Την περασμένη εβδομάδα, συνέβησαν τρία περιστατικά, τα οποία αποτελούν εκδήλωση τριών διαφορετικών μορφών βίας. Το πρώτο περιστατικό ήταν η ατυχής και άστοχη σύλληψη του Ινδού καθηγητή από την ΕΛ.ΑΣ, στο πλαίσιο της επιχείρησης «σκούπα» των τελευταίων εβδομάδων, ο οποίος ήταν προσκεκλημένος του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (πρώην ΑΣΟΕΕ). Το δεύτερο περιστατικό αφορούσε τη διπλή επίθεση σε μετανάστες στην Καλλιθέα και σε καφετέρια της οδού Σολωμού στα Εξάρχεια. Ενώ, το τρίτο περιστατικό έχει να κάνει με την επίθεση που δέχτηκε το βράδυ της Τετάρτης ο γνωστός δημοσιογράφος του ΣΚΑΙ Κωνσταντίνος Μπογδάνος, στην οδό Ζωοδόχου Πηγής στα Εξάρχεια. Όσο ψύχραιμα και να εξετάσεις αυτές τις τρεις ειδήσεις, δεν μπορείς παρά να συμπεράνεις ότι εδώ «κάτι γίνεται», και αυτό το «κάτι» γίνεται βίαια. Εδώ λοιπόν θα μιλήσουμε για τη βία.
Υπάρχει μια παλιά ιστορία των αρχών του 19ου αιώνα, η οποία μιλάει για έναν εργάτη που όλοι στην επιχείρησή που εργαζόταν υποπτεύονταν ότι κάτι κλέβει. Κάθε βράδυ, την ώρα που έφευγε από το εργοστάσιο, κουβαλούσε ένα καλάθι μαζί του. Οι φύλακες ερευνούσαν κάθε φορά το καλάθι αλλά δεν μπορούσαν να βρουν τίποτα. Ήταν πάντα άδειο. Τελικά, το μυστήριο λύθηκε: εκείνο που έκλεβε ο εργάτης ήταν τα ίδια τα καλάθια… Αυτή, η ιστορία υπερθεματίζει ότι το παράδοξο αυτό της ιστορίας, βρίσκεται στο προσκήνιο του μυαλού μας, όπου οι προφανείς εκφάνσεις βίας είναι εγκληματικές ή παραβατικές, γεγονότα που διασαλεύουν μια a priori κοινωνική γαλήνη και δημόσια τάξη. Εντούτοις, είναι αναγκαίο να μάθουμε να διαφεύγουμε από την ευκολία αυτής της άμεσα ορατής «υποκειμενικής» βίας (ή της παραβατικότητας, σαν κι αυτή της ιστορίας), της βίας δηλαδή που διαπράττεται από έναν σαφώς προσδιορίσιμο δρώντα. Ουσιαστική σημασία έχει το πλαίσιο και το κοινωνικό φόντο, που προκαλούν και ενισχύουν τέτοιου είδους ξεσπάσματα βίας.
Δυστυχώς, η υποκειμενική βία είναι απλά το πιο φανερό σκέλος ενός τρίπτυχου, που συμπεριλαμβάνει και άλλα δύο «αντικειμενικά είδη βίας. Σε πρώτο επίπεδο, υπάρχει η «συμβολική βία» η οποία ενσωματώνεται στην γλώσσα και στις διάφορες μορφές της. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι ο σεξιστικός λόγος, το βρίσιμο και γενικά σε όλες οι περιπτώσεις όπου αναπαράγονται σχέσεις κοινωνικής κυριαρχίας. Κατά ένα δεύτερο επίπεδο, υπάρχει αυτό που ονομάζουν αρκετοί ερευνητές ως «συστημική» βία, ή πιο προκλητικά κατά Ζίζεκ, οι συχνά «καταστροφικές συνέπειες της ομαλής λειτουργίας των οικονομικών και πολιτικών συστημάτων.
