Σοκαριστική είναι η κατάθεση των αστυνομικών που μπήκαν πρώτοι στη μεζονέτα των Γλυκών Νερών το πρωί της 11ης Μαΐου, για όσα αντίκρυσαν αλλά και για τον 32χρονο δράστη, ο οποίος υποδυόταν τον ρόλο του συγκλονισμένου συζύγου.
Στις 6 και τέταρτο το πρωί της 11ης Μαΐου το κέντρο της Άμεσης Δράσης δίνει σήμα για άτομο που καλούσε σε βοήθεια στα Γλυκά Νερά. Το πλήρωμα ενός περιπολικού που βρισκόταν στην περιοχή του Σταυρού της Αγίας Παρασκευής αντιλαμβάνεται πως κάτι σοβαρό συμβαίνει και αποφασίζει να μεταβεί στη διεύθυνση που ανέφερε το κέντρο.
Στο περιπολικό επιβαίνει ο Χρήστος Βαρδίκος, ο αστυνομικός που συγκίνησε περιγράφοντας πριν από λίγες εβδομάδες πώς πήρε στην αγκαλιά του το βρέφος που βρισκόταν δίπλα στη νεκρή μητέρα.
Όταν οι αστυνομικοί φτάνουν στη μεζονέτα συναντούν μία γειτόνισσα του ζεύγους, η οποία μόλις έχει δεχθεί κλήση από τον πιλότο και όπως τους λέει τον άκουσε να μουγκρίζει. «Τότε άκουσα μια αντρική φωνή η οποία ακουγόταν σαν να είναι φιμωμένη, και η οποία φώναζε «βοήθεια» και μας καλούσε να σπάσουμε την πόρτα, ώστε να μπούμε στο σπίτι», περιγράφει στην κατάθεσή του ο αστυνομικός Χ.Βαρδίκος.
Τότε μαζί με τον συνάδελφό του αποφασίζουν να πάνε στο πίσω μέρος της οικίας. Βλέπουν ανοιχτό το παράθυρο του υπογείου και αποφασίζουν να μπουν στο κτήριο. «Ανεβήκαμε χρησιμοποιώντας μία εσωτερική σκάλα στο ισόγειο που υπήρχε το σαλόνι και η κουζίνα. Αφού διαπιστώσαμε πως δεν υπάρχει κανένα άτομο στο χώρο μέσω της εσωτερικής σκάλας κατευθυνθήκαμε προς τους πάνω ορόφους. Τότε, είδαμε ότι από το κάγκελο της σκάλας που βρίσκεται ανάμεσα στο πρώτο όροφο και το ισόγειο είναι κρεμασμένο από το λαιμό ένα σκυλί το οποίο δε ζούσε. Το σκυλί ήταν κρεμασμένο με ένα λουρί δερμάτινο μαύρου χρώματος.
Ακολούθως, ανεβήκαμε στον πρώτο όροφο, όπου υπήρχαν δύο δωμάτια και ένα μπάνιο. Δε βρήκαμε ούτε εκεί κανέναν και έτσι ανεβήκαμε στο δεύτερο όροφο της μεζονέτας όπου υπήρχε μια κρεβατοκάμαρα», λέει στην κατάθεσή του ο αστυνομικός Χ.Βαρδίκος. Ο συνάδελφός του έχει περιγράψει και αυτός στην κατάθεσή του και αυτός καρέ-καρέ τις κινήσεις τους: «Μπαίνοντας είδαμε ότι υπήρχε ένα πεταμένο παράθυρο στο πάτωμα και μετά ξεκινήσαμε σιγά-σιγά να ανοίγουμε πόρτες και να ελέγχουμε το υπόλοιπο σπίτι.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του ελέγχου που κάναμε ακούγαμε μια φωνή από τους πάνω ορόφους του σπιτιού να φωνάζει βοήθεια χωρίς όμως είναι να είναι καθαρά αυτά που λέει. Φτάνοντας στο ισόγειο είδαμε ένα χώρο όποιος ήταν περιφραγμένος με σύρμα και η πόρτα ήταν ανοιχτή. Έτσι καταλάβαμε ότι μέσα στο σπίτι υπήρχε σκυλί. Στο χώρο εκείνο ε πήγα και περιττώματα του σκύλου. Στη συνέχεια προσπαθήσαμε να ανέβουμε στον πάνω όροφο και στο κάγκελο της σκάλας είχαμε κρεμασμένο το σκυλί με το λουρί του».
