— Συμπληρώνονται έξι χρόνια από το δημοψήφισμα που έμελλε να μείνει στην Ιστορία. Ποια τα θετικά και ποια τα αρνητικά αυτής της πολιτικής επιλογής;
Το δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015 αποτελεί την κατάληξη μιας πορείας στην οποία κυριάρχησαν αντιλήψεις εκτός κάθε πραγματικότητας όσον αφορά τον τρόπο αντιμετώπισης της οικονομίας, των διεθνών σχέσεων της χώρας και της θέσης της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το κόστος των επιλογών αυτών ήταν εξαιρετικά υψηλό, επιβάρυνε κι άλλο την ελληνική οικονομία, ενώ το διεθνές κύρος της χώρας έφτασε πολύ χαμηλά. Δεν μπορώ να δω θετικά σημεία, παρά μόνο την εκ των υστέρων διαπίστωση ότι μια μερίδα των οπαδών του «Όχι» συνειδητοποίησε το αδιέξοδο στο οποίο οδηγούσαν οι πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ, την επιπολαιότητα και την υποκρισία που έκρυβαν καθώς και το ότι επιβάρυναν τα χαμηλότερα στρώματα, που το κόμμα της αριστεράς πρέσβευε ότι προστάτευε θεωρηθεί ως θετικό στοιχείο. Ωστόσο, το ότι μεγάλη μερίδα οπαδών του «Όχι» συνειδητοποίησε πως οι πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ οδηγούσαν σε κατάρρευση των υλικών όρων της ύπαρξής τους μέσω της επιστροφής στη δραχμή νομίζω ότι μόνο ρητορικά μπορεί να εκληφθεί ως θετικό στοιχείο εκείνη της εποχής και των πολιτικών της, ακόμη και εάν σήμερα, που έχει παρέλθει ο κίνδυνος, μπορούμε να το δούμε έτσι. Με τα δεδομένα της εποχής εκείνης ο Ιούλιος του 2015 αποτελεί μια μαύρη στιγμή για την ελληνική ιστορία όσο και ένα σημείο καμπής της.
Νομίζω ότι ο Ιούλιος του 2015 οδήγησε την ελληνική πολιτική ζωή στον πυθμένα της απαξίωσης μέσω ενός δημοψηφίσματος που δεν είχε αντικείμενο και στο οποίο οι υποστηρικτές του «Όχι» ελπίζανε να προκύψει από τις κάλπες «Ναι». Ήταν το απαύγασμα του τυχοδιωκτισμού και της αντιμετώπισης 11.000.000 Ελλήνων ως πειραματόζωων.
— Πώς έχει καταγραφεί στο εκλογικό σώμα εκείνο το αποτέλεσμα που από «Όχι» μετατράπηκε σε «Ναι»;
Νομίζω ότι ο Ιούλιος του 2015 οδήγησε την ελληνική πολιτική ζωή στον πυθμένα της απαξίωσης μέσω ενός δημοψηφίσματος που δεν είχε αντικείμενο και στο οποίο οι υποστηρικτές του «Όχι» ελπίζανε να προκύψει από τις κάλπες «Ναι». Ήταν το απαύγασμα του τυχοδιωκτισμού και της αντιμετώπισης 11.000.000 Ελλήνων ως πειραματόζωων. Αλλά ταυτόχρονα οριοθετεί μια αντιστροφή του πολιτικού σκηνικού και δεν είναι τυχαίο ότι λίγο καιρό μετά ο Κυριάκος Μητσοτάκης κέρδισε, μάλλον απρόοπτα, τις εκλογές για την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, ξεκινώντας τη συσπείρωση όλων εκείνων των Ελλήνων που ήθελαν μια διαφορετική τύχη για τη χώρα τους από εκείνη που έδειχνε να τους επιφυλάσσει η συνεργασία της τυχοδιωκτικής αριστεράς με την «ασυνάρτητη» δεξιά. Επομένως ο πυρήνας του «Ναι», πολύ πιο συνεκτικός, αν και μικρότερος από τους ψηφοφόρους του «Όχι», άρχισε να βρίσκει έναν πόλο πολιτικής συσπείρωσης που τελικά οδήγησε στη νίκη της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές του 2019 και στην πολιτική κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη.
