Πολλοί υποστηρίζουν ότι μια αγκαλιά κι ένα χάδι μπορεί να διώξει την ένταση, να μας ηρεμήσει, να μας χαλαρώσει, να μας κάνει να νιώσουμε ασφάλεια και σιγουριά. Δεν είναι τυχαίο που ακόμα και τα βρέφη, μόλις βρεθούν στην αγκαλιά της μάνας τους, ηρεμούν και σταματάνε να κλαίνε. Όμως με τα νέα πρωτόκολλα που έχει επιβάλει η κοινωνική αποστασιοποίηση λόγω του κορωνοϊού –τέρμα οι χειραψίες, τα φιλιά, οι εναγκαλισμοί, ακόμα και το φιλικό χτύπημα στην πλάτη– φαίνεται πως έχουμε απολέσει την αίσθηση της αφής, του αγγίγματος και της σωματικής επαφής.
«Μετά την καραντίνα θα πάρω όλους μου τους φίλους μια μεγάλη αγκαλιά. Θα αγκαλιάσω ακόμα και όποιον άγνωστο συναντήσω στον δρόμο μου» έγραφε σε ανάρτησή της στο Instagram η Βίκυ Κ., μια 35χρονη ιδιωτική υπάλληλος, θέλοντας να δηλώσει πόσο πολύ της έχει λείψει η ανθρώπινη επαφή. Και δεν ήταν η μόνη που ένιωσε έτσι. Ωστόσο, στη μετά την καραντίνα εποχή το άγγιγμα εξακολουθεί να είναι ενοχοποιημένο, καθώς περνάμε μια φάση που φοβόμαστε να έρθουμε κοντά με τους συνανθρώπους μας και, όπως δείχνουν τα πράγματα, αυτό θα συνεχιστεί για αρκετό καιρό.
Όμως, χωρίς την επαφή με το δέρμα οι άνθρωποι τρελαίνονται. Είναι, καταπώς φαίνεται, μια βιολογική ανάγκη. Χρειαζόμαστε να αγγίζουμε και να μας αγγίζουν. Η «πείνα του δέρματος», «skin hunger», όπως ονομάζεται αγγλιστί, δεν είναι καινούργιος όρος στη νευροεπιστήμη αλλά ένα φαινόμενο που αρχικά εντάθηκε καθώς «συνδεόμασταν» όλο και πιο πολύ μέσω της τεχνολογίας. Σήμερα, δε, με την έλευση του κορωνοϊού, έχει φτάσει στο αποκορύφωμά του, δημιουργώντας σε πολλούς ανθρώπους το αίσθημα της μοναξιάς, της κατάθλιψης και του στρες.
Αφού δεν μπορούμε να αγγίζουμε ο ένας τον άλλον, θα πρέπει να βρούμε άλλους τρόπους για να εκδηλώσουμε τα συναισθήματά μας στους συνανθρώπους μας και να αναπληρώσουμε την αίσθηση του αγγίγματος. Δηλαδή χρειάζεται να εκφραζόμαστε περισσότερο με τη γλώσσα του σώματος, να κοιτάμε περισσότερο τον άλλον στα μάτια και να εκφράζουμε με μεγαλύτερη ουσία λεκτικά τα συναισθήματά μας.
Συζητήσαμε με δύο ψυχολόγους και έναν ψυχίατρο σχετικά με τις συνέπειες αυτών των αλλαγών στην ψυχική μας υγεία αλλά και στις διαπροσωπικές μας σχέσεις και ζητήσαμε από τέσσερις επαγγελματίες, που η δουλειά τους έχει να κάνει με σωματική επαφή, να μας πουν πώς αισθάνονται.
«Το άγγιγμα και η εγγύτητα είναι πολύ σημαντικά για το ανθρώπινο είδος. Από τη φύση μας σχεδόν επιδιώκουμε το άγγιγμα, είτε είναι άγγιγμα ερωτικό, το μητρικό χάδι ή απλώς μια χειραψία. Ακόμα και το γεγονός ότι επιλέγουμε να καθόμαστε κοντά ο ένας στον άλλον όταν βγαίνουμε έξω για να πιούμε έναν καφέ και μπορούμε να σκύψουμε προς τη φίλη μας και να της ψιθυρίσουμε στο αυτί ότι "αυτός που κάθεται απέναντι με το μπλε πουκάμισο σε κοιτάει" είναι μια μορφή εγγύτητας.
