«Έφυγα 17,5 χρονών από την Ιθάκη -εδώ δεν είχε δουλειές τι να 'κάνα, 4 κάρα και 3 ταξιά είχε το νησί- και πήγα στα καράβια. Περσία, Ισραήλ, στη Χάιφα, είδα και τον πόλεμο... Δεν κάθισα πολύ, 7,5 χρόνια μετά το έσκασα με το καράβι για Αυστραλία. Δεν με κυνηγάγανε εκεί παρότι δεν είχα χαρτιά γιατί δεν ήμουνα αλήτης, κλεφτρόνι».
«Στην Αυστραλία δούλευα κομπρεσέρι, φτιάχναμε υπονόμους, εμείς φτιάξαμε την Αυστραλία, Έλληνες, Τούρκοι, Ιταλοί. Πολύ δουλειά. Μετά έφυγα πήγα στο εργοστάσιο της Φόρντ. Έβγαλα λεφτά στην Αυστραλία, αλλά δεν τα κράτησα, τα 'στελνα εδώ στο νησί, αφού δεν είχαν να φάνε η μάνα μου και ο πατέρας μου».
«7,5 χρόνια στα καράβια, 8 χρόνια Σύδνεϋ Αυστραλία και μετά ξαναμπαρκάρησα, με ένα καράβι του Νιάρχου το Γουόρλντ Κάβαλιερ, έκατσα 13 μήνες μέσα. Φορτώσαμε σίδερο από το Βανκούβερ και μετά θα ξεφορτώναμε στην Ιαπωνία, Ναγκασάκι και Χιροσίμα. Αλλά, ξεκόλλησε μια λαμαρίνα στο Βανκούβερ και μπάζαμε νερά, ο καπετάνιος ήθελε να γυρίσουμε πίσω, δεν είχε εμπιστοσύνη στον τιμονιέρη. Μου λέει ο καπετάνιος "Γιώργο πιάσε το τιμόνι", τα κατάφερα και σωθήκαμε. Δε φοβήθηκα ότι θα πεθάνω, είμαι μαθημένος».
«Μια φορά στη Ρουμανία, στην Κοστάντζα, πήγαινα να βρω μια κοπελίτσα από κάτι στενά, μου κάνανε έναν κλοιό 6 άτομα, ο ένας μου παίρνει τα γυαλιά κάποιος άλλος μου λέει "δώσε το ρολόι και τα λεφτά". Κάνω να βάλω το χέρι μου στην τσέπη και του φέρνω ένα ψαλιδωτό με το κεφάλι κουτουλιά, οι άλλοι τα χάσανε, γλίτωσα κι έφυγα. Αυτό είναι από τα δύσκολα που έχουν συμβεί στα ταξίδια μου».
Στα λιμάνια, καμιά γυναίκα; «Ουου! Στην Καζαμπλάνκα, στο Μαρόκο το καράβι με περίμενε με λυμένους τους κάβους, είχα πάει εγώ με μία, άργησα να γυρίσω και ίσα ίσα το πρόλαβα. Ήταν και ο καπετάνιος από την Ιθάκη κι έκανε λίγο κράτει. Πολύς έρωτας στη ζωή μου, τι να σου λέω, η μία καλύτερη από την άλλη. Η Ματουσίτα από την Ιαπωνία. Αυτή την είχα ερωτευτεί, όταν φύγαμε, επήγα να πέσω στη θάλασσα. Μου είχε στείλει 3 γράμματα, αγάπες, έρωτες καημοί και μετά τελειώσαμε, χαθήκαμε... Ξέρανε ελληνικά αυτές, στα ελληνικά μιλούσαμε -μαθαίνανε για τους ναυτικούς. Δεν ήταν πόρνες μωρέ αυτές, απλά άμα γουστάρανε πηγαίνανε μέχρι το μαγαζί και δουλεύανε. Μία στο Μαρόκο στην Καζαμπλάνκα ήτανε παντρεμένη και δούλευε. Πήγαινα και 'γω εκεί. Τρίτο, τέταρτο βράδυ, της λέω θα πάμε; Ήταν ωραία μουνού, κατά τη μία φύγαμε από το μαγαζί, πήγαμε σπίτι της με τα παιδιά της μέσα και τη μάνα της. Ο άντρας της ούτε ξέρω που ήτανε. Το κάναμε, της είπα να της αφήσω κανένα λεφτό, μου είπε όχι. Τελικά άφησα στη μάνα της, που ήταν στο άλλο δωμάτιο, 20 δολάρια για τα παιδιά. Να μη νομίζει ότι την προσβάλω... Μου χουν φάει λεφτά οι πουτάνες, όλη μου τη ζωή, από μικρό παιδάκι, ακόμα και τώρα».
«Στο Βέλγιο στην Αμβέρσα έκανα τατουάζ. 200 βελγικά φράγκα τότε. Είναι 2 καρδιές ενωμένες και ένα βέλος που τις περνάει. Αγαπούσα μία τότε».