Το πρόβλημα είναι ότι η υποκειμενική και αντικειμενική βία, δεν μπορούν να γίνουν ποτέ αντιληπτές από την ίδια σκοπιά. Πιο απλά, η υποκειμενική βία βιώνεται ως τέτοια σε ένα κοινωνικό πλαίσιο που προϋποθέτει ένα μηδενικό επίπεδο μη-βίας. Δηλαδή, η υποκειμενική βία λαμβάνεται ως μια κατάσταση ή ένα γεγονός που διαρρηγνύει την κανονικότητα της θεωρητικά ειρηνικής ροής των πραγμάτων. Εδώ ακριβώς βρίσκεται κι η παγίδα, όπου η αντικειμενική βία είναι ακριβώς η βία που ενυπάρχει στην κοινωνικά κατασκευασμένη και ψευδεπίγραφα «φυσιολογική» κατάσταση πραγμάτων. Εν ολίγοις, η αντικειμενική βία παραμένει αθέατη στο μέτρο και στο βαθμό που είναι σε θέση να συντηρεί το «μηδενικό» επίπεδο βίας της «φυσιολογικής» κατάστασης, σε σύγκριση με αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως υποκειμενική βία, η οποία διαπράττει τη ρωγμή στην κανονικότητα. Έτσι, η αντικειμενική βία μπορεί να είναι αθέατη, αλλά δεν μπορούμε να μη τη λάβουμε υπόψη, διότι αλλιώς, τα ξεσπάσματα της υποκειμενικής βίας θα μας ξενίζουν ως ανορθολογικά.
Ξαναγυρνώντας, λοιπόν, στα τρία θλιβερά περιστατικά της προηγούμενης εβδομάδας, παρατηρούμε ότι ο Ινδός καθηγητής «έπεσε» θύμα της αντικειμενικής βίας, ενώ τα άλλα δύο περιστατικά είναι θλιβερή εκδοχή υποκειμενικής βίας συγκεκριμένων δρώντων. Το πρώτο περιστατικό, κατά την άποψη μου, καθώς και για οποιοδήποτε άνθρωπο έχει προσωπικές εμπειρίες ταξιδιών ή μετανάστευσης, θεωρεί τη «σύλληψη» του Ινδού καθηγητή διπλά προβληματική. Από την μια πλευρά, είναι -υποθέτω- εύκολο να ξεχωρίσει κάποιος έναν καλλιεργημένο άνθρωπο που δεν αντιστέκεται στη σύλληψη (πέραν των συνδηλώσεων της συνολικής παρουσίας του -τουλάχιστον- σε επίπεδο εμφάνισης), από έναν μετανάστη που είναι θύμα μόνιμης αντικειμενικής και υποκειμενικής βίας, ρατσισμού και οικονομικού αποκλεισμού. Από την άλλη πλευρά, η ηθική νομιμοποίηση της «σκούπας» μεταναστών με τυχαία κριτήρια, όπως μας αποδεικνύει το ίδιο το γεγονός (δεν έχει υποπέσει στην αντίληψη μου κάποια σχετική ανακοίνωση της ΕΛ.ΑΣ που να ξεκαθαρίζει τα κριτήρια) οδηγεί μόνο στην «αντικειμενοποίηση» της άσκησης άστοχου και άκρατου κοινωνικού ελέγχου.
Τα δύο άλλα περιστατικά, θα προσπαθήσω να τα σχολιάσω επικεντρώνοντας την κριτική στα αίτια που τα προκάλεσαν, και όχι τόσο στα ίδια τα γεγονότα, διότι, κατά την άποψη μου, συνδέονται άμεσα με τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες κρίσης που βιώνουμε αυτήν την περίοδο στην Ευρώπη και ειδικά στην Ελλάδα. Ο καθηγητής Mazower στο βιβλίο του «Σκοτεινή Ήπειρος», προβληματίζεται με την ιδέα της Ευρώπης και γράφει: «Τελικά, στην καρδιά αυτής της ιστορίας βρίσκεται το ζήτημα των αξιών - εκείνων που ώθησαν τους ανθρώπους να δράσουν, που διέπλασαν και μετασχημάτισαν τους θεσμούς, που καθοδήγησαν την πολιτική των κρατών και υποβάσταξαν τις κοινότητες, τις οικογένειες και τα άτομα», και συνεχίζει: «Οι επόμενοι αιώνες της Ευρώπης είναι η ιστορία της σύγκρουσής τους», δηλαδή της σύγκρουσης των συστημάτων αξιών.