Οι άνθρωποι που έμειναν μόνοι τους στο σπίτι τις μέρες της καραντίνας, δίχως τη φυσική επαφή με άλλον άνθρωπο, θα δυσκολεύτηκαν πολύ. Όμως και τώρα, που έχουμε βγει έξω, αλλά εξακολουθούμε να τηρούμε τις κοινωνικές αποστάσεις, αισθανόμαστε ένα έλλειμμα και μια δυσκολία στην επικοινωνία όταν συναντιόμαστε, για παράδειγμα, με τον κολλητό μας και δεν χαιρετιόμαστε φιλώντας σταυρωτά ο ένας τον άλλον ή όταν δεν αγκαλιάζουμε τους γονείς μας όταν τους βλέπουμε» λέει ο κ. Αναστάσιος Σταλίκας, καθηγητής στο Τμήμα Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Θετικής Ψυχολογίας.
Το άγγιγμα, ιδιαίτερα όταν αισθανόμαστε αγχωμένοι ή σε κίνδυνο, είναι μια μορφή παρηγοριάς και θα έλεγε κανείς ότι είναι ειρωνεία, μια και μέσα σε αυτή την κρίση ένα άγγιγμα θα μας έδινε κουράγιο. Όμως, πέρα από αυτό, το άγγιγμα και η εγγύτητα λειτουργούν και σε επίπεδο βιολογικό. Μια απλή αγκαλιά μπορεί να μειώσει το επίπεδο των ορμονών του στρες, όπως η κορτιζόλη. Σύμφωνα με τον κ. Σταλίκα, υπάρχει μια συγκεκριμένη ορμόνη, η ωκυτοκίνη (Oxytocin), η οποία ονομάζεται και «ορμόνη της αγάπης», καθώς ελευθερώνεται όταν οι άνθρωποι έρχονται κοντά, σωματικά και κοινωνικά. «Αυτή η ορμόνη λειτουργεί και ως νευροδιαβιβαστής. Όταν, δε, εκκρίνεται σε μεγάλες ποσότητες, μας δημιουργείται το αίσθημα της ασφάλειας, της εμπιστοσύνης, της αγάπης. Όταν δεν εκκρίνονται αυτά τα ποσοστά ωκυτοκίνης, υπάρχει πρόβλημα.
Φυσικά και δεν θέλω να περάσω ένα μήνυμα κινδυνολογίας, αλλά, αν έχουμε συνείδηση αυτής της νέας κατάστασης, θα πρέπει να βρούμε άλλους, εναλλακτικούς τρόπους για να μπορέσουμε να κρατήσουμε τις κοινωνικές μας σχέσεις. Αφού δεν μπορούμε να αγγίζουμε ο ένας τον άλλον, θα πρέπει να βρούμε άλλους τρόπους για να εκδηλώσουμε τα συναισθήματά μας στους συνανθρώπους μας και να αναπληρώσουμε την αίσθηση του αγγίγματος. Δηλαδή χρειάζεται να εκφραζόμαστε περισσότερο με τη γλώσσα του σώματος, να κοιτάμε περισσότερο τον άλλον στα μάτια και να εκφράζουμε με μεγαλύτερη ουσία λεκτικά τα συναισθήματά μας. Το να πω σε έναν φίλο μου "μου έλειψες" και να χαμογελάω όταν μιλάμε από απόσταση αποκτά πολύ μεγαλύτερο νόημα. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι το χαμόγελο είναι μεταδοτικό.
Πιστεύω ότι το ανθρώπινο είδος είναι αρκετά ευέλικτο, οπότε σίγουρα όλη αυτή η εμπειρία θα μας αλλάξει. Όταν δεν θα έχουμε πλέον τον φόβο του κορωνοϊού, δεν θα είμαστε ίδιοι. Είναι μερικές εμπειρίες που είναι μη αναστρέψιμες και αυτό που ζούμε τώρα είναι κάτι τέτοιο. Είναι μια μετασχηματιστική εμπειρία. Το θέμα είναι πόσο και σε ποιον βαθμό θα επηρεάσει τις ζωές μας και, φυσικά, πόσο γρήγορα θα βρεθεί ένα εμβόλιο ή μια θεραπεία, ούτως ώστε να μην έχουμε τόσο μεγάλη αίσθηση επικινδυνότητας» καταλήγει ο κ. Σταλίκας.