— Ποιο αποτύπωμα πιστεύετε ότι έχει αφήσει στην πολιτική ζωή η 5η Ιουλίου;
Πιστεύω ακράδαντα ότι το δημοψήφισμα του 2015 αποτελεί ένα σημείο καμπής στην πολιτική ιστορία της χώρας. Ο «ακούσιος» θρίαμβος του ΣΥΡΙΖΑ, που στη συνέχεια μάλιστα κατάφερε να επιτύχει έναν θρίαμβο στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, οδήγησε στην προσγείωση μιας μεγάλης μερίδας των Ελλήνων πολιτών στην πραγματικότητα, που πίστεψαν στην ύπαρξη των θαυματουργών ιδιοτήτων αυτού του κόμματος. Ή, αν το θέσω διαφορετικά, το δημοψήφισμα αποτελεί την αφετηρία της απομάγευσης όλων εκείνων των πολιτικών που προτείνονταν ως θαυματουργές, που αγνοούσαν τους διεθνείς συσχετισμούς δυνάμεων και που ως μόνο κριτήριό τους είχαν την αναζήτηση της εξουσίας με κάθε τρόπο. Από την εποχή εκείνη και μετά δημιουργείται μια κοινωνική βάση που θα στηρίξει την ευρωπαϊκή πορεία της Ελλάδας και συγκροτημένες όσο και ρεαλιστικές πολιτικές για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της χώρας.
— Θεωρείτε ότι διδάχτηκαν κάτι τα πολιτικά κόμματα από αυτό το ιστορικό γεγονός;
Τα πολιτικά κόμματα είναι μηχανισμοί που διεκδικούν την εξουσία μέσα σε ένα θεσμικό πλαίσιο ιστορικά προσδιορισμένο. Από την άποψη αυτή θα ήταν παράξενο να περιμένουμε να έχουν διδαχτεί κάτι από την εμπειρία του 2015. Παράδειγμα ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος εξακολουθεί να λειτουργεί με όρους και αντιλήψεις μιας άλλης εποχής, χωρίς να είναι σε θέση να προτείνει λύσεις στα προβλήματα που έχει η χώρα, λαμβάνοντας υπόψη τη δική του εμπειρία στην εξουσία. Τα κόμματα φαίνεται πως γενικότερα δεν είναι σε θέση να αξιοποιήσουν την εμπειρία της περιόδου από το 2009 μέχρι σήμερα, πολύ περισσότερο που το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι έτσι διαμορφωμένο, ώστε να αποσκοπεί στην αναπαραγωγή του κατά κύριο λόγο και δευτερευόντως στην επίλυση προβλημάτων.
— Εσείς προσωπικά τι κρατάτε απ’ όλο αυτήν την περιπέτεια;
Το πόσο εύκολα μπορεί να οδηγηθεί μια χώρα στο αδιέξοδο και στην καταστροφή, πόσο εύκολα μπορεί να βρεθεί στα χέρια ανερμάτιστων δημαγωγών. Αυτές είναι οι εντυπώσεις μου από την εποχή εκείνη, που το μόνο που αφήνουν πίσω δεν είναι παρά μια πικρή γεύση.
