ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΡΗΣΤΟ ΑΓΓΕΛΑΚΟ
Δευτέρα, 21 Σεπτεμβρίου 2015, 5:30 π.μ.
Ξεκινάμε με τη Βάνια από τη Σκάλα Καλλονής για το λιμάνι της Μυτιλήνης. Πρέπει να παραλάβουμε το αυτοκίνητό της που φτάνει με το καράβι. Δεν έχει χαράξει ακόμη. Στο λιμάνι επικρατεί χάος. Είναι 6μισι το ξημέρωμα και οι εικόνες λίγο πολύ γνωστές: οικογένειες που κοιμούνται σε κουβέρτες, αναμαλλιασμένες γυναίκες, άντρες που τρέχουν πάνω κάτω, παιδιά παραδομένα στον ύπνο. Τα εκδοτήρια των εισιτηρίων κλειστά, η ουρά ξεπερνάει τα 300 μέτρα. Διπλή και τριπλή, μέσα από «διαδρόμους» που τους έχουν ορίσει με σκοινί. Στο χώρο του λιμανιού βρίσκεται το δημοτικό κολυμβητήριο. Σε αχρησία. Ο χώρος του είναι ικανός να φιλοξενήσει τους μετανάστες και τους πρόσφυγες. Ίσως να το ανοίξουν κάποτε. Προς το παρόν παραμένει κλειστό.
Δεν υπάρχει αστυνομία στο λιμάνι ούτε λιμενικό. Το εργασιακό ωράριο δεν έχει αρχίσει ακόμη. Οι πρόσφυγες μάς εντοπίζουν κι αρχίζουν τις ερωτήσεις: πόσα εισιτήρια μπορεί να βγάλει ο καθένας τους; Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν φτάσει μέχρι εδώ με τις οικογένειές τους; Πρέπει να στηθούν όλοι μαζί στην ουρά; Σε πόσες μέρες θα φύγουν; Το Ελευθέριος Βενιζέλος περιμένει με ανοιχτή την μπουκαπόρτα του. Ξαμολιόμαστε να βρούμε τις απαντήσεις στα ερωτήματα. Χάνω αυτούς που με ρώτησαν, τους ξαναβρίσκω τυχαία στο πλήθος. Κάθε πρόσφυγας μπορεί να αγοράσει έως και 9 εισιτήρια. Υπάρχουν διαθέσιμα από την Τετάρτη και μετά. Άλλες δυο μέρες στην υγρασία και στον ήλιο του λιμανιού. Πουθενά σκιά.
Πλησιάζω ένα νεαρό ζευγάρι. Το μωρό τους δεν έχει χρονίσει ακόμα. Μου δείχνουν τα εισιτήριά τους. Τους λέω πως πρέπει να περιμένουν άλλες 14 ώρες ώσπου να φύγουν. Βλέπω ξεκάθαρα την τιμή του εισιτηρίου. Λογιαριάζω επί 120.000 πρόσφυγες. Ό,τι και να γίνει σ' αυτή τη χώρα, οι εφοπλιστές δεν θα βγουν ποτέ χαμένοι.
Μας πλησιάζει μια γυναίκα από το Αφγανιστάν. Μας δείχνει τα μωρά της και μας ζητάει να την βοηθήσουμε. Την τρέχουμε στα πρακτορεία του λιμανιού. Όλα τους πήχτρα.
Ξαναβρίσκουμε τον Μωχάμετ από την Αγκαλιά. 18 χρονών, ταξιδεύει με την 22χρονη αδερφή του, φίλους και συγγενείς από το χωριό του. Ορμάει πάνω μας και μας φιλάει. Είναι περήφανος: με τα λιγοστά του αγγλικά κατάφερε να βγάλει γρήγορα τα χαρτιά για τους δικούς του· δέκα άτομα συνολικά. Η τελευταία εικόνα που έχω από αυτόν είναι το πρόσωπό του που γελάει.