«Το μωρό ακουμπούσε πάνω στη γυναίκα, με κοίταζε χωρίς να κλαίει»
Οι δύο αστυνομικοί αποφασίζουν να μπουν στη κρεβατοκάμαρα που βρισκόταν στη σοφίτα της μεζονέτας. Ο συνάδελφος του Χ. Βαρδίκου συνεχίζει την περιγραφή: «Αν θυμάμαι καλά πρώτος στη σοφίτα μπήκα εγώ. Μπαίνοντας είδα στο κρεβάτι του δωματίου μια γυναίκα να είναι μπρούμυτα δεμένη πισθάγκωνα με ένα ρούχο. Η γυναίκα αυτή φορούσε μόνο το κάτω εσώρουχο.
Μισό πάνω στην γυναίκα και μισό στο κρεβάτι ήταν ένα μωρό το οποίο με κοίταζε χωρίς να κλαίει. Στο πάτωμα δίπλα στο κρεβάτι αριστερά του κρεβατιού όπως κοιτάζουμε από την πόρτα υπήρχε ένας άντρας, οποίος ήταν δεμένος χειροπόδαρα με ένα λευκό σπάγκο, με μέτωπο στο κρεβάτι. Για να καταλάβετε καλύτερα τα χέρια και τα πόδια του άντρα ήταν δεμένα μαζί και προς το σώμα. Δεν ήταν δεμένα πίσω. Επίσης υπήρχε μονωτική ταινία χρώματος καφέ δεμένη στο λαιμό αρκετές φορές αρκετά σφιχτά στο στόμα τουλάχιστον 4-5 φορές και μια φορά περασμένη στα μάτια». Στην κατάθεσή του ο Χ.Βαρδίκος αναφέρει: «Πάνω στο κρεβάτι υπήρχε μια γυναίκα, γυρισμένη και ξαπλωμένη μπρούμυτα, η οποία είχε τα χέρια της δεμένο πισθάγκωνα με μία γκρι ζακέτα. Γύρω από το λαιμό της είχε τυλιγμένο ένα γκρι ύφασμα, ενώ απ’ όσο καταλάβαμε δεν είχε τις αισθήσεις της. Πάνω στην πλάτη της γυναίκας υπήρχε ένα μωρό, το οποίο ήταν εν ζωή.
Η γυναίκα φορούσε μόνο το εσώρουχο της ενώ το μωρό ήταν ήσυχο και δεν έκλαιγε. Στην αριστερή πλευρά του κρεβατιού όπως κοιτούσαμε εμείς και στο πάτωμα βρισκόταν ένας άνδρας δεμένος ο οποίος καλούσε σε βοήθεια. Τα πόδια του άντρα ήταν προς την πόρτα και το κεφάλι του προς το προσκέφαλο του κρεβατιού. Ο άντρας αυτός φορούσε μόνο το εσώρουχο του και ήταν κι αυτός δεμένος. Συγκεκριμένα του τα χέρια του ήταν δεμένα μεταξύ τους με σπάγκο μπροστά στο σώμα του.