Στον αντίποδα της αντίληψης περί σημαντικότητας της επαφής με το άγγιγμα βρίσκεται η θέση του ψυχιάτρου και διευθυντή του κέντρου «Τόπος Ψυχοθεραπείας», Κωνσταντίνου Γκοτζαμάνη, ο οποίος, ούτε λίγο ούτε πολύ, υποστηρίζει ότι η αίσθηση της αφής έχει παραγνωριστεί από εμάς τους ίδιους εδώ και καιρό:
«Υπάρχουν πολλοί που υποστηρίζουν ότι η αφή είναι η πιο σημαντική από τις πέντε αισθήσεις. Δεν είμαι βέβαιος ότι ισχύει κάτι τέτοιο. Το βέβαιο είναι ότι οι απτικές μας επιφάνειες καταλαμβάνουν δυσανάλογα μεγάλες περιοχές του εγκεφάλου.
Ο πόλεμος ανάμεσα στην αφή και τον "πολιτισμό" μας δεν ξεκίνησε με τον κορωνοϊό. Θα μπορούσα να πω ότι εδώ και αρκετά χρόνια, σε σχέση με τις υπόλοιπες αισθήσεις, βρίσκεται όλο και περισσότερο στο περιθώριο. Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν μπορεί να ξεχωρίσει βασικές απτικές διαφορές και χρησιμοποιεί ελάχιστα την αφή του για να πάρει πληροφορίες από το περιβάλλον.
Εκείνοι που πέρασαν την καραντίνα μόνοι, είχαν την εξαιρετική ευκαιρία αρχικά να αντέξουν τον εαυτό τους, στη συνέχεια να κάνουν παρέα μαζί του και τελικά να τον αποδεχτούν. Πολύ μεγάλη δουλειά για τόσο μικρό διάστημα.
Επιπλέον, θεωρεί την αφή την πιο βρόμικη αίσθηση, γι' αυτό φροντίζει να πλένει τα χέρια του κάθε φορά που ακουμπάει κάτι, ενώ δεν συνηθίζει, για παράδειγμα, να πλένει τα αυτιά του όταν ακούει μια ανοησία. Με την ευκαιρία, μπορώ να σας αποκαλύψω ότι και οι ψυχαναγκαστικοί τελευταία τείνουν να επιλέγουν την αφή ως βασικό τους θέμα και τα χέρια τους ως βασικό τους αντίπαλο. Αν κατά λάθος ακουμπήσουν κάτι, σπεύδουν να πλύνουν τα χέρια τους εκατό φορές, μέχρι να τους σταματήσει ο αφόρητος πόνος. Μέσα σε όλα αυτά, τείνουν να εκλείψουν και οι συμπαθείς εφαψιομανείς των λεωφορείων, ενώ έχει γεμίσει ο κόσμος από ηδονοβλεψίες και ωτακουστές.
Δεν νομίζω ότι μας έλειψε το άγγιγμα με την καραντίνα. Οι περισσότεροι άνθρωποι πέρασαν την καραντίνα με τους δικούς τους ανθρώπους και μάλλον ταλαιπωρήθηκαν από την πολλή "κοντινότητα". Άλλωστε, τώρα που το σκέφτομαι, το ρήμα "αγγίζω" ετυμολογικά προέρχεται από το «εγγύς», που σημαίνει κοντά. Όσο για εκείνους που πέρασαν την καραντίνα μόνοι, είχαν την εξαιρετική ευκαιρία αρχικά να αντέξουν τον εαυτό τους, στη συνέχεια να κάνουν παρέα μαζί του και τελικά να τον αποδεχτούν. Πολύ μεγάλη δουλειά για τόσο μικρό διάστημα».
Παρόμοια είναι και η γνώμη της ψυχολόγου Σοφίας Μιχαηλίδου, η οποία σημειώνει ότι η ιδέα του αγγίγματος μπορεί να προκαλέσει άγχος, αηδία, φόβο και αποστροφή. «Μέχρι τώρα, ιστορικά, αυτό ήταν συγκαλυμμένο και προβαλλόταν κυρίως στις στιγματισμένες και περιθωριοποιημένες ομάδες. Ο άλλος που φοβόμουν και σιχαινόμουν να ακουμπήσω ήταν ο πρόσφυγας, ο τοξικομανής, ο άστεγος, η πόρνη, ο οροθετικός, δεν ξέρω κι εγώ ποιος άλλος. Κυρίως ήταν ο άγνωστος με τη μορφή του ανοίκειου. Τώρα είναι ο καθένας, συμπεριλαμβανομένου και του οικείου.