Πλησιάζω ένα νεαρό ζευγάρι. Το μωρό τους δεν έχει χρονίσει ακόμα. Μου δείχνουν τα εισιτήριά τους. Τους λέω πως πρέπει να περιμένουν άλλες 14 ώρες ώσπου να φύγουν. Βλέπω ξεκάθαρα την τιμή του εισιτηρίου. Λογιαριάζω επί 120.000 πρόσφυγες. Ό,τι και να γίνει σ' αυτή τη χώρα, οι εφοπλιστές δεν θα βγουν ποτέ χαμένοι.
9:00 π.μ.
Το «πι» είναι κλειστό και τραβάμε για το Μουσικό Καφενείο. Τηλεφωνώ στον Χαμίντ κι έρχεται να μας συναντήσει. Ο Χαμίντ είναι Αφγανός, διερμηνέας στο νησί. Μιλάει αραβικά, ελληνικά και αγγλικά. Η ιστορία του είναι συγκλονιστική: θα τη γράψω στο επόμενο ημερολόγιο. Ο φίλος μας είναι κάτι σαν μασκώτ στην πόλη: τον χαιρετάνε όλοι. Του το λέω και χαμογελάει με σεμνότητα. Έρχεται στο τραπέζι μας ο Γιώργος Πάλλης, ο βουλευτής του Σύριζα που ξεπέρασε σε ψήφους τον δεξιό Αθανασίου. Είναι δικαίως υπερήφανος. Του προσφέρουμε καρέκλα. Κάθεται. Τον πιάνουμε με τη Βάνια από το λαιμό. Σε 10 λεπτά συνειδητοποιώ πως του φωνάζουμε και οι δυο. Τον πυροβολούμε με όλα τα προβλήματα που έχουμε δει από καιρό. Του λέω έντονα, «είμαστε εθελοντές, δεν μπορούμε να υποκαταστήσουμε το κράτος. Κάντε κάτι.» Ο Πάλλης επαναλαμβάνει δυο τρεις φορές πως ντρέπεται γι' αυτή την κατάσταση. Μας μιλάει για το Κέντρο Υποδοχής στη Μόρια που κόστισε, επί κυβερνήσεως Σαμαρά, τρία ή τέσσερα εκατομμύρια –δεν συγκράτησα το νούμερο. Βάλανε διπλά συρματοπλέγματα και κάμερες ασφαλείας, αλλά δεν συνδέσανε την αποχέτευση. Μας μιλάει για τις τοπικές δυσλειτουργίες. Του λέω για τον Έρικ στην Εφταλού που αγόρασε τον Αύγουστο από χαρτιά του φαξ μέχρι χαρτιά τουαλέτας για το Λιμενικό στον Μόλυβο. Η κουβέντα κρατάει μια ώρα, μπορεί και παραπάνω. Το εκτιμώ που δεν σηκώνεται να φύγει. Στο τέλος ακούω την καλύτερη πρόταση από τη μεριά του: θέλει να βάλει μπροστά ένα μακροχρόνιο σχέδιο ένταξης μεταναστών στη Μυτιλήνη.
Υπάρχουν χωριά μισοερειπωμένα. Χωράφια αδούλευτα. Σχολεία που κινδυνεύουν να κλείσουν γιατί τα παιδιά είναι λίγα. Η σχεδιασμένη ένταξη των μεταναστών μπορεί να λύσει ένα σωρό προβλήματα. Γυρίζω και κοιτάζω τον Χαμίντ. Είναι ό,τι πιο ουσιαστικό έχω ακούσει ως τώρα.