Επίσης με σπάγκο ήταν δεμένα και τα δύο του πόδια και τέλος με σπάγκο ήταν δεμένα μεταξύ τους τα πόδια του με τα χέρια του και ήταν σε εμβρυακή στάση. Ακόμη του στο λαιμό του ήταν πολύ σφιχτά δεμένη κολλητική ταινία καφέ χρώματος η οποία συνεχίζεται στο στόμα και στα μάτια του άντρα. Ενώ η κολλητική ταινία στο λαιμό του άντρα ήταν σφιχτά δεμένη στο σώμα και τα μάτια ήταν πιο χαλαρά δεμένη.»
«Ο άντρας ήταν σε κατάσταση πανικού»
Όταν λύνουν τον πιλότο, εκείνος αρχίζει να τους εξιστορεί το σενάριο της ληστείας, ότι είχε λιποθυμήσει και πως όταν συνήλθε κατάφερε με τη μύτη του να τηλεφωνήσει στην αστυνομία.
Ταυτόχρονα ο αστυνομικός παίρνει στην αγκαλιά του το κοριτσάκι και κατεβαίνει προς το ισόγειο του σπιτιού: «Πήρα το μωρό στα χέρια μου, το σκέπασα με μια κουβέρτα που πήρα από την κούνια του, η οποία βρισκόταν δεξιά από το κρεβάτι και κατέβηκα στο ισόγειο. Άνοιξα την κεντρική είσοδο του σπιτιού, την πόρτα ασφαλείας που σας είπα πριν και βγήκα έξω από το σπίτι.
Νομίζω πως η πόρτα του σπιτιού ήταν ξεκλείδωτη και πως απλά κατέβασα το χερούλι για να βγω αλλά δεν το θυμάμαι καλά γιατί εκείνη τη στιγμή είχα μεγάλη ένταση. Μετά από λίγο έξω από το σπίτι βγήκαν και οι συνάδελφοι μου μαζί με τον άντρα που βρέθηκε δεμένος…» Ο συνάδελφος του Χ.Βαρδίκου, στην κατάθεσή του έχει περιγράψει πως ο πιλότος ήταν σε κατάσταση πανικού. Με έναν σουγιά έκοψε την ταινία και τους σπάγκους και αμέσως άρχισε να τους μιλά για τρεις οπλισμένους άνδρες που είχαν εισβάλει στο σπίτι:
«Πλησίασα τον άντρα οποίος ήταν σε κατάσταση πανικού και με ένα σουγιά έκοψα προσεκτικά την ταινία αρχικά στο λαιμό και μετά στο στόμα. Μου έδωσε την εντύπωση πως αν δεν του έβγαζα την ταινία γρήγορα μπορεί και να πέθαινε. Η ταινία από τα μάτια έπεσε μόνη της. Άφησα την ταινία δίπλα και ξεκίνησα να κόβω τον σπάγκο στα χέρια και στα πόδια με τον ίδια σουγιά. Δίπλα απ’ το κεφάλι του άντρα υπήρχε ένα κινητό τηλέφωνο ανοιχτό. Μόλις τον έλυσα, σηκώθηκε και πήρε αγκαλιά το μωρό. Μας είπε ότι μπήκαν μέσα με όπλα τρεις άντρες , ο ένας κρατούσε πιστόλι και όλους περίστροφο, και του ζήτησαν λεφτά. Μας ρώτησε επίσης για την σκότωσαν τη γυναίκα του αφού τους είπε που είναι τα λεφτά. Στη συνέχεια κατεβήκαμε κάτω και βγήκαμε έξω από την κεντρική πόρτα του σπιτιού η οποία ήταν ξεκλείδωτη και τα κλειδιά δεν ήταν από πίσω. Βγήκε και ο άντρας μετά από λίγο και έδωσε τα στοιχεία τους τους συναδέλφους. Ειδοποιήσαμε το κέντρο και μετά από λίγο ήρθε το ασθενοφόρο. Σε άλλο σημείο του σπιτιού δεν είδαμε παραβίαση, πέρα από το παράθυρο στο ημιυπόγειο. Επίσης όλα τα δωμάτια ήταν ανακατεμένα και ψαγμένα.»