Φωτογραφίες: Γιάννης Κυλπάσης
«Έχω τρία παιδιά. Ο πρώτος είναι 23, ο δεύτερος 21 και ο μικρός 15. Κάθε μέρα μιλάω και με τους τρεις στο τηλέφωνο. Αν μια μέρα, δεν μιλήσω με κάποιον, τότε θα μου στείλει μήνυμα και θα μου γράψει “μάμα, δεν μ’ αγαπάς; Δεν θες να μ’ ακούσεις σήμερα;”»
«Με τον πρώην άνδρα μου είχα σοβαρά προβλήματα και χώρισα. Πώς θα ζούσα τα παιδιά μου; Δεν είχα βοήθεια… Δεν μπορούσα να βρω λύση στη Βουλγαρία, ήρθα εδώ για ένα καλύτερο αύριο. Αν έμενα Βουλγαρία, δεν θα έβρισκα δουλειά για μπορέσω να τα μεγαλώσω. Σκέφτηκα να έρθω Ελλάδα. Πρώτα, είχε έρθει η αδερφή μου με τον γαμπρό μου και έτσι η απόφαση ήταν κάπως πιο εύκολη. Τελικά, έκατσαν αυτοί ένα χρόνο και γύρισαν πίσω, εμένα μου άρεσε η Ελλάδα και έμεινα».
«Έχω καλούς γονείς που είναι συνέχεια με τα παιδιά μου… Είναι δύσκολο που είμαι μακριά τους. Τον πρώτο καιρό δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Έφυγε η αδερφή μου, που μου έδινε κουράγιο και έμεινα μόνη μου. Καθόμουν στο σπίτι μόνη μου, κάπνιζα και προσευχόμουν να είναι καλά τα παιδιά και να είμαι και εγώ καλά να μπορέσω να τα μεγαλώσω. Στον πρώτο χρόνο, σκεφτόμουν να γυρίσω πίσω αλλά ήξερα ότι εκεί δε θα μπορέσω να κάνω τίποτα».
«Από την τηλεόραση έμαθα ελληνικά. Έβλεπα σειρές, ειδήσεις. Άκουγα τις λέξεις και ταυτόχρονα έμαθα να διαβάζω».
«Η κατάσταση στη Βουλγαρία συνεχίζει να είναι δύσκολη. Άσχημες καταστάσεις. Οι περισσότεροι έχουν φύγει για άλλες χώρες. Μισθοί χαμηλοί και τα πράγματα πρώτης ανάγκης είναι ακριβά. Να φανταστείς ότι η ζάχαρη είναι πιο ακριβή απ’ ότι εδώ».
«Στην αρχή ήταν όλα δύσκολα. Δεν είχα χαρτιά, δεν ήξερα τη γλώσσα
-τώρα όλα νόμιμα με τα χαρτιά. Θυμάμαι ότι δεν μπορούσα να πάω να εργαστώ επειδή δεν είχα χαρτιά, φοβόντουσαν να με πάρουν».
«Μια μέρα πήγα να δουλέψω ελιές αλλά, δεν μπορούσα. Δύσκολη δουλειά. Δεν ήταν για μένα και έφυγα. Έχω δουλέψει σε φούρνο, σε ζαχαροπλαστείο, στην κουζίνα ενός εστιατορίου, σε καφενείο».
«Θυμάμαι όταν ήταν 7 χρονών ο μικρός μου γιος, τον ρώτησα τι δώρο θέλει για τα Χριστούγεννα και μου είπε “ένα χαρτοκιβώτιο μεγάλο”. Τον ρωτάω “τι το θες;” και μου λέει “να μπεις μέσα και να σε φέρει ο Άγιος Βασίλης εδώ”. Ένιωσα πολύ άσχημα και δυστυχώς εκείνα τα Χριστούγεννα λόγω του οικονομικού δεν μπόρεσα να πάω Βουλγαρία».
Η νύχτα πώς πρόεκυψε; «Είχα δυσκολευτεί οικονομικά και είπα ας πάω και λίγο νύχτα. Τότε, δούλευα σ’ ένα καφενείο. 6 χρόνια δουλεύω νύχτα. Για κανά χρόνο, έκανα δύο δουλειές. Δούλευα στις 12 το μεσημέρι μέχρι τις 7 σ’ ένα καφενείο, μετά πήγαινα σπίτι, ξεκουραζόμουν και στις 11 το βράδυ ερχόμουν εδώ μέχρι 6 ή 7 το πρωί. Στην αρχή με βόλευε όλο αυτό, μετά δεν άντεξα, κουράστηκα και έμεινα στη νύχτα. Τώρα, σκέφτομαι να ξαναβρώ πρωινή δουλειά».
