαν από τον Τόμας Μπρους, 7ο κόμη του Έλγιν, πρέσβη της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από το 1799 μέχρι το 1803, και μεταφέρθηκαν στη Βρετανία το 1806.
Εκμεταλλευόμενος την Οθωμανική ηγεμονία στην ελληνική επικράτεια, ο Έλγιν ισχυρίστηκε ότι κατάφερε και απέκτησε φιρμάνι από τις οθωμανικές αρχές για την αποκαθήλωσή τους από τον Παρθενώνα με σκοπό τη μέτρηση και την αποτύπωσή τους σε σχέδια, και στη συνέχεια προχώρησε στην αφαίρεση και φυγάδευσή τους. Η βρετανική πλευρά συνεχίζει να ισχυρίζεται ότι υπάρχει σχετικό φιρμάνι, πράγμα που αμφισβητούνταν από διάφορους ειδικούς διεθνώς και κυρίως από την ελληνική πλευρά.
Τι είπαν επιστήμονες για τα Γλυπτά του Παρθενώνα
Το 2019 ο Ιρανός ερευνητής Σαριάν Παναχί, ένας από τους λίγους ιστορικούς που μπορεί να διαβάσει οθωμανικά τουρκικά και έχει κάνει έρευνα σε όλα τα επίσημα έγγραφα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, υπογράμμισε ότι δεν υπάρχει κανένα φιρμάνι για μεταφορά των Γλυπτών.
Το γεγονός επιβεβαίωσαν και δύο Τούρκοι επιστήμονες σε συνέντευξη που έδωσαν στο Μουσείο της Ακρόπολης στις 18 Φεβρουαρίου 2019. Συγκεκριμένα οι Τούρκοι ερευνητές Ζεϊνέπ Εγκέν και Όρχαν Σακίν παρουσίασαν τα αποτελέσματα μακράς έρευνας για τα επίσημα έγγραφα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τα οποία συνδέονται με τον Λόρδο Έλγιν, τονίζοντας ότι: «Όλα τα φιρμάνια ήταν γραμμένα σ’ ένα ειδικό βιβλίο. Το περιεχόμενό τους ήταν επίσης γραμμένο σ’ αυτό» υποστήριξε ο Σακίν, ο οποίος απέρριψε τον βρετανικό ισχυρισμό ότι τα έγγραφα του Έλγιν αποτελούσαν άδεια εξαγωγής των Μαρμάρων. «Πρώτα απ’ όλα, αυτό δεν ήταν φιρμάνι. Ίσως, ήταν ένα προσωπικό γράμμα, αλλά όχι φιρμάνι. Το φιρμάνι θα μπορούσε να υπογραφεί μόνο από τον Σουλτάνο, όχι από τον Πασά. Υπήρχε μόνο άδεια για επίσκεψη», είπε.
Τουρκία υπέρ Ελλάδας για τα Γλυπτά του Παρθενώνα
Αυτή η επιβεβαίωση ήρθε με εμφατικό τρόπο στην 24η Σύνοδο της Διακυβερνητικής Επιτροπής της UNESCO για την Επιστροφή των Πολιτιστικών Αγαθών στις Χώρες Προέλευσης (ICPRCP), την 1η Ιουνίου 2024, όταν η Ζεϊνέπ Μποζ, η οποία κατέχει θέση προϊσταμένης του Τμήματος Καταπολέμησης της Λαθρεμπορίας του Υπουργείου Πολιτισμού της Τουρκίας, αναφέρθηκε στο οθωμανικό φιρμάνι, το οποίο επικαλείται η Βρετανία για την αγορά των Γλυπτών του Παρθενώνα το 1816 από τον λόρδο Έλγιν ως κομμάτι της ιστορίας της απομάκρυνσης των Γλυπτών: «Δεν είναι σε γνώση μας η ύπαρξη εγγράφου που να νομιμοποιεί αυτή την αγορά, η οποία έγινε τότε από τους αποικιοκράτες του Ηνωμένου Βασιλείου, οπότε δεν νομίζω ότι υπάρχει περιθώριο να συζητήσουμε τη νομιμότητά της ακόμα και (...) σύμφωνα με τον νόμο της εποχής. Ανυπομονούμε ολόψυχα να γιορτάσουμε την επιστορφή των Γλυπτών, καθώς πιστεύουμε ότι θα σηματοδοτήσει μια αλλαγή συμπεριφοράς προς την κατεύθυνση της προστασίας των πολιτιστικών αγαθών και θα είναι το ισχυρότερο μήνυμα που θα δοθεί παγκοσμίως» είπε η εκπρόσωπος της Τουρκίας, προχωρώντας στην αποδόμηση ενός από τα κεντρικά επιχειρήματα των Βρετανών για την παραμονή των Γλυπτών του Παρθενώνα στο Βρετανικό Μουσείο.
