ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ, τον Μάρτιο του 2005, έκανε πρεμιέρα μία από τις αγαπημένες μου σειρές, το αμερικανικό «The Office». Συνειδητοποίησα με πόση μανία την παρακολουθούσα όταν ένα βράδυ ο γιος μου, που τότε ήταν 16 μηνών και έτρωγε στο καρεκλάκι του στην κουζίνα, αναγνώρισε τη μουσική της σειράς και άρχισε να χτυπάει παλαμάκια ενθουσιασμένος, κάτι που έκανε κάθε βράδυ για μήνες.
Η σειρά ξεκίνησε από τη Βρετανία το 2001, γνωρίζοντας πρωτοφανή επιτυχία και μετατρέποντας τον σεναριογράφο, σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή της Ricky Gervais σε σούπερ-σταρ εν μια νυκτί. Ενώ η βρετανική βερσιόν κράτησε μόνο για 2 σεζόν (με 14 επεισόδια η καθεμία), η σειρά θεωρείται πλέον κλασική και ήταν και η πηγή έμπνευσης του αμερικανικού «The Office» που διήρκεσε 9 ολόκληρες σεζόν (201 επεισόδια).
Η σειρά είναι mockumentary, κάτι σαν ψευδοντοκιμαντέρ, δηλαδή υιοθετεί το ύφος του ντοκιμαντέρ, με τους ηθοποιούς να μιλούν πολλές φορές απευθείας στην κάμερα, και εκτυλίσσεται στο Σκράντον της Πενσιλβάνια, σε μια βαρετή εταιρεία χαρτικών, την Dunder Mifflin.
Πέρα από το τρομερά αστείο σενάριο, πιστεύω πως δεν υπάρχει άλλη σειρά που να έχει πιάσει το οικοσύστημα του χώρου εργασίας με τέτοια ακρίβεια: οι ίντριγκες, οι κλίκες, η συνύπαρξη και η φιλία με ανθρώπους που πιθανόν δεν θα διάλεγες ποτέ στην «κανονική» ζωή σου.
Το γραφείο βρίσκεται κάπου στα προάστια της πόλης, σε ένα τυπικό, κακοφωτισμένο κτίριο γραφείων και σε αυτό δουλεύουν χαρακτήρες που θα αναγνωρίσει οποιοσδήποτε έχει δουλέψει σε παραδοσιακό εργασιακό χώρο: το άχρηστο αφεντικό που όλοι μετά βίας ανέχονται (τι θα ήταν, άραγε, η σειρά χωρίς τον Steve Carell, ο οποίος έλειψε από τις τελευταίες δύο σεζόν, προς μεγάλη απογοήτευση των περισσοτέρων φαν της;), ο ιδιόρρυθμος πωλητής που είναι παράλληλα και αγρότης με αγάπη στα παντζάρια (αν σας ξενίζουν τα παντζάρια, βάλτε στη θέση του τον συνάδελφό σας που πάει στο χωριό του να ραντίσει για τον δάκο και τη μουχρίτσα), το αξιαγάπητο ζευγάρι που ερωτεύεται και παντρεύεται στη δουλειά (η ανασφαλής ρεσεψιονίστ και ο χαρισματικός πωλητής), ο ηλικιωμένος κύριος που λουφάρει στη γωνία, η ομάδα του λογιστηρίου που εδώ απαρτίζεται από μία θρησκευόμενη στρίγκλα, έναν γκέι ισπανόφωνο κι έναν λίγο κουτό κύριο (τον οποίο όλοι κοροϊδεύουν, λέγοντας ότι τους θυμίζει το Cookie Monster του «Μuppet Show») και ο υποτιθέμενος υπεύθυνος ανθρώπινου δυναμικού που βρίσκεται μονίμως στα όρια νευρικού κλονισμού.
Πέρα από το τρομερά αστείο σενάριο (πολλοί από τους σεναριογράφους, όπως η Mindy Kaling και ο BJ Novak, εμφανίζονταν συστηματικά στο σίριαλ), πιστεύω πως δεν υπάρχει άλλη σειρά που να έχει πιάσει το οικοσύστημα του χώρου εργασίας με τέτοια ακρίβεια: οι ίντριγκες, οι κλίκες, η συνύπαρξη και η φιλία με ανθρώπους που πιθανόν δεν θα διάλεγες ποτέ στην «κανονική» ζωή σου, η επίγνωση πως περνάς περισσότερο χρόνο με τους συναδέλφους σου απ’ ό,τι με τους φίλους και την οικογένειά σου και κυρίως η ατέλειωτη βαρεμάρα σε μια δουλειά με μηδενικές προοπτικές ή ενδιαφέρον.
Πιθανώς να είναι αυτή ακριβώς η βαρεμάρα που οδηγεί σε ένα από τα πιο ξεκαρδιστικά κομμάτια της σειράς: τους (συνήθως) αταίριαστους έρωτες που επιβεβαιώνουν τη θεωρία πως σε αυτές τις «βαρετές» δουλειές (τράπεζες, δημόσιες υπηρεσίες, γραφεία πώλησης χαρτικών) είναι που φουντώνουν οι περισσότεροι νόμιμοι και παράνομοι δεσμοί. Πέρα από τον χαριτωμένο έρωτα του Τζιμ και της Παμ, ποιος μπορεί να ξεχάσει τη διεστραμμένη σχέση του Μάικλ και της Τζαν ή την αλλόκοτη αγάπη του Ντουάιτ και της Άντζελα που κάνουν σεξ βάσει συμβολαίου σε κάθε αποθήκη και τουαλέτα της εταιρείας;
Υπάρχει, βέβαια, και μια πιο φιλοσοφική ανάγνωση της σειράς, που αφορά στην ίδια τη φύση της δουλειάς. Οι χαρακτήρες μοιάζει να γνωρίζουν πως το γραφείο, αυτό το βαρετό, αλλά κάπως καθησυχαστικό μέρος, αρχίζει να ανήκει πλέον στο παρελθόν. Γνωρίζουν πως πουλάνε ένα αντικείμενο, το χαρτί, που πλέον χρησιμοποιείται όλο και λιγότερο. Παρ’ όλα αυτά, συνεχίζουν, κάπως, να δουλεύουν εκεί, ματαιωμένοι, ανέμελοι και εφησυχασμένοι, ακολουθώντας τη ρουτίνα τους.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.