«Αγαπημένο μου τραγούδι είναι το “Δε μιλάμε” του Πασχάλη Τερζή. Μεγάλη μου αδυναμία μου είναι και ο Μητροπάνος. Θυμάμαι είχα πάρει ρεπό και πήγα και τον άκουσα, τράβηξα και video. Έχω κλάψει με το “Αλλοίμονο”».
«Μ’ αρέσει να μαγειρεύω μουσακά, είναι το αγαπημένο μου. Έχω μάθει να φτιάχνω ελληνικά φαγητά».
Πώς βλέπεις τις κοπέλες που κάνουν στριπτίζ στο μαγαζί; «Είναι επιλογή του καθενός. Ο καθένας κάνει αυτό που έχει επιλέξει και τον ευχαριστεί και κανένας δεν μπορεί να το κρίνει… Κάθε κοπέλα έχει τα προβλήματα της. Για να φτάσει να δουλέψει εδώ πάει να πει ότι έχει ανάγκη. Δεν μ’ ενοχλεί αυτό που κάνουν οι κοπέλες, με πειράζει όταν οι πελάτες δεν τις σέβονται».
«Τα παιδιά μου δεν ξέρουν ότι δουλεύω σε στριπτιζάδικο. Μια φορά που είχε έρθει ο μεγάλος γιος μου, είχα πάρει ρεπό και τον πήγα σ’ ένα καφενείο, του είπα ψέματα ότι δουλεύω εκεί -το καφενείο αυτό το έχουν κάτι γνωστοί μου. Δεν μπορώ να τους πω την αλήθεια γιατί είναι αγόρια και δεν ξέρω αν θα με καταλάβουν. Μπορούν να σκεφτούν πολλά πράγματα… Περιμένω την κατάλληλη στιγμή για να τους πω. Ξέρουν ότι δουλεύω βράδυ… Είναι αγόρια και τα αγόρια ζηλεύουν και δε θέλω να βάλουν κάτι άλλο στο μυαλό τους. Ξέρεις για το αγόρι η μάνα είναι κάτι σπουδαίο»…
Γιατί δεν πήγες να δουλέψεις καθαρίστρια; «Δεν έχει τα χρήματα που έχει η νύχτα. Εξάλλου, είχα πάρει τηλέφωνο να δουλέψω καθαρίστρια, σκάλες και τέτοια και δε με πήραν επειδή είμαι ξένη».
«Μου λένε τα προβλήματα οι πελάτες. Έχω ακούσει πολύ περίεργα πράγματα. Κάποτε είχε έρθει ένας πελάτης, έκατσε μόνος του και ήταν πολύ αγριεμένος. Πήγε μια κοπέλα να του κάνει παρέα και της είπε να φύγει. Μετά φωνάζει εμένα και μου λέει “να της βάλεις ένα πότο αλλά να μην έρθει στο τραπέζι μου γιατί μ’ ενοχλεί”. Το ίδιο έκανε με όλες, τις κέρασε όλες. Με φωνάζει πάλι, είχε ηρεμήσει και μου λέει “κάτσε να σε κεράσω ένα ποτό, θέλω να μιλήσω με κάποιον”. Μου είπε ότι χώρισε εκείνη την ημέρα επειδή βρήκε τη γυναίκα του με κάποιον συγγενή του. Μου ζήτησε συγνώμη που ήταν τρελαμένος».
Έχεις σχέση; «Είχα, αλλά χώρισα. Ήταν πρόβλημα για κείνον ότι δουλεύω νύχτα και χώρισα. Δεν ταιριάζαμε αλλά τον αγαπούσα πολύ. Έλληνας ήταν. Μείναμε μαζί 4 χρόνια… Μου λείπει ένας άνθρωπος, έτσι μια χειρονομία, να σου πιάσει το χέρι στα δύσκολα, να βγάλεις τον εαυτό σου, να μιλήσεις, να σου δώσει κουράγιο… Έτσι, κλείνομαι στον εαυτό μου και έχω μάθει να δίνω εγώ κουράγιο στον εαυτό μου. Δεν ξέρω που βρίσκω τη δύναμη, ξέρω όμως ότι πρέπει να είμαι δυνατή».
Θες να παντρευτείς πάλι; «Όχι. Έχω πλέον αλλεργία στο γάμο».
Θα μείνεις Ελλάδα ή θα επιστρέψεις; «Μπορεί και να μείνω για πάντα εδώ, δεν ξέρω τι θα γίνει αύριο. Δεν ξέρω τίποτα».
Όνειρα; «Έχω σταματήσει να κάνω. Όσες φορές έκανα, τίποτα δε βγήκε. Το μόνο που θέλω είναι να παντρευτούν τα παιδιά μου και να έχουν δουλειά».
σχόλια