Το σχέδιο της Τουρκίας με τα Γλυπτά του Παρθενώνα και η Ανατολία
Το γεγονός ότι η Τουρκία «υποστήριξε» επισήμως τις θέσεις της Ελλάδας αναφορικά με την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα έχει μεν να κάνει με τη διπλωματική προσέγγιση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας το τελευταίο διάστημα, αλλά αυτό είναι απλώς το μέσον με το οποίο η Τουρκία προσπαθεί να επιτύχει τον απώτερο σκοπό της. Υπάρχουν πολλά αρχαιολογικά ευρήματα σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, που απλώς... δεν έχουν θέση εκεί. Εκτός από τα Γλυπτά του Παρθενώνα, τρανό παράδειγμα είναι η Πύλη της Ιστάρ η οποία αντί να είναι στη Βαβυλώνα του Ιράκ, είναι διασκορπισμένη στις τέσσερις γωνιές του πλανήτη, με μεγαλύτερο μέρος αυτής να βρίσκεται στο μουσείο της Περγάμου στο Βερολίνο. Το μουσείο πήρε το όνομά του από τη θρυλική αρχαιοελληνική πόλη και φιλοξενεί τον ίδιο τον βωμό της Περγάμου, την πύλη της αγοράς της Μιλήτου τα οποία θα έπρεπε να βρίσκονται στα μουσεία των συγκεκριμένων αρχαιοελληνικών πόλεων στο έδαφος της σύγχρονης Τουρκίας.
Την ίδια ώρα υπάρχει η προτομή της Αιγύπτιας Βασίλισσας Νεφερτίτης, συζύγου του Φαραώ Ακενατών, η οποία από τη δεκαετία του 1930 εκτίθεται στο Νέο Μουσείο του Βερολίνου σε ειδική αίθουσα, αποτελώντας ουσιαστικά την «ατραξιόν» του Μουσείου. Η Αίγυπτος διεκδικεί τη Νεφερτίτη εδώ και χρόνια.
Με αφορμή το τεράστιο σκάνδαλο κλοπής αρχαιοτήτων από τον Πίτερ Χιγκς στο Βρετανικό Μουσείο, πέρα από την Ελλάδα, ξεκίνησε και η Τουρκία τη δική της εκστρατεία, βάζοντας στο κάδρο το μουσείο του Λούβρου και το ΜΕΤ, τα οποία επίσης φιλοξενούν αρχαιότητες από όλον τον πλανήτη.
Η τουρκική καμπάνια «Θέλουμε πίσω τις αρχαιότητες της Ανατολίας» (#WeWantAnatolianArtifactsBack), βάζει ασπίδα την Ελλάδα, τη Νιγηρία και την Κίνα, οι οποίες έχουν ξεκινήσει εκστρατείες για επαναπατρισμό κλεμμένων αρχαιοτήτων και προσπαθεί να επωφεληθεί εν τέλει για αντικείμενα, τα οποία δεν έχουν μεν σχέση με την «τουρκική ιστορία», ταιριάζουν όμως στο προπαγανδιστικό αφήγημα της Τουρκίας, περί «πολιτισμού της Ανατολίας», το οποίο συνιστά μία ομπρέλα για κάθε είδους αρχαιότητα είτε αυτή είναι αρχαιοελληνική, ελληνιστική, χιτιτική, λυδική ή οτιδήποτε άλλο.
Σε άρθρο του ο Ερμάν Ερτουρούλ, υποψήφιος διδάκτωρ προϊστορίας και αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης γράφει σε πρόσφατο άρθρο του «Πρέπει να υψώσουμε τις φωνές μας για τα έργα που απομακρύνθηκαν από την Τουρκία και να θέσουμε επίσημες απαιτήσεις το συντομότερο δυνατό. Είναι καιρός να παραμερίσουμε τις αντιλήψεις ότι η πολιτιστική μας κληρονομιά θα διατηρηθεί καλύτερα στην Αγγλία ή σε άλλες χώρες, ειδικά ως ένδειξη της κατανόησης από την περίοδο της αποικιοκρατίας. Η Ανατολία είναι πραγματικά ένα υπαίθριο μουσείο, με τους αμέτρητους πολιτισμούς που φιλοξενεί εδώ και χιλιάδες χρόνια, και είμαστε αρκετά δυνατοί για να προστατεύσουμε την πολιτιστική μας κληρονομιά. Δεν χρειαζόμαστε την προστασία των χωρών που δηλώνουν 'θεματοφύλακες της πολιτιστικής κληρονομιάς' για αυτό το έργο. Αυτή την άποψη υποστηρίζει και το περιστατικό κλοπής που συνεχίζεται εδώ και πολλά χρόνια στο Βρετανικό Μουσείο».