Γιατί, όμως, να μας εκπλήσσει αυτό; Εδώ και καιρό ο κυρίαρχος καπιταλιστικός λόγος εξασφαλίζει στον καθένα τη δυνατότητα πρόσβασης στα αντικείμενα της απόλαυσής του. Ο άλλος άνθρωπος όχι μόνο δεν χρειάζεται αλλά μπορεί να είναι και απειλητικός σε αυτήν τη μοναχική, "αυτιστική" απόλαυση, αφού προϋποθέτει το πέρασμα στη σχέση, στη διαλεκτική της ετερότητας. Το πρωτοφανές ίσως με τον κορωνοϊό είναι ότι τοποθετείται στη σκηνή και το δικό μας σώμα ως μίασμα. Ως πιθανή πηγή μόλυνσης τόσο για τους άλλους όσο και για εμάς τους ίδιους. Μένει να δούμε στο προσεχές μέλλον τι σημαίνει να μην αγγίζω το ίδιο μου το σώμα» λέει η ίδια.
Έλενα Κέκκου, χορεύτρια, Μπαλέτο ΕΛΣ
Ζούμε μια ιδιαίτερη συνθήκη, ένα πρωτόγνωρο γεγονός που πραγματικά επηρεάζει όλους μας και νομίζω πως κανείς δεν θα το πίστευε εάν το συζητούσαμε μερικούς μήνες πριν. Προφανώς, για τους χορευτές η αίσθηση της αφής βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο, καθώς το σώμα λειτουργεί ως μέσο απόδοσης συναισθημάτων. Το να εγκλωβίσεις, λοιπόν, έναν χορευτή ώστε να μην έχει αλληλεπίδραση μέσω της αφής είναι κάτι που εκ των πραγμάτων δεν λειτουργεί.
Ο φόβος, απ' την άλλη, είναι ένα συναίσθημα το οποίο είναι αρκετά περιορισμένο, οπότε καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε τον φόβο της αφής, πράγμα που καταδεικνύει το οξύμωρο του γεγονότος. Με άλλα λόγια, φανταστείτε την εικόνα δύο χορευτών μέσα σε ένα γυάλινο κουτί να παλεύουν να αντιμετωπίσουν τον φόβο τους μέσω της αφής με μοναδικό μέσο το σώμα, αλλά όχι το άγγιγμα. "Περιορισμός": Αυτή είναι η λέξη που έχει κατακλύσει τη ζωή μας τους τελευταίους δύο μήνες, και όχι μόνο φυσικά.
Η αντιμετώπιση έρχεται από τον καθέναν μας ανάλογα με τον τρόπο που το βιώνει και με τον τρόπο που επιλέγει να το προσαρμόσει στη ζωή του και έκαστος καλείται να αντεπεξέλθει με γνώμονα τη λογική και τη σκέψη τού όλα θα περάσουν, όλα θα πάνε καλά. Πέρασα όλα τα στάδια κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού. Καθημερινά έπεφτα σε αντιφάσεις, αλλά στο τέλος της ημέρας έβλεπα την αισιόδοξη εικόνα. Φυσικά και έχω τηρήσει όλα τα απαραίτητα μέτρα υγιεινής και ευθύνης προς και από εμένα. Θεωρώ, επίσης, πως είναι επιτακτική ανάγκη να είμαστε προσεκτικοί και υπεύθυνοι ως κοινωνικό σύνολο.
Φαντάζει δύσκολο το μέλλον, καθώς καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε πολύ διαφορετικά τις καθημερινές μας συνήθειες. Είναι αρκετά καταπιεστικό το να μην επικοινωνούμε πλέον μέσω της αγκαλιάς με τους δικούς μας ανθρώπους, όταν στο DNA μας είναι καταγεγραμμένη η αίσθηση της αφής. Είναι δύσκολο να περιορίζουμε τη δύναμη της ανθρώπινης επαφής. Τέλος, θεωρώ πως δεν μένει τίποτε άλλο παρά να αισιοδοξούμε.