— Ο αντισυστημισμός που παρήχθη την περίοδο των «Αγανακτισμένων» ποιο αποτύπωμα μας άφησε; Μπορούμε να δούμε νέες πολιτικές συλλογικότητες, αυτήν τη φορά να στηρίζονται και να εκμεταλλεύονται ένα κίνημα αντιεμβολιαστών;
Θα μου επιτρέψετε να πιστεύω ότι ο αντισυστημισμός έχει τις ρίζες του στη στάση της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης ήδη από τις πρώτες μέρες της κρίσης και στην επίκληση των «μαγικών» ικανοτήτων του αρχηγού της Αντώνη Σαμαρά να δώσει θαυματουργές λύσεις στα προβλήματα της χώρας. Αν η αξιωματική αντιπολίτευση της εποχής εκείνης ήταν πιο ρεαλιστική, σίγουρα θα είχαμε αντιμετωπίσει την κρίση πολύ πιο αποτελεσματικά και με λιγότερο κόστος, όπως μας δείχνει το παράδειγμα άλλων χωρών. Σίγουρα, πάντως, η εμπειρία της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝ.ΕΛ. έχει περιθωριοποιήσει τις αντισυστημικές τάσεις και έχει προσαρμόσει το μεγαλύτερο μέρος των πολιτών στην πραγματικότητα. Ό,τι ονομάζεται «κίνημα αντιεμβολιαστών» δεν πιστεύω πώς έχει τις προδιαγραφές να αποκτήσει πολιτική οντότητα, γιατί καμία σοβαρή πολιτική παράταξη δεν το υποστηρίζει. Αντιθέτως, τους «Αγανακτισμένους» προσπάθησαν να τους υιοθετήσουν, σας θυμίζω, τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η Χρυσή Αυγή, προσφέροντάς τους πολιτική στέγη.
— Σήμερα πώς κρίνετε το πολιτικό σκηνικό που έχει διαμορφωθεί, μια και στις 7 Ιουλίου η κυβέρνηση κλείνει δύο χρόνια εξουσίας; Και πώς βλέπετε τη στάση της αντιπολίτευσης;
Νομίζω ότι η απάντηση που έχω να δώσω στο συγκεκριμένο ερώτημά σας είναι και η προσδοκώμενη. Η κυβέρνηση στα δύο αυτά χρόνια, που ήταν πολύ δύσκολα από πολλές απόψεις, κατάφερε να ανταποκριθεί τουλάχιστον ικανοποιητικά στα προβλήματα και αφενός να δημιουργήσει ένα κλίμα αισιοδοξίας, αφετέρου να ενισχύσει και τη θέση της χώρας στο διεθνές περιβάλλον. Επόμενο είναι να διαθέτει μια εξαιρετικά ισχυρή πρωτοβουλία κινήσεων στο εγχώριο πολιτικό σκηνικό και, σε συνδυασμό με την ικανότητά της να αφουγκράζεται με ταχύτητα τις ανάγκες και τις απαιτήσεις που προκύπτουν, μπορεί να αντιδρά ανάλογα. Αντιστρόφως, η αντιπολίτευση κινείται εκτός πραγματικότητας, τα εργαλεία που χρησιμοποιεί για να αναλύσει την πολιτική πραγματικότητα είναι εξαιρετικά παρωχημένα και η μηδενιστική στάση της στις θέσεις της κυβέρνησης την εκθέτουν: η στάση της τόσο απέναντι στο εργασιακό νομοσχέδιο όσο και στο θέμα της επικουρικής ασφάλισης αποτελούν κραυγαλέα δείγματα της αδυναμίας της αντιπολίτευσης να ασκήσει αντιπολίτευση.
— Μπορεί η πανδημία να αποδειχτεί ένα καταλυτικό γεγονός στις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις;
Οι επιπτώσεις που παγκοσμίως έχει η πανδημία σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας είναι ήδη σαφείς και αναμφισβήτητες. Η ενίσχυση της κρατικής παρεμβατικότητας και της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αποτελούν δύο θεμελιώδεις πόλους αυτών των επιπτώσεων. Στο εγχώριο πολιτικό πεδίο εκείνος που θα μπορέσει να αξιοποιήσει το νέο περιβάλλον θα μπορέσει να επωφεληθεί. Προς το παρόν, πέρα από την κυβέρνηση, δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιος άλλος πολιτικός φορέας που να έχει την ευαισθησία και την ικανότητα-δυνατότητα να επωφεληθεί από τις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.