12:00 π.μ
Με τη Βάνια και τον Χαμίντ στο Καρά Τεπέ, το κέντρο υποδοχής αποκλειστικά Σύριων προσφύγων. Τα παιδιά τους ξεδίνουν στη μικρή παιδική χαρά. Η ουρά για την απόκτηση χαρτιών μειώνεται διαρκώς. Η διαδικασία τρέχει ομαλά. Κάτω από μια ειδικά στημένη τέντα, 4-5 τραπέζια ενωμένα. Πίσω τους οι κρατικοί υπάλληλοι που δίνουν τα χαρτιά. Τριγύρω τέντες με μέλη της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ. Συναντάμε δυο κορίτσια της Αρμοστείας που μοιράζουν νερά. Ρωτάμε πότε θα έρθει το φαγητό. Δηλώνουν άγνοια. Επιμένουμε. Είναι διστακτικές. Πιάνουμε κάτι σαν, «δεν υπάρχει συγκεκριμένη ώρα, στέλνει ο Δήμαρχος μερίδες φαγητό μέρα πάρα μέρα, στέλνει κι ένα κέτερινγκ, αλλά όχι πάντα», κοντολογίς το φαγητό δεν επαρκεί. Το σούπερ μάρκετ κοντά στην είσοδο του κέντρου θησαυρίζει.
Χωρίζουμε. Η Βάνια τραβάει βίντεο, ο Χαμίντ κι εγώ περιπλανιόμαστε. Συναντάμε μια οικογένεια Σύριων. Έξι άτομα με μωρά έξω από τη σκηνή τους. Επιβεβαιώνουν την έλλειψη φαγητού. Μας δείχνουν το βουνό από σκουπιδοσακούλες δίπλα τους. Και παραδίπλα ακριβώς τέσσερις χημικές τουαλέτες κλειδωμένες. Μπροστά από τις δύο μεσαίες, ένας ξεχαρβαλωμένος κάδος σκουπιδιών φράζει την είσοδο. Η μπόχα αφόρητη.
Στεκόμαστε με τον Χαμίντ κάτω από μια ελιά, στην έξοδο του Καρά Τεπέ. Βλέπουμε ένα Σύριο να κρατάει 200 δολάρια στο χέρι. Μισό μέτρο παρακάτω, δυο αετονύχηδες. Ο Χαμίντ έχει ασκημένα αντανακλαστικά και κόβει τη συνδιαλλαγή. Λέει στ' αγγλικά στον Σύριο να πάει στην τράπεζα με τα χαρτιά του και ν' αλλάξει νόμιμα τα δολάρια σε ευρώ. Ο μικρός αετονύχης τσαμπουκαλεύεται· ρωτάει επιθετικά τον Χαμίντ τι είπε. Ο Σύριος το βάζει στα πόδια. Παρεμβαίνω. Επαναλαμβάνω στον μαυραγορίτη τα λόγια του φίλου μου και τον ρωτάω εξίσου επιθετικά αν έχει πρόβλημα. Μαζεύονται. Ξαναρωτάω: «Εσείς τι είσαστε;». Μου απαντάει ο μεγαλύτερος με ύφος μισοκακόμοιρο: «Ντόπιοι.» Μέχρι να πω δυο λέξεις στον Χαμίντ, έχουν εξαφανιστεί. Έξω από το Καρά Τεπέ ευδιάκριτη η παρουσία της αστυνομίας.
2:00 μ.μ
Τη Μόρια τη λένε «Μικρή Αμυγδαλέζα». Ο αρχιτέκτονας που τη σχεδίασε ικανοποίησε πλήρως τις επιθυμίες των πελατών του: μισάνθρωπες δικομματικές κυβερνήσεις που συμπεριφέρονταν στους μετανάστες όπως εκείνοι που κλοτσάνε ένα πληγωμένο σκυλί. Όγκοι από τσιμέντο. Ψηλά συρματοπλέγματα που ενισχύονται από διπλές αγκαθωτές σπείρες. Μια απότομη ανηφόρα, σύγχρονη εκδοχή του Γολγοθά. Οι πρόσφυγες λίγοι, η κατάσταση εμφανώς πιο ήπια σε σχέση με τις φωτογραφίες της Κατερίνας, μια βδομάδα πριν. Η οργάνωση είναι αποτελεσματική, οι μετανάστες από το Ιράκ, το Ιράν, το Αφγανιστάν, την Ερυθραία, τη Σομαλία, το Καμερούν και το Σουδάν, παίρνουν γρήγορα τα χαρτιά τους. Η Χρύσα από την Ύπατη Αρμοστεία μου λέει πως σε λίγο το σύστημα μπορεί να φρακάρει. Προς το παρόν όμως κυλάει ομαλά.