— M. Hulot
Χαρά Αμαξοπούλου, μασέρ & spa therapist
Μέχρι πριν από λίγους μήνες εργαζόμουν στο spa γνωστού ξενοδοχείου, κάνοντας θεραπείες και μασάζ. Ο κλάδος μας δεν έχει αρχίσει να λειτουργεί ακόμα. Αναμένουμε τις ανακοινώσεις και, φυσικά, έχουμε άγχος όσον αφορά τη διαφύλαξη της υγείας όλων μας στον εργασιακό χώρο αλλά και το επαγγελματικό μας μέλλον. Όταν ανοίξουμε, θα τηρήσουμε με ευλάβεια όλα τα μέτρα. Ο χρόνος προετοιμασίας δεν θεωρώ πως θα αυξηθεί δραματικά για εμάς, αφού, ούτως ή άλλως, στο επάγγελμά μας πάντα τηρούνταν πρωτόκολλα καθαριότητας και απολύμανσης, αυστηροί κανόνες υγιεινής για τους πελάτες και εμάς. Τώρα φαντάζομαι πως σε αυτά θα προστεθούν οι μάσκες και τα γάντια.
Το άγγιγμα είναι το σημαντικότερο εργαλείο της δουλειάς μας και αυτήν τη στιγμή έχει γίνει σχεδόν ταμπού. Άλλα είδη θεραπείας έχουν ξεκινήσει να γίνονται με γάντια. Το μασάζ, από την άλλη, δεν είναι εύκολο να γίνει με γάντια, αλλά ακόμα κι αυτό το ενδεχόμενο εξετάζεται. Αν μας το ζητήσει ο πελάτης θα το κάνουμε. Δεν είναι κάτι μη εφικτό, αλλά η αλήθεια είναι ότι θα επηρεάσει την ποιότητα του μασάζ. Τα οφέλη του είναι πολλά και γνωστά. Δεν είναι πολυτέλεια, όπως πολλοί νομίζουν, είναι ανάγκη, καθώς μπορεί να βοηθήσει την ψυχολογία, να βελτιώσει την ποιότητα του ύπνου και να απαλύνει πονοκεφάλους και στρες. Θα ήταν κρίμα να τα στερηθούμε όλα αυτά σε μια τόσο στρεσογόνο περίοδο.
— Γεωργία Παπαστάμου
Σταύρος, φοιτητής με πρόβλημα όρασης
Η ζωή ενός ανθρώπου με σοβαρό πρόβλημα όρασης είναι έτσι κι αλλιώς ζωή σε κατάσταση απομόνωσης και περιορισμού. Η καραντίνα δεν επηρέασε σχεδόν καθόλου τη ζωή μου, το μόνο που έκανε ήταν να μείνω ακόμα περισσότερο μέσα στο σπίτι λόγω επιβολής. Δεν άλλαξαν και πολλά με τον ιό, πρόσεχα και πριν, έπλενα συχνά τα χέρια μου και τα απολύμαινα, λόγω της συχνότερης επαφής που έχω με τις επιφάνειες σε σχέση με κάποιον που βλέπει, ειδικά όταν κινούμαι με το τρένο ή άλλο μέσο μεταφοράς.
Ο φόβος της επαφής από τη στιγμή που ανακοινώθηκε η πανδημία μέχρι σήμερα είναι κάτι που έχει δυσκολέψει τη ζωή μου, γιατί αυτόματα πρέπει να προσέχω τι αγγίζω, ακόμα και τυχαία. Ο μεγαλύτερος φόβος, όμως, είναι, ανέκαθεν, η επαφή με τους ανθρώπους, γιατί δεν μπορείς να κινηθείς όπως κάποιος που βλέπει, αποφεύγοντας όποιον έρχεται πάνω σου.
Δεν εννοώ ότι φοβάμαι τους ανθρώπους, αλλά ο καθένας μπορεί να θεωρήσει ότι χρειάζεσαι βοήθεια για να ανέβεις στο τρένο ή να κατέβεις τη σκάλα και να σε πιάσει, απρόσκλητος. Το κάνουν συχνά. Κάποτε ήταν κάτι απλώς ενοχλητικό, αλλά τώρα με φοβίζει. Ακόμα και σε μια βόλτα όλο και κάποιος θα σε αγγίξει για να σε περάσει απέναντι στο φανάρι ή για να σε παραμερίσει στον δρόμο, χωρίς να το έχεις ζητήσει. Ο ιός μάς έκανε να φοβόμαστε την επαφή και οι εντολές που δόθηκαν για social distancing ήταν κάτι που με έκανε να κλειστώ ακόμα περισσότερο στο σπίτι. Δεν ξέρω μέχρι πότε θα ζούμε με τον φόβο, αλλά, προσωπικά, θα αργήσω να τον ξεπεράσω.