Μάλιστα στο άρθρο του, γνωστοποιεί ότι η Ζεϊνέπ Μποζ, η οποία υπερασπίστηκε τις θέσεις της Ελλάδας σχετικά με τα Γλυπτά του Παρθενώνα, έχει στείλει τη δική της επιστολή στο Βρετανικό Μουσείο για επιστροφή αντικειμένων.
Τα Γλυπτά του Παρθενώνα έχουν μπει στο μέσον μιας προσπάθειας των διεθνών μουσείων να αποφύγουν τη δημιουργία προηγούμενου, ώστε να εμποδίσουν τις βασικές τους ατραξιόν να αποχωρήσουν, τις προσπάθειες των πραγματικών δικαιούχων των αρχαιοτήτων να πάρουν πίσω αυτά που τους ανήκουν στιγματίζοντας παράλληλα την εποχή της αποικιοκρατίας, αλλά και των επί μέρους πολιτικών σκοπιμοτήτων, όπως το πάγιο δόγμα της εκάστοτε κυβέρνησης της Τουρκίας, το οποίο καλλιεργεί ανθρώπους να μαθαίνουν για «πολιτισμό της Ανατολίας» και όχι για τα μυριάδες αρχαιοελληνικά, ελληνιστικά, λυδικά, θρακικά, χιτιτικά, ρωμαϊκά, βυζαντινά και άλλα.
Άρθρο στο κρατικό Anadolu
Το Αφιονκαραχισάρ της Τουρκίας έχει μία τεράστια ιστορία. Η πόλη ήταν γνωστή στους Χετταίους ως Χαπανούουα, έπειτα την πόλη κατέλαβαν Φρύγες, Λυδοί, οι Πέρσες μέχρι που κατελήφθη από τον Μέγα Αλέξανδρο. Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου η πόλη (τώρα γνωστή ως Ακροϊνόν) διοικήθηκε από τους Σελευκίδες και τους Βασιλείς της Περγάμου πιο μετά από τη Ρώμη και τέλος από τους Βυζαντινούς. Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας, Λέων Γ', μετά τη νίκη ενάντια των Αράβων το 740, στην ομώνυμη μάχη του Ακροϊνού, μετονόμασε την πόλη σε Νικόπολη. Οι Σελτζούκοι έφτασαν το 1071 και ονόμασαν την πόλη Καραχισάρ ("μαύρο κάστρο"), από ένα αρχαίο φρούριο το οποίο βρισκόταν σε έναν ηφαιστειακό βράχο 201 μέτρα πάνω από την πόλη. Εν τέλει στο όνομα της πόλης προστέθηκε το αφιόνι, το όπιο δηλαδή, το οποίο καλλιεργείτο ευρέως στην περιοχή.
Προς επίρρωση των παραπάνω έρχεται δημοσίευμα του τουρκικού κρατικού πρακτορείου Anadolu, το μεσημέρι της Τρίτης, το οποίο θέλοντας να προωθήσει το Αφιονκαραχισάρ για τουριστικούς σκοπούς, χρησιμοποιεί εκφράσεις που αφήνουν να εννοηθεί ότι η Ανατολία (η Μικρά Ασία κατά τους Έλληνες) έχει ένα ιδιαίτερο άρωμα και δικό της πολιτισμό τον οποίο προβάλει η σύγχρονη Τουρκία. Με τίτλο: «Από τους αρχαίους Φρύγες στα σύγχρονα φεστιβάλ: Το Αφιονκαραχισάρ της Τουρκίας αποκαλύπτει πολύπλευρες δυνατότητες τουρισμού».
Μάλιστα Τούρκος αξιωματούχος προωθεί το επιχείρημα ότι η Ανατολία (και κατ' επέκταση η σύγχρονη Τουρκία) είναι το σταυροδρόμι των πολιτισμών ανά τους αιώνες, επισημαίνοντας μάλιστα τρεις περιοχές που πληρούν αυτό το χαρακτηριστικό: Το Αφιονκαραχισάρ, η Αλξανδρέττα (Χατάι) και το Γκαζιαντέπ (Αντιόχεια του Ταύρου).