Βγαίνοντας βλέπουμε δυο καντίνες μέσα στο χώρο του κέντρου υποδοχής. Η Βάνια ρωτάει αν έχουν άδεια στάθμευσης. Ο ένας καντινιέρης λέει πως δε χρειάζεται άδεια. Κινούμενος είναι, σήμερα εδώ, αύριο εκεί. Οι αστυνομικοί, λίγα μέτρα παρακάτω, διατείνονται πως οι καντίνες έχουν προφορική άδεια. Η Βάνια ξεκινάει από τα τηλεφωνήματα από το κινητό της: είναι ικανή να φέρει άνω κάτω ένα σύστημα σε δέκα λεπτά. Οι πληροφορίες για την περιβόητη άδεια περνάνε από τον αστυνομικό διευθυντή και φτάνουν μέχρι το δήμαρχο. Παραιτούμαστε. Μπροστά από τις καντίνες οι μετανάστες στήνουν κι άλλη ουρά.
4:00 μ.μ
Κάνουμε στάση στο ΠΙΚΠΑ. Το πρώτο που μαθαίνουμε είναι για τον πρόσφυγα που έφτασε σε κατάσταση σοκ την προηγούμενη νύχτα. Έτρεμε και ζητούσε να τον βοηθούσουν. Επέβαινε σ' ένα φουσκωτό με τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Μαζί τους ο αδερφός του με τη δική του οικογένεια. Μια τουρκική ακταιωρός προσπάθησε να τους ανατρέψει. Της ξέφυγαν, αλλά η γυναίκα του έπεσε στη θάλασσα. Ο άντρας γυρνούσε όλη νύχτα τα νοσοκομεία της πόλης. Εκλιπαρούσε να κάνουν ό,τι μπορούν για να τη βρουν.
Μας δείχνουν τον αδερφό του και τη νύφη του που βγαίνουν από ένα λυόμενο με τα παιδιά τους στα χέρια. Έχουν περάσει πάνω από 12 ώρες και κανείς τους δεν ξέρει αν σώθηκε εντέλει η γυναίκα ή αν έχει πνιγεί. Ο Χαμίντ ρωτάει γιατί δεν αναφέρανε την εξαφάνισή της μόλις βγήκανε στη στεριά.
Ο άντρας απαντάει: «Φοβηθήκαμε.»
Το άκουσμα της λέξης μου φάνηκε παράλογο και εξοργιστικό. Αμέσως μετά σκέφτηκα πως δεν ξέρω τίποτα για το φόβο του πρόσφυγα. Απολύτως τίποτα.
5:00 μ.μ.
Αφήνουμε τον Χαμίντ. Γυρνάμε στην Καλλονή, στην Αγκαλιά. Ανοίγω το τετράδιο με το χοντρό εξώφυλλο, δώρο της Λένας-Μαργαρίτας. Από μέσα του πέφτει μια φωτοτυπημένη σελίδα. Κάποιος μου την έδωσε, αλλά ποιος; Την ξεδιπλώνω. Είναι ένα απόσπασμα από το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, μεταφρασμένο στη δημοτική (25. 31-25. 46). Αντιγράφω:
«Γιατί πείνασα και δεν μου δώσατε να φάω, δίψασα και δεν μου δώσατε να πιω· ήμουν ξένος και δεν περιμαζέψατε, γυμνός και δεν με ντύσατε, άρρωστος και φυλακισμένος και δεν ήρθατε να με δείτε.»
σχόλια