«Έχω πάει με 600 γυναίκες. Να σου πω άλλη μια ιστορία από την Αυστραλία. Είχα βγει από το καράβι με ένα παιδί από την Αγγλία, εγώ ήμουν παιδάκι ακόμα δεν ήξερα τα εγγλέζικα, τα κατατόπια, αυτός ήξερε. Πήγαμε σε ένα στριπτιτζάδικο στο Σύδνεϋ, στο Κινγκς Κρος, λεβεντόπαιδα και τα δύο, τότε, παίρνουμε δύο κοπέλες απ' το στριπτίζ και πήγα να τη γαμήσω τη μία και ήταν λες και έβαλα τον πούτσο μου στο φούρνο, έκαιγε το μουνί της, φωτιά. Ντάξει τις γαμήσαμε, όχι παρτούζα, μία ο καθένας και μετά κατάλαβα ότι ήταν άρρωστη, κονδυλώματα. Ευτυχώς με κάτι φάρμακα περάσανε. Είχα πάρει κι άλλες αρρώστιες εκεί, βλεννόρροιες και τέτοια. Δεν έβαζα σε καμία προφυλακτικό».
«Δεν παντρεύτηκα, δεν έκανα λεφτά. Μ' αρέσει να πετάω σαν το πουλί, μετανιώνω από τη μια που δεν έκανα δική μου οικογένεια, αλλά από αυτά που βλέπω τώρα, λέω καλύτερα που δεν έκανα. Είμαι 65 χρονών, καλή είναι η ζωή εδώ, ψαρεύω, βγάζω τα ψαράκια μου, μένω εδώ στα Κανελάτα... Σε κανένα εξάρι μήνες θα πάρω και σύνταξη. Θα ψαρεύω μέχρι να πεθάνω. Πάω μόνος μου. Έχω βγάλει και 40 κιλά ψάρι».
«Νιώθω σαν Οδυσσέας που τον περίμενε πίσω η κυρά. Εμένα με περίμενε η μάνα μου κι ο πατέρας μου. Έχουνε "φύγει" χρόνια. Μου λείπουνε. Εμένα η δική μου Ιθάκη είναι η Ιθάκη. Εδώ και να μην έχεις να φας, θα σου δώσουνε να φας, και ξένος να είσαι μην ακούς αυτά που λένε, τα ρατσιστικά».
«Τα καλοκαίρια έχω καμιά παρεούλα, αλλά, συνήθως, είμαι μόνος μου. Δε με φοβίζει η μοναξιά, ο άνθρωπος είναι όπως το σκυλί, αν το μάθεις μικρό κάτι συνηθίζει. Εγώ έχω μάθει από μικρό παιδάκι τη μοναξιά. Δε με φοβίζει, έχω δει πολλά στη ζωή μου».
Η πιο δυστυχισμένη στιγμή της ζωή σας; «Όταν ήμουνα φαντάρος, δε μου άρεσε. Ήταν Χούντα, σε σκοτώνανε για ψήλου πήδημα».
«Στα νέα παιδιά θα δώσω μια συμβουλή: Πρέπει να αποκτήσετε πείρα μέσα από το περιβάλλον της οικογένειας για να μπορέσετε μετά να τα βγάλετε πέρα. Αν το έχουν καθοδηγήσει στα εύκολα οι γονείς θα δυστυχήσει. Όχι μόνο στη μπουνάτσα, αλλά και στη φουρτούνα».
Γιατί δεν έμεινε καμιά γυναίκα στη ζωή σας; «Βαριέμαι εύκολα. Δεν έχουνε μπέσα οι γυναίκες. Τις αγαπάω, αλλά δεν έχουνε μπέσα. Ο πατέρας μου είχε πει αν παντρευτώ να μην πάρω όμορφη γυναίκα, να πάρω άσχημη. Να κάθεται σπίτι γιατί αν είναι όμορφη και γυρνάει θα "τη γαμήσεις". Αυτό που μ' αρέσει περισσότερο είναι να τους γλείφω το μουνί. Θέλω να τις γλείφω πρώτα και μετά να τις γαμάω. Ήρθε τις προάλλες μια ξένη, την "έσμπρωχνα" συνέχεια... Έχω μια καλύβα, τις πάω εκεί, όχι στο σπίτι της μάνας μου της συγχωρεμένης στα Κανελάτα, ντροπή».
Πιστεύετε στο Θεό; «Μ' αυτά που βλέπεις που να πιστέψεις; Αλλά καλό είναι να υπάρχει, κρατάει τον κόσμο σε μια πειθαρχία».
Τί είναι για σας η ζωή; «Ένα μηδέν. Από το μηδέν ξεκινάς και στο μηδέν πας. Ότι κι αν έκανες, τελειώνεις, πεθαίνεις».
Έχετε πολύ έντονα φρύδια. Δεν σκεφτήκατε να τα κόψετε ποτέ; «Τα χα κόψει μια φορά. Αλλά ήτανε χειρότερα. Έβγαιναν πιο πολλά. Τώρα δεν τα πειράζω καθόλου. Χαρακτηριστικό μου, μαύρα φρύδια άσπρα μαλλιά. Όπως και το παρατσούκλι. "Μπαρίμπας". Με έβγαλε ένας όταν ήμουνα μικρός».
«Δε ζηλεύω τους άλλους που έχουν εγγόνια. Το μόνο που φοβάμαι είναι να μην αρρωστήσω. Να πάω μια κι έξω. Να μην ταλαιπωρηθώ».
Φωτογραφίες: Λάμπρος Αραπάκος
Και άλλες δύο «ΖΩΕΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ» από την πανέμορφη Ιθάκη:
σχόλια