— M. Hulot
Ρίτα, εργαζόμενη σε οίκο ανοχής
«Ήδη την περίοδο πριν από την καραντίνα, δηλαδή όταν άρχισε να μαθεύεται ότι έχουμε να κάνουμε με πανδημία, η πελατεία μας μειώθηκε κατακόρυφα. Όταν αυτή εφαρμόστηκε κανονικά, όλα τα "σπίτια" κλείσανε, μαζί κι εμείς. Υπήρξαν κάποιες εξαιρέσεις που δούλευαν ευκαιριακά, με κλειστά φώτα, όμως δεν ξέρω τι προσέλευση είχαν ούτε μπορώ να φανταστώ πόσο απελπισμένες ήταν οι κοπέλες που αναγκάζονταν να δουλεύουν με όλα τα ρίσκα, συν τα πρόστιμα που θα έτρωγαν αν το μάθαινε η αστυνομία.
Αρκετές, που δεν μπορούσαν να βιοποριστούν αλλιώς, αναγκάστηκαν να βγουν στον δρόμο και απλώς κρύβονταν όταν άκουγαν για αστυνομικούς – ένα "κρυφτούλι" συνηθισμένο και από πριν πάντως. Πολλές βρέθηκαν σε οριακή κατάσταση, τρέχανε στα συσσίτια του δήμου ή της Εκκλησίας για ένα πιάτο φαΐ. Η κοινωνική υπηρεσία του δήμου και, βέβαια, η Red Umbrella Athens, που άνοιξε και τραπεζικό λογαριασμό στήριξης, ήταν οι μόνοι φορείς που μας συμπαραστάθηκαν έμπρακτα, πηγαίνοντας τρόφιμα σε "σπίτια" και εργαζόμενες. Από το κράτος, καμία απολύτως μέριμνα.
Δεν ξέρω ακόμα πότε θα μας επιτρέψουν να ξανανοίξουμε και με τι κανονισμούς – αν μας πουν για μάσκες και αντισηπτικά, ποιος θα τα χρεώνεται, εμείς ή οι πελάτες, που είναι κι αυτοί φτωχαδάκια και μετανάστες οι περισσότεροι, ή μήπως θα πρέπει να μας τα παρέχει η πολιτεία; Πάντως, στους οίκους ανοχής εφαρμόζαμε από πάντα σχολαστική καθαριότητα και απολύμανση. Απλώς, τώρα θα προσέχουμε περισσότερο.
Εκείνο, βέβαια, που καταρχάς οφείλει να κάνει η πολιτεία είναι να σταματήσει να μας κρατάει σε ημιπαράνομο καθεστώς και να μας εκμεταλλεύεται, επιβάλλοντας αυθαίρετα πρόστιμα, δηλαδή να αρχίσει να δίνει επιτέλους άδειες λειτουργίας. Αυτήν τη στιγμή κανένας οίκος ανοχής στην Αθήνα δεν διαθέτει τέτοια άδεια, κάποιες μετρημένες που είχαν δοθεί ανακλήθηκαν, είτε μετά από καταγγελίες περιοίκων είτε επειδή εντόπισαν κάποια κοπέλα χωρίς άδεια ασκήσεως επαγγέλματος. Όμως μια τέτοια κατάσταση και κοινωνικό πρόβλημα δημιουργεί και δεν βοηθά τη δημόσια υγεία. Περνάμε δύσκολες μέρες και ζητάμε στήριξη, αυτό να γράψετε! Όσα χρόνια δουλεύω, δεν θυμάμαι τέτοια κρίση στο επάγγελμα. Κατά τα άλλα, ένας οίκος ανοχής είναι σαν οποιοσδήποτε δημόσιος χώρος, ισχύει λοιπόν νομίζω και εκεί ό,τι και για τους υπόλοιπους».
— Θοδωρής Αντωνόπουλος
σχόλια