Σε αυτό το πλαίσιο σύγκρουσης, στην Ευρώπη, στην Ελλάδα και παγκοσμίως, υπηρετούμε ένα σύστημα, το οποίο χαρακτηρίζεται από σκληρό κοινωνικό και οικονομικό ανταγωνισμό, που ελλοχεύει μια δομική ανισσοροπία μεταξύ των νομίμων, μη-βίαιων και ευρύτερα αποδεκτών ατομικών/κοινωνικών στόχων -όπως η απόκτηση υλικής ευμάρειας και η κοινωνική καταξίωση, και των μέσων για την επίτευξη αυτών των στόχων. Αυτό είναι γνωστό, σαν το πλαίσιο, μέσα στο οποίο παρατηρείται το φαινόμενο ή κατάσταση «ανομίας», κατά τον κοινωνιολόγο Μέρτον. Όσοι δεν έχουν πρόσβαση στα νόμιμα αυτά μέσα (εκπαίδευση, κοινωνική κινητικότητα, προσωπικά δίκτυα κ.ά.), αποσύρουν τις αξιώσεις τους για τους κοινωνικά αποδεκτούς στόχους, και στρέφονται είτε σε παράνομα μέσα, είτε καταφεύγουν στη βία ως το τελευταίο μέσο επίτευξης προσωπικής «αυτό-εκτίμησης». Η πιο ακραία μορφή μέσου βίας είναι η δολοφονία, όπου επιτυγχάνεται ο μέγιστος βαθμός «σημαντικότητας» του θύτη. Ο θύτης όταν ασκεί βία, έχει τον απόλυτο έλεγχο, κι αυτό αποσκοπεί. Η άσκηση σωματικής (υποκειμενικής) και λεκτικής (συμβολικής) βίας δίνουν το απόλυτο έλεγχο στον θύτη να κυριαρχήσει και να γίνει αυτός πρωταγωνιστής. Η βιαιοπραγία, είναι η απάντησή του σε ένα σύστημα που του έμαθε να ζει με τον ανταγωνισμό και να επιδιώκει αξίες που δεν μπορούσε ποτέ να χαρεί, ενώ το ίδιο το σύστημα είχε φροντίσει να τον «πετάξει» νωρίς απ’ έξω. Εδώ, ας αναλογιστούμε όλοι τις ευθύνες μας, ο καθένας από τη μεριά του.
Μιλώντας για ευθύνη, ας έχουμε κατά νου, ότι η εγκληματική, η βίαιη, αλλά και η νομοταγής συμπεριφορά διδάσκονται μέσω της αλληλεπίδρασης σε διαπροσωπικές επαφές στο εσωτερικό στενών ομάδων (πχ. οικογένεια, κοντινοί φίλοι, άνθρωποι που θεωρούμε σημαντικούς), όπου το άτομο διαμορφώνει αξίες, κίνητρα και την λογική που θα διέπει τις επιλογές του. Αυτές οι αξίες, όλης της Ευρώπης και της Ελλάδας, συγκρούονται σε περιόδους κρίσης. Ναι, η κρίση, δεν είναι μόνον Ελληνική και κυρίως δεν είναι μόνο οικονομική. Είναι Ευρωπαϊκή και είναι κρίση -σε τελική ανάλυση- αξιών. Και όταν μιλάμε για αξίες, μιλάμε ανθρωπισμό. Και όταν μιλάμε για ανθρωπισμό, εννοούμε την ευθύνη όλων μας για να του δώσουμε ακόμα πιο «ανθρώπινο» περιεχόμενο.
Τέλος, κατά τη γνώμη μου, η απειλή σήμερα δεν είναι η παθητικότητα απέναντι σε κάθε είδους βία (και εξουσία), αλλά -όπως λέει ο Ζίζεκ- η ψευδοδραστηριότητα, η παρότρυνση «να είμαστε ενεργοί», να «συμμετέχουμε», συγκαλύπτοντας το τίποτα που στην πραγματικότητα συμβαίνει. Σε περιόδους έντονου κοινωνικού μετασχηματισμού και αναβρασμού, το πραγματικά δύσκολο είναι να υποστασιοποιηθείς από αυτό που λαμβάνει χώρα, κάνοντας ένα μικρό βήμα πίσω, και με κριτικό και αναστοχαστικό τρόπο να δεις τι πράγματι μπορείς να κάνεις. Τα ωραία παζλ φτιάχνονται με πολλά καλοσχεδιασμένα μικρά κομμάτια. Βάλτε το δικό σας όμορφο μικρό «κομμάτι» ενάντια σε κάθε είδους βία και εξουσία. Καλά, δεν βαρεθήκατε, χρόνια τώρα, το ίδιο παζλ